Έρευνες πάνω σε προβλέψεις και δεδομένα παραγωγής δείχνουν ότι η ανάπτυξη του πρώτου τριμήνου πολύ πιθανόν να είναι ασθενέστερη από ό, τι αναμενόταν. Οι προβλέψεις έχουν ήδη αναθεωρηθεί προς τα κάτω εν μέσω φόβων ότι η ανάκαμψη της ευρωζώνης μπορεί να έχει φτάσει στο αποκορύφωμά της και ο εμπορικός ανταγωνισμός θα μπορούσε να απαμαυρώσει περαιτέρω την εικόνα.
“Η ουσία είναι ότι η επιτάχυνση της οικονομίας της ευρωζώνης έχει σταματήσει”, δήλωσε ο Florian Hense, οικονομολόγος της Berenberg Bank. “Είναι απίθανο να δούμε το είδος ανάπτυξης που είδαμε το δεύτερο μισό του περασμένου έτους το 2018.”
Συνολικά, η οικονομία της ευρωζώνης αναπτύχθηκε κατά 2,3% το 2017, το ταχύτερο ποσοστό στην δεκαετία, με το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης να έρχεται το τελευταίο εξάμηνο του έτους.
Το ερώτημα είναι εάν η επιβράδυνση από τότε είναι αποτέλεσμα ξεχωριστών παραγόντων ή της έναρξης μιας πιο σοβαρής και δομηκής αλλαγής. Πολλά θα εξαρτηθούν από τις επιδόσεις της Γερμανίας, της κινητήριας δύναμης της οικονομίας της ευρωζώνης, η οποία είναι υπεύθυνη για το ένα τρίτο περίπου της οικονομικής παραγωγής στην ευρωζώνη.
Η μηνιαία έρευνα βιομηχανηκής παραγωγής σε στελέχοι προμηθειών της ευρωζώνη – ένας σημαντικός δείκτης εμπιστοσύνης – αναρυχήθκε κατά τη διάρκεια του τελέυταίου έτους. Ωστόσο, υποχώρησε από τότε – από περισσότερα από 60 μονάδες τον Δεκέμβριο σε λιγότερο απο 57 τον Μάρτιο. Αν ο δείκτης μειωθεί κάτω από το 50, υποδεικνύει σιρρύκνωση και όχι επέκταση.
Στη Γερμανία, ο δείκτης ZEW, ένας από τους πιο ελεγχόμενους δείκτες οικονομικής συγκυρίας στη χώρα, έπεσε στο χαμηλότερο επίπεδο πενταετίας από το Μάρτιο λόγω επικείμενων φόβων λόγω ότι η Ευρώπη θα αντιμετωπίσει παράπλευρες απώλειες από τον έντονο εμπορικό ανταγωνισμό μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας.
Η γερμανική βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε επίσης το Φεβρουάριο κατά το μεγαλύτερο ποσόστο μέσα σε δυόμισι χρόνια, με 1,6% μείωση τον προηγούμενο μήνα, ενώ οι εξαγωγές μειώθηκαν κατά 3,2% σε μία διορθωμένη βάση υπολογισμού σε σχέση με τα επίπεδα του Ιανουαρίου – η πιο μεγάλη πτώση από τον Αύγουστο του 2015 .
Κάποιοι οικονομολόγοι πιστεύουν ότι η επιβράδυνση οφείλεται σε ένα μεγάλο βαθμό σε βραχυπρόθεσμους παράγοντες, όπως οι απεργίες γερμανών εργατών όσον αφορά την επίλυση διαμαχών, καθώς και μια σοβαρή περίπτωση γρίπης που πλήττει εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους.
Άλλοι το βλέπουν ως μια φυσική απόσυρση από μια εξαιρετικά ισχυρή ανάπτυξη. Ο Chris Williamson, οικονομολόγος της IHS Markit, της εταιρείας που καταρτίζει τον δείκτη των στελεχών των αγορών, δήλωσε: “Το προαίσθημα μου είναι ότι θα δούμε μια πιο διατηρήσιμη ανάπτυξη, παρόλα αυτά θα δούμε και ένα αξιοπρεπή ρυθμό επέκτασης.”
Πράγματι, μια δημοσκόπηση του - την περασμένη εβδομάδα έδειξε ότι οι οικονομολόγοι είχαν μειώσει τις προβλέψεις τους για ανάπτυξη για φέτος – αλλά σχετικά μέτρια, από 2,4% σε 2,3%.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, τον περασμένο μήνα, προέβλεψε 2,4% ανάπτυξη για το τρέχον έτος, ακολουθούμενη από 1,9% το 2019 και 1,7% το 2020.
Ο κ. Klaus Günter Deutsch, οικονομολόγος στο BDI, επιχειρηματικό λόμπι της Γερμανίας, δήλωσε: “Τα στοιχεία δείχνουν ότι οι παραγγελίες μειώθηκαν ελαφρά, αλλά ήταν σε χαμηλά επίπεδα. Είμαστε ακόμα ένα επίπεδο κάτω από την κορύφωση.’’
Ωστόσο, ορισμένοι οικονομολόγοι ανησυχούν ότι υπάρχουν περισσότεροι δομηκοί παράγοντες που θα μπορούσαν να εμποδίσουν τη μελλοντική ανάπτυξη.
Κάποιοι υποδηλώνουν ότι η επιβράδυνση θα μπορούσε να οφείλεται στο γεγονός ότι η ταχεία ανάκαμψη δεν επέτρεψε στις γερμανικές επιχειρήσεις να αυξήσουν τις παραγωγικές τους δυνατότητες. Πολλές ομάδες αγωνίζονται να βρουν ειδικευμένους εργαζόμενους.
Ο κ. Henrik Meincke, επικεφαλής οικονομολόγος της VCI, γερμανικού εμπορικού φορέα για τη χημική βιομηχανία, δήλωσε ότι ενώ οι επιχειρήσεις του κλάδου του δεν ανέμεναν μία οικονομική αποτυχία, πολλές από αυτές ίκατέγραψαν τις μέγιστες παραγγελίες, περιορίζοντας την προοπτική ανάπτυξης.
Οι εξαγωγικές αγορές γίνονται επίσης πιο προκλητικές. Ο κ. Jörg Krämer, επικεφαλής οικονομολόγος της Commerzbank, επεσήμανε ότι η ανταγωνιστικότητα των αγαθών των αγαθών της ευρωζώνης δέχτηκαν πλήγμαί από την ανατίμηση του ευρώ κατά 7% σε σχέση με το καλάθι των νομισματικών αξιών κατά τους τελευταίους 12 μήνες.
Ένας επιπλέον παράγοντας είναι ότι ο αντίκτυπος της πολιτικής ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας μπορεί να έχει αρχίσει να εξασθενεί, τώρα που οι αγορές στοιχείων ενεργητικού έχουν μειωθεί από 80 δισ. Ευρώ το μήνα το 2016 σε 30 δισ. Ευρώ.
Οι ανώτεροι αξιοματούχοι της ΕΚΤ θα συναντηθούν την Πέμπτη προκειμένου να συζητήσουν εάν μια επιβράδυνση σημαίνει ότι θα πρέπει να επανεξετάσουν τα σχέδιά τους για να τερματίσουν την QE, η οποία είναι εγγυημένη μόνο μέχρι το Σεπτέμβριο και ορισμένοι ελπίζουν ότι θα τελειώσουν φέτος.
Ορισμένοι αξιωματούχοι της ΕΚΤ έχουν ήδη μιλήσει για μια «μετριοπάθεια» στην ανάπτυξη, αν και ο πρόεδρος της Bundesbank Jens Weidmann και υδήμων συμβουλίου δήλωσαν την Παρασκευή ότι η ανάπτυξη εξακολουθεί να αναπτύσσεται.
Όμως, σχεδόν όλες οι συζητήσεις σχετικάς οικονομικό μέλλον της ευρωζώνης επισκιάζονται από το φόβο των ζημιών λόγω εμπορικών πολέμων και πιο συγκεκριμένα μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας.
Οι ανησυχίες είναι ότι μια πλήρης εμπορική διαμάχη μεταξύ της διοίκησης Trump και του Πεκίνου θα μπορούσε να βλάψει την ευρωζώνη με διάφορους τρόπους – προκαλώντας προστατευτισμό στις εξαγωγικές αγορές των ευρωπαϊκών κατασκευαστών, εξασθενίζοντας την εμπιστοσύνη και τις καταστροφικές παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού.
Ο κυβερνήτης της Banque de France François Villeroy de Galhau προειδοποίησε την περασμένη εβδομάδα ότι η πιθανότητα είχε αυξηθεί σε μια σειρά από προβλήματα, συμπεριλαμβανομένων των “προστατευτικών απειλών, των δυσμενών σεναρίων συναλλαγματικών ισοτιμιών και των απότομων διορθώσεων στις χρηματοπιστωτικές αγορές”.
Κάλεσε τους κυβερνόντες να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή αναφορικά με τον κίνδυνο ενός τόσο επικίνδυνου σεναρίου, το οποίο θα απαιτούσε αλλαγές στη νομισματική πολιτική.
Ορισμένοι οικονομολόγοι αναμένουν ήδη ότι η ΕΚΤ θα χρειαστεί περισσότερο χρόνο για να αυξήσει τα επιτόκια από τα σημερινά χαμηλά επίπεδα ρεκόρ.
Ένας από αυτούς είναι ο κ. Krämer, ο οποίος πιστεύει ότι τα ποσοστά θα αυξηθούν μόνο το φθινόπωρο του επόμενου έτους – σε σύγκριση με τις προηγούμενες προσδοκίες αύξησης στα μέσα του 2019.
“Ο κίνδυνος για την επιβολή σημαντικών εμπορικών φραγμών έχει αυξηθεί σημαντικά”, δήλωσε ο κ. Krämer. Επίσης πρόσθεσε, ότι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τώρα αναμένει χαμηλότερη ανάπτυξη “όχι μόνο για τις ΗΠΑ, αλλά και κατά βάση στην εξαγωγικλη γερμανική οικονομία και στην ευρωζώνη”.
Η ιστορία επικαιροποιείθηκε προκειμένου να απεικονίσει το γεγονός ότι η αύξηση της ευρωζώνης ήταν 2,3% το 2017 μετά την αποδέσμευση των αναθεωρημένων στοιχείων, και όχι 2,5%, όπως είχε δηλώσει αρχικά.