Τον κίνδυνο να περιορισθεί η διάθεση των οίκων αξιολόγησης για νέες αναβαθμίσεις των ομολόγων από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης, με συνέπεια να καθυστερήσει και η πορεία ανόδου από την κατηγορία «σκουπιδιών» στην επενδυτική βαθμίδα, αντιμετωπίζει η Ελλάδα, μετά το «μπλόκο» της Γερμανίας σε μια σοβαρή ελάφρυνση του χρέους, την οποία ζητούσε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα της ευρωζώνης, που εξέρχεται από πρόγραμμα διάσωσης με την πιστοληπτική της αξιολόγηση να απέχει 5-6 βαθμίδες από την επενδυτική βαθμίδα.
Ζητούμενο, μετά την έξοδο από το πρόγραμμα, είναι να μπει η χώρα σε έναν ενάρετο κύκλο αναβαθμίσεων από τους οίκους, ώστε να δανείζεται φθηνότερα, ενώ με το πέρασμα στην επενδυτική βαθμίδα τα ελληνικά ομόλογα θα μπορούν να αγοράζονται και από τα μεγάλα, συντηρητικά funds, ενώ θα γίνουν αποδεκτά για αναχρηματοδότηση των τραπεζών από την ΕΚΤ χωρίς να απαιτείται η ειδική εξαίρεση (waiver), που ισχύει όσο η χώρα βρίσκεται σε πρόγραμμα (κανονικό, ή μικρής διάρκειας, στο πλαίσιο προληπτικής γραμμής χρηματοδότησης).
Ήδη, και οι τέσσερις οίκοι που λαμβάνονται υπόψη από την ΕΚΤ (Moody’s, S&P, Fitch, DBRS) έχουν προχωρήσει σε αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης, την περίοδο Ιανουαρίου – Μαΐου. Όλοι διατηρούν θετικό outlook, κάτι που σημαίνει ότι επίκεινται νέες αναβαθμίσεις, που τοποθετούνται χρονικά στο διάστημα μετά την ολοκλήρωση και της τελευταίας αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος, που αναμένεται να επικυρωθεί από το Eurogroup στις 21 Ιουνίου, ταυτόχρονα με την ανακοίνωση των «λεπτομερειών» για την ελάφρυνση του χρέους.
Όμως, στο σημείο αυτό αρχίζει να δημιουργείται έντονος προβληματισμός, καθώς ένας πολύ σημαντικός παράγοντας για να δικαιολογηθούν νέες αναβαθμίσεις είναι να εξασφαλίσει η Ελλάδα ένα πειστικό πακέτο ελάφρυνσης του χρέους, ώστε τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα να διασφαλισθεί ότι η χώρα θα εξυπηρετεί χωρίς δυσκολίες το χρέος της.
Εξηγώντας τη διπλή αναβάθμιση της ελληνικής αξιολόγησης, τον Φεβρουάριο, η Moody’s τόνιζε ότι αυτή οφείλεται, εν μέρει, στην προσδοκία του οίκου ότι πρόσθετη ελάφρυνση χρέους θα προσφερθεί στην Ελλάδα από την ευρωζώνη. Την ίδια θέση υιοθετούν όλοι οι οίκοι αξιολόγησης, καθιστώντας σαφές ότι το πόσο «γενναιόδωροι» θα φανούν έναντι της Ελλάδας θα εξαρτηθεί και από την τελική λύση που θα υιοθετηθεί για το χρέος.
Όμως, οι προτάσεις που έχει καταθέσει η Γερμανία και δεν φαίνεται έτοιμοι να τις αλλάξει, παρά τις πιέσεις του Ταμείου, εκτιμάται από παράγοντες της αγοράς ότι θα δυσκολέψουν πολύ την προσπάθεια των οίκων να δώσουν στην Ελλάδα καλύτερες βαθμολογίες, από τις οποίες έχουν και οι ίδιοι οι οίκοι πολλά να κερδίσουν (αν η Ελλάδα επιστρέψει δυναμικά στις αγορές με αρκετές εκδόσεις τίτλων, οι οίκοι θα παίρνουν καλές αμοιβές για τις βαθμολογίες που θα δίνουν σε κάθε νέα έκδοση).
Ιδιαίτερα προβληματικές για να αξιολογηθούν από τους οίκους είναι τρεις προτάσεις του Βερολίνου:
1. Να εγκριθεί η επιμήκυνση της περιόδου χάριτος των δανείων του δεύτερου μνημονίου, αλλά με αίρεση αυτόματης ακύρωσής της, σε περίπτωση που η Ελλάδα δεν καταφέρει μέχρι και το 2022 να πετυχαίνει το στόχο για τα πλεονάσματα (3,5% του ΑΕΠ ετησίως).
2. Να μην εγκριθεί εξαρχής μια μεγάλη επιμήκυνση της περιόδου χάριτος των δανείων. Το Ταμείο έχει ζητήσει 15ετή επιμήκυνση, η Γερμανία είναι αμφίβολο αν θα εγκρίνει κάτι περισσότερο από 5ετή επιμήκυνση.
3. Να μην είναι αυτόματος ο μηχανισμός σύνδεσης των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους με την οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας, αλλά να απαιτείται κάθε φορά έγκριση από το Eurogroup και το γερμανικό Κοινοβούλιο.
Αυτοί οι τρεις όροι αναμένεται να οδηγήσουν το Ταμείο σε ακύρωση του προγράμματος για την Ελλάδα, που είχε εγκρίνει επί της αρχής, επειδή δεν εξασφαλίζεται η βιωσιμότητα του χρέους.
Όπως λένε στελέχη της αγοράς, οι οίκοι αξιολόγησης έχουν να λύσουν ένα σταυρόλεξο πρωτοφανούς δυσκολίας: να αποφασίσουν πώς θα βαθμολογήσουν μια χώρα που απευθύνεται μεν στην αγορά ομολόγων, αλλά δεν μπορεί να αντλήσει χρηματοδότηση από το Ταμείο, επειδή δεν κρίνεται βιώσιμο το χρέος της. Ταυτόχρονα, οι οίκοι πρέπει να αποκωδικοποιήσουν, για λογαριασμό των επενδυτών, μια συμφωνία ελάφρυνσης χρέους που υπόκειται σε πολλούς όρους και αιρέσεις και τον τελευταίο λόγο για την ερμηνεία της θα έχει η γερμανική κυβέρνηση.