Η Σουηδία, η τελευταία σκανδιναβική χώρα που είχε μείνει να αντιστέκεται στο κύμα του λαϊκισμού που σαρώνει ολόκληρη την Ευρώπη, βρίσκεται πλέον στο χείλος του. Υπάρχει ανησυχία πως το ξενοφοβικό κόμμα των Σουηδών Δημοκρατών θα θριαμβεύσει στις εκλογές του Σαββατοκύριακου – αλλά μεγάλο μέρος της ανησυχίας αυτή εδράζεται σε λάθος λόγους.
Βραχυπρόθεσμα, μην περιμένετε ότι το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας θα αλλάξει σημαντικά το σουηδικό μοντέλο. Δεν θα προκαλέσει αναταραχή στη χρηματιστηριακή αγορά ή τη διεύρυνση των spreads των ομολόγων. Αλλά μακροπρόθεσμα, ένα πολιτικό αδιέξοδο ρισκάρει να εμβαθύνει την επόμενη οικονομική κρίση της χώρας. Αυτό υποδηλώνει ότι η νομισματική πολιτική θα πρέπει να είναι πιο χαλαρή και εξηγεί γιατί η κορόνα έχει αποδυναμωθεί τους τελευταίους μήνες.
Πολιτικά, οι διαφορές μεταξύ των κομμάτων είναι σήμερα πιο μικρές από ποτέ ως προς την πραγματικότητα, αν όχι ως προς την αντίληψη. Από τη στιγμή που εισήλθαν στο κοινοβούλιο το 2010, οι Σουηδοί Δημοκράτες κινήθηκαν προς μια πιο ρεαλιστική κατεύθυνση –την ίδια στιγμή που οι συντηρητικοί και οι σοσιαλδημοκράτες προχώρησαν σε αυστηρότερους ελέγχους της μετανάστευσης μετά τη συριακή κρίση των προσφύγων.
Άλλες σκανδιναβικές χώρες όπως η Φινλανδία και η Νορβηγία είχαν για αρκετό καιρό μεγάλα, λαϊκίστικα κόμματα της δεξιάς πτέρυγας στο κοινοβούλιο. Παρόλα αυτά, συνεχίζουν να είναι ανοιχτά, κράτη πρόνοιας με ισχυρό ιστορικό ανάπτυξης. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστέψει κανείς τα εφιαλτικά σενάρια που αιωρούνται.
Η οικονομική πολιτική είναι απίθανο να αλλάξει βραχυπρόθεσμα. Η Riksbank θα παραμείνει μια ισχυρή και ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα. Ο προϋπολογισμός θα εξακολουθήσει να εντάσσεται σε μία από τις πιο αυστηρές διαδικασίες στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Όμως, ο μακροπρόθεσμος ορίζοντας είναι κάτι διαφορετικό και οι επενδυτές ίσως θα έπρεπε να ενδιαφέρονται περισσότερο για αυτόν. Η άνοδος των Σουηδών Δημοκρατών δείχνει ότι οι ρωγμές στο σκανδιναβικό μοντέλο μεγαλώνουν.
Οι αυστηροί κανονισμοί για την απασχόληση, τα ισχυρά συνδικάτα και τα γενναιόδωρα κοινωνικά επιδόματα έχουν ορθώσει εμπόδια στους μετανάστες που επιθυμούν να εισέλθουν στην αγορά εργασίας. Η οικονομία έχει λίγες θέσεις εργασίας που να μην απαιτούν προσόντα. Η εισροή προσφύγων έχει επίσης αυξήσει το βάρος για τα σχολεία, τις εγκαταστάσεις πρωτοβάθμιας περίθαλψης και άλλους δημόσιους οργανισμούς.
Το πολιτικό αδιέξοδο που οι Σουηδοί Δημοκράτες απειλούν να προκαλέσουν σημαίνει ότι τα θεσμικά όργανα της χώρας θα χρειαστεί να αγωνιστούν για να αντιμετωπίσουν τα ζητήματα αυτά καθώς και τις αυξανόμενες διαρθρωτικές ανισορροπίες που απειλούν την οικονομία – ιδίως εκείνες στην αγορά κατοικίας.
Τα νοικοκυριά σηκώνουν στις πλάτες τους βαρύ χρέος, η αγορά ακινήτων είναι δυσλειτουργική, με τους επαχθείς κανόνες σχεδιασμού και κατασκευής και τους αυστηρούς κανόνες ενοικίασης να περιορίζουν την προσφορά. Οι τιμές των κατοικιών αυξήθηκαν γρήγορα τα τελευταία 20 χρόνια.
Η επιδιόρθωση αυτού θα απαιτήσει υψηλότερη φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας – η ελάφρυνση από την αποπληρωμή των τόκων των στεγαστικών δανείων θα πρέπει σταδιακά να καταργηθεί. Πρέπει να αρθούν οι κανόνες και οι περιορισμοί της “πράσινης ζώνης” που έχουν σχεδιαστεί για την προστασία του ορίζοντα από τις υψηλές κατασκευές και οι έλεγχοι μίσθωσης να καταργηθούν στις μητροπολιτικές περιοχές.
Και τι γίνεται με την επόμενη μεγάλη οικονομική επιβράδυνση; Η πιθανότητα η Σουηδία να βιώσει βαθιά συρρίκνωση και βραδεία ανάκαμψη αυξάνεται: μια αδύναμη κυβέρνηση μειοψηφίας, που αγωνίζεται να επιβιώσει σε ένα κατακερματισμένο κοινοβούλιο, δεν θα είναι σε θέση να ανταποκριθεί αποτελεσματικά σε αυτές και σε άλλες προκλήσεις.