Η Ελλάδα τίθεται σε κλοιό αυστηρής επιτήρησης από το ΔΝΤ, τις αγορές και τους οίκους αξιολόγησης, αμέσως μόλις η κυβέρνηση επισημοποίησε την πρόθεσή της να παρεκκλίνει από τα συμφωνηθέντα για τη μεταμνημονιακή οικονομική πολιτική, προτείνοντας τους θεσμούς των δανειστών τη ματαίωση της προγραμματισμένης για το 2019 μείωσης συντάξεων.
Έως τώρα και μέχρι να ξεκαθαρίσει αν τελικά η κυβέρνηση θα «ξηλώσει» μία από τις δύο βασικές δεσμεύσεις της για την περίοδο μετά τη λήξη των μνημονίων, την οποία μάλιστα είχε εισηγηθεί με επιμονή το ΔΝΤ, η χώρα θα βρίσκεται συνεχώς μπροστά σε προειδοποιητικά «καμπανάκια».
Πρόκειται για μια διαδικασία προειδοποίησης «απείθαρχων» κυβερνήσεων από τους μηχανισμούς του διεθνούς οικονομικού συστήματος, η οποία επαναλαμβάνεται σταθερά και κινείται στο ίδιο μοτίβο.
Το παράδειγμα της Τουρκίας
Πρόσφατο είναι το παράδειγμα της Τουρκίας, όπου η ανορθόδοξη οικονομική και νομισματική πολιτική του Ερντογάν άρχισε να αμφισβητείται έντονα από τον Φεβρουάριο, λίγο πριν τις προεδρικές εκλογές, με τη δημοσίευση μιας πολύ σκληρής έκθεσης του άρθρου IV από το Ταμείο. Αμέσως μετά, η Τουρκία υποβαθμίσθηκε από τον οίκο Moody’s, που θεωρείται ο αυστηρότερος από τους τρεις μεγάλους οίκους αξιολόγησης και δείχνει πάντα μεγάλη ευαισθησία στις αναλύσεις του ΔΝΤ.
Αρχικά, οι αγορές έδωσαν πίστωση χρόνου στον Ερντογάν για να αναθεωρήσει την πολιτική του, αλλά, όταν διαπίστωσαν ότι παραμένει ανένδοτος, άρχισε η γνωστή, μεγάλη επίθεση στη λίρα, που υποχρέωσε τον Ερντογάν να κάνει στροφή 180 μοιρών, αποδεχόμενος μια μεγάλη αύξηση των επιτοκίων κατά 6,25%, η οποία, ωστόσο, δεν φαίνεται ακόμη ότι θα είναι αρκετή για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη επενδυτών και θεσμών του διεθνούς οικονομικού συστήματος, ενώ πολλοί προεξοφλούν ότι η Τουρκία δεν θα αποφύγει, τελικά, την προσφυγή στο ΔΝΤ.
Στα καθ’ ημάς, είναι σαφές ότι έχει ενεργοποιηθεί ο ίδιος μηχανισμός «συμμόρφωσης», αρχής γενομένης από την έκθεση του άρθρου IV του ΔΝΤ, που δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο, στην οποία διατυπώνονταν πολλές και αυστηρές παραινέσεις προς την κυβέρνηση να μην παρεκκλίνει από τη συμφωνηθείσα οικονομική πολιτική μετά τη λήξη του μνημονίου.
Ο οίκος Moody’s, που δίνει στην Ελλάδα τη χαμηλότερη βαθμολογία από τους άλλους οίκους αξιολόγησης, είχε αναβαθμίσει μεν, από τον Φεβρουάριο, την Ελλάδα κατά δύο «σκαλοπάτια», αλλά είχε επίσης προειδοποιήσει ότι οι αναβαθμίσεις προς το investment grade δεν θα συνεχίζονταν, αν η ελληνική κυβέρνηση αποφάσιζε να παρεκκλίνει από τα συμφωνηθέντα για την οικονομική πολιτική της μεταμνημονιακής περιόδου.
Ο δεύτερος γύρος πίεσης
Μετά τις πρώτες προειδοποιήσεις, έχουμε περάσει πλέον στο δεύτερο στάδιο, όπου η ένταση των παραινέσεων ανεβαίνει σημαντικά: το Ταμείο ξεκαθάρισε δια του εκπροσώπου του, Τζέρι Ράις, την Πέμπτη, ότι δεν προτίθεται να «παζαρέψει» τις μειώσεις στις συντάξεις, καθώς θεωρεί ότι είναι ένα απαραίτητο, διαρθρωτικό μέτρο για να αλλάξει η κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής και να τεθεί σε τροχιά φιλική προς την ανάπτυξη.
«Το μείγμα των μέτρων που συμφωνήθηκαν συμβάλουν στη μετακίνηση σε πολιτικές περισσότερο φιλικές για την ανάπτυξη. Παράλληλα θα δημιουργηθεί δημοσιονομικός χώρος για τη μείωση της υψηλής φορολογίας», δήλωσε ο εκπρόσωπος του Ταμείου. Και πρόσθεσε: «Δεν είναι νέο μέτρο, συμφωνήθηκε το 2017. Η θέση μας είναι ότι η εφαρμογή του θα βελτιώσει τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της Ελλάδας και θα στείλει ένα μήνυμα στους επενδυτές ότι η κυβέρνηση θα παραμείνει στην οδό των μεταρρυθμίσεων».
Αμέσως μετά την παρέμβαση του Ταμείου, ο οίκος Moody’s έκρινε σκόπιμο να αναβάλει τις αναμενόμενες ανακοινώσεις του για αναβάθμιση των ελληνικών τίτλων, τις οποίες περίμεναν οι επενδυτές της αγοράς ομολόγων, αλλά και του Χρηματιστηρίου, σαν μια απαραίτητη «ένεση» αισιοδοξίας, την ώρα που οι αποδόσεις των ομολόγων παραμένουν επίμονα υψηλές, ενώ το Χρηματιστήριο «ταλαιπωρείται» κάτω από τις 700 μονάδες.
Οι ξένοι διαχειριστές κεφαλαίων λαμβάνουν αυτά τα μηνύματα από την κορυφή του οικονομικού συστήματος (ΔΝΤ – οίκοι αξιολόγησης) και είναι εξαιρετικά επιφυλακτικοί προς τα ελληνικά assets, ενώ είναι διάχυτη πλέον η ανησυχία ότι η παρατεταμένη προεκλογική περίοδος θα ενισχύσει την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης να προχωρήσει σε αλλαγές συμφωνηθέντων μέτρων σε κατεύθυνση φιλική προς τους ψηφοφόρους, αλλά όχι προς την αγορά.
Από αυτή την άποψη, δεν βοήθησαν καθόλου τη διαμόρφωση θετικού επενδυτικού κλίματος τα όσα είπε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, την Πέμπτη, σε ξένους διαχειριστές κεφαλαίων, στο πλαίσιο του road show του Χρηματιστηρίου, στο Λονδίνο.
Ο κ. Τσακαλώτος επιχειρηματολόγησε με θέρμη υπέρ της ματαίωσης των περικοπών στις συντάξεις, ενώ ξεκαθάρισε ότι η έξοδος στην αγορά ομολόγων με 10ετή τίτλο αναφοράς δεν είναι στις άμεσες προτεραιότητες της κυβέρνησης, επιβεβαιώνοντας την εντύπωση που ήδη είχαν οι διαχειριστές κεφαλαίων ότι η οικονομική πολιτική έχει περάσει σε προεκλογική τροχιά και απομακρύνεται από την κατεύθυνση που θεωρείται «ορθή» από τους επενδυτές.
Πολύ σύντομα, θα διαφανεί αν περνάμε στο τρίτο στάδιο σφιξίματος του κλοιού επιτήρησης από το διεθνές οικονομικό σύστημα: τον Νοέμβριο, το ΔΝΤ θα δημοσιεύσει την πρώτη του έκθεση, στο πλαίσιο του Post-Program Monitoring. Αν ανεβάσει τους τόνους της κριτικής προς την κυβέρνηση, όχι μόνο για τις συντάξεις, αλλά και για άλλα σοβαρά θέματα (βασικός μισθός, συλλογικές συμβάσεις, τραπεζικό σύστημα), παράγοντες της αγοράς εκφράζουν φόβους ότι θα αρχίσει ένας γύρος εξόδου κεφαλαίων από τα ομόλογα και τις μετοχές, που θα δημιουργήσει ασφυκτικές συνθήκες στην οικονομία.