Στην Τράπεζα της Ελλάδος υπάρχει αισιοδοξία ότι το Δημόσιο μπορεί να βγει στην αγορά και να ανοίξει το δρόμο και στις τράπεζες.
Όπως δήλωσε ο υποδιοικητής της ΤτΕ, καθηγητής Ιωάννης Μουρμούρας, μιλώντας την περασμένη Πέμπτη σε γεύμα στο Λονδίνο, όπου συμμετείχαν ανώτερα στελέχη διεθνών επενδυτικών οίκων και τραπεζών, καθώς και οικονομικοί αναλυτές, «μετά και την πλήρη άρση των κεφαλαιακών περιορισμών για συναλλαγές στην ημεδαπή, είναι θέμα χρόνου η νέα έκδοση του κρατικού ομολόγου αναφοράς δεκαετούς διάρκειας με λογικό επιτόκιο, το οποίο θα αποτελέσει τον πρόδρομο για την πρόσβαση των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων στις χρηματαγορές με εκδόσεις ομολόγων μειωμένης εξασφάλισης για άντληση ρευστότητας και όχι μόνο».
Σύμφωνα με πληροφορίες, το σχέδιο για το asset protection scheme, που αποτελεί ένα μηχανισμό εγγύησης ζημιών από το Δημόσιο για να μπορέσουν οι τράπεζες να προχωρήσουν σε μεγάλου ύψους τιτλοποιήσεις δανείων και αποτελεί ουσιαστικά αντιγραφή του αντίστοιχου ιταλικού σχεδίου, που εφαρμόζεται από το 2016, είναι πολύ δύσκολο να υλοποιηθεί και, πάντως, να τεθεί σε εφαρμογή αρκετά γρήγορα, ώστε να αποτελέσει απάντηση στην αμφισβήτηση των τραπεζών από τους επενδυτές.
Το σχέδιο υπάρχει στο «συρτάρι» του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας από την άνοιξη, αλλά δεν είχε τεθεί καν σε συζήτηση με τους δανειστές στην τελευταία αξιολόγηση. Η κυβέρνηση δεν το έχει υποβάλει στη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Κομισιόν, καθώς υπάρχουν νομικές και πραγματικές δυσκολίες, που εμποδίζουν την έγκρισή του.
Το κυριότερο πρόβλημα είναι το κοινοτικό δίκαιο, όπως έχει ερμηνευθεί από την Κομισιόν στην περίπτωση της Ιταλίας, επιβάλλει να χορηγούνται κρατικές εγγυήσεις μόνο σε «πακέτα» προβληματικών δανείων υψηλής διαβάθμισης (senior), τα οποία θα πρέπει προηγουμένως να έχουν βαθμολογηθεί από οίκο αξιολόγησης με investment grade.
Στην ελληνική περίπτωση, αυτή η δυνατότητα δεν υπάρχει, αφού και το ίδιο το Δημόσιο βρίσκεται σε απόσταση δύο «σκαλοπατιών» από την επενδυτική βαθμίδα, άρα είναι πρακτικά αδύνατο να βρεθούν προβληματικά δάνεια τραπεζών που θα μπορούσαν να πάρουν το investment grade από τους οίκους αξιολόγησης.
Η Κομισιόν, όσο και αν ήθελε να υποστηρίξει μια λύση στα προβλήματα του τραπεζικού συστήματος δεν θα μπορούσε να επιτρέψει, εφαρμόζοντας το κοινοτικό δίκαιο για τον ανταγωνισμό, να δοθούν κρατικές εγγυήσεις για «τοξικά» δάνεια. Έτσι, η εφαρμογή του σχεδίου για τις εγγυήσεις θα πρέπει να μετατεθεί χρονικά μετά την άνοδο της αξιολόγησης του Δημοσίου στο investment grade, η οποία αναμένεται, στην καλύτερη περίπτωση, μετά τα μέσα του 2019.
Με αυτά τα δεδομένα, η κυβέρνηση εκτιμάται ότι δεν μπορεί παρά να επιστρέψει στο «σχέδιο Α», που υπήρχε από την εποχή που σχεδιαζόταν ο τρόπος εξόδου από το πρόγραμμα. Τότε, σχεδιαζόταν να βγει το Δημόσιο γρήγορα στην αγορά, για την έκδοση 10ετούς ομολόγου αναφοράς, ώστε, αμέσως μετά, να άνοιγε και για τις τράπεζες το «παράθυρο ευκαιρίας» για την έκδοση των δικών τους τίτλων χαμηλής εξασφάλισης, μεταξύ άλλων και για την τόνωση της κεφαλαιακής επάρκειας.
Το ξέσπασμα της ιταλικής κρίσης εκτροχίασε αυτό το σχεδιασμό, στον οποίο, όμως, η κυβέρνηση επιδιώκει τώρα να επιστρέψει, αφού διαπιστώνει και τα ευρύτερα προβλήματα εμπιστοσύνης που δημιουργεί η αμφιβολία για τη δυνατότητα άντλησης χρηματοδότησης από την αγορά, μετά την έξοδο από τα προγράμματα διάσωσης.
Ενδιάμεσος στόχος για την επιστροφή στο αρχικό σχέδιο είναι να ξεπερασθεί η πίεση που έχει δημιουργήσει η ανάγκη άντλησης 500 εκατ. ευρώ με υβριδική έκδοση από την Τράπεζα Πειραιώς. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός της ΕΚΤ θα δώσει την άδεια στην τράπεζα να μεταθέσει σε εύθετο χρόνο αυτή την έκδοση, δίνοντας μια παράταση ως το τέλος Ιουνίου 2019 για την πραγματοποίησή της.
Στο διάστημα που μεσολαβεί, το Δημόσιο θα επιδιώξει να βγει στην αγορά με το 10ετές ομόλογο και εκτιμάται ότι θα υπάρξει ευκαιρία μέσα στο α’ τρίμηνο του 2019. Ως τότε, θα έχει λήξει μετά βεβαιότητας η εκκρεμότητα με τον ελληνικό προϋπολογισμό και το θέμα των συντάξεων, ενώ ελπίδα όλων είναι ότι θα έχει ξεπερασθεί και η αντιπαράθεση της Ιταλίας με την Κομισιόν για τον ιταλικό προϋπολογισμό.