Της Judy Dempsey-Θα σκεφτόταν κανείς ότι η Γερμανία θα αποκτούσε νέο Καγκελάριο τις προηγούμενες ημέρες, παρά το ότι οι επόμενες ομοσπονδιακές εκλογές δεν θα διεξαχθούν πριν το 2021.
Και αυτό επειδή η απόφαση της Merkel αποσυρθεί από την εξουσία παραδίδοντας την ηγεσία του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, έχει επικεντρωθεί ήδη στην κληρονομιά της.
Ανεξαρτήτως από το ποιος τελικά διαδέχθηκε την Merkel, η διάδοχός της θα ανακαλύψει ότι οι γραμμές που χωρίζουν την εγχώρια και την εξωτερική πολιτική δεν είναι πλέον σαφείς.
Πάρτε απλώς κάποιο από τα ακόλουθα ζητήματα: η προσφυγική κρίση, η μελλοντική οικοδόμηση της ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αμυντική πολιτική και η πολιτική ασφάλειας ή η σχέση της Γερμανίας με τους ανατολικούς της γείτονες, ιδιαίτερα με τη Ρωσία και την Ουκρανία.
Και δεν περιλαμβάνεται καν η διατλαντική σχέση, η κλιματική αλλαγή ή πώς η ψηφιοποίηση πρόκειται να μεταμορφώσει τον τρόπο λειτουργίας των οικονομικών, της πολιτικής και των κοινωνιών. Εν ολίγοι, η εξωτερική πολιτική προσκρούει ολοένα και περισσότερο στην εγχώρια ατζέντα -και το αντίθετο-. Απλώς σκεφτείτε πώς η απόφαση της Merkel να ανοίξει τα σύνορα της χώρας σε 1 εκατ. Πρόσφυγες που ξέφυγαν από τον πόλεμο στη Συρία και το Ιράκ, επηρέασε την υπόλοιπη ΕΕ.
Ο Σοσιαλδημοκράτης προκάτοχός της Gerhard Schroeder, είχε αφήσει τη φήμη της χώρας σε κακή κατάσταση. Ενδιαφερόταν περισσότερο να καλλιεργήσει πολύ στενούς δεσμούς με το Κρεμλίνο και το Πεκίνο εις βάρος της βελτίωσης των σχέσεων με τους άμεσους ανατολικούς γείτονες της Γερμανίας ή ακόμη και να σκεφτεί για την μελλοντική κατεύθυνση της ΕΕ.
Από μία άποψη, εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο ο Schroder αντιτάχθηκε στην εισβολή της Αμερικής στο Ιράκ, οδήγησε σε διαιρέσεις μέσα στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ που έγιναν τόσο βαθιές, ώστε χρειάστηκαν αρκετά χρόνια για να αποκατασταθούν οι ζημιές.
Από την πλευρά της, η Merkell κινήθηκε γρήγορα για να βελτιώσει τις σχέσεις με τις ΗΠΑ, την Πολωνία και με την ΕΕ συνολικά. Αλλά εκτός από αυτές τις προσπάθειες να αναστείλει τις αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής του Schroders (εκτός από την απόφαση για τον αγωγό Nord Stream 2), υπάρχει μια καθοριστικη πτυχή του αποτυπώματος της εξωτερικής πολιτικής της Merkel. Ασφαλώς δεν πρόκειται για την στρατηγική της προοπτική, που είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Δεν πρόκειται για τη στήριξή της στην ενίσχυση των εκπληκτικά χαμηλών αποδόσεων της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας στην Ευρώπη ή για την προσπάθεια να καταστεί το ΝΑΤΟ πιο αποτελεσματικό. Είναι η δέσμευσή της στις αξίες και στην ελευθερία. Η προσφυγική της πολιτική του 2015 ήταν ένα παράδειγμα.
Αυτή η δέσμευσή της είχε επιπτώσεις και στην εξωτερική της πολιτική. Δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να δηλώσει τον πρώην Αμερικανό πρόεδρο George W. Bush για την αντίθεσή της στο Guantanamo Bay ή στους βασανισμούς. Και αφού είχε προσπαθήσει να δημιουργήσει μια διαφορετική σχέση με το Ρώσο πρόεδρο Vladimir Putin -μακριά από την φιλική και μη κριτική στάση του Schroder και η οποία βασιζόταν σε μια πιο ρεαλιστική πολιτική και στήριξη για την αστική κοινωνία- άλλαξε τη στάση του Βερολίνου απέναντι στη Ρωσία.
Η εδώ και δεκαετίες γερμανική Ostpolitik η οποία τόσο λατρευόταν από τους Σοσιαλδημοκράτες, απορρίφθηκε αφού ο Putin προσάρτησε την Κριμαία και εισέβαλε στην Ανατολική Ουκρανία στις αρχές του 2014. Τότε η Merkel κατόρθωσε να ενώσει όλους τους ηγέτες της ΕΕ να συμφωνήσουν στην επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία, οι οποίες ακόμη και σήμερα υπάρχουν. Πίστευε ότι ο Putin έπρεπε να πληρώσει ένα τίμημα για τις στρατιωτικές του επιχειρήσεις και για την παραβίαση του διεθνούς δικαίου. Αυτές οι αποφάσεις από τη Merkel θα ήταν αδιανόητες από μια κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών στο Βερολίνο, όταν οι ανατολικοί γείτονες της Γερμανίας αντιμετωπιζόταν μέσα από το πρίσμα της Μόσχας.
Ωστόσο ο πειρασμός -ή μάλλον η επιθυμία- να διατηρηθεί η Ostpolitik, βρίσκεται βαθιά μεταξύ ορισμένων στελεχών του SPD. Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Sigmar Gabriel, ο οποίος βρίσκεται κοντά στον Putin, κατηγόρησε την Ουκρανία για το ότι προσπαθεί να σύρει τη Γερμανία σε πόλεμο.
Ναι, ο Ουκρανός πρόεδρος Petro Poroshenko προσπαθεί να κερδίσει όσο το δυνατόν περισσότερη στήριξη στο εσωτερικό του μετά από τον αποκλεισμό της αζοφικής θάλασσας από τη Ρωσία. Ως αντίδραση, έχει επιβάλλει στρατιωτικό νόμο σε ορισμένα σημεία της χώρας και απαγόρευσε τους Ρώσους να εισέρχονται στην χώρα, με την ελπίδα να βελτιωθούν οι άσχημες επιδόσεις του εν όψει των προεδρικών εκλογών του επομένου έτους.
Αλλά όπως η Merkel κατέστησε σαφές αφότου ηη Ρωσία κατέλαβε ουκρανικά πλοία και τα πληρώματά τους, η Ρωσία κατηγορήθηκε ξεκάθαρα για αυτή την κλιμάκωση. Δεν υπάρχουν αν και μήπως. Ωστόσο αργά ή γρήγορα, η διάδοχός της θα πρέπει να αποφασίσει ποια είδους σχέση -βραχυπρόθεσμη ή μακροπρόθεσμη- θέλει το Βερολίνο με τη Ρωσία.
Και αργά ή γρήγορα, η Γερμανία θα πρέπει να διευκρινίσει πώς βλέπει τη μελλοντική κατεύθυνση της ΕΕ -και αυτό περιλαμβάνει την αντιμετώπιση δύσκολων ζητημάτων όπως η περαιτέρω διεύρυνση, η σταθερότητα της ευρωζώνης και το συνεχιζόμενο, μεγάλο ζήτημα της μετανάστευσης.
Και όπως είναι τώρα, η ΕΕ δεν είναι σε καλή κατάσταση. Με το Brexit, με τις μεγάλες διαδηλώσεις στη Γαλλία εναντίον των μεταρρυθμίσεων του προέδρου Emmanuel Macron, με την ιταλική κυβέρνηση να αμφισβητεί τους κανόνες της ΕΕ για τα δημοσιονομικά ελλείμματα, η διάδοχος της Merkel δεν θα έχει την πολυτέλεια να πιστέψει ότι η αντιμετώπιση των εγχώριων ζητημάτων δεν θα επηρεάσει την υπόλοιπη ΕΕ. Ο διαχωρισμός της εγχώριας πολιτικής από την εξωτερική πολιτική δεν αποτελεί επιλογή, ούτε για το Βερολίνο ούτε για άλλο κράτος-μέλος της ΕΕ.