Το καλοκαίρι του 2019 θα μείνει στη μνήμη μας ως μία από τις πιο περίπλοκες και δύσκολες περιόδους της ιταλικής πολιτικής τα τελευταία χρόνια. Μετά από 14 μήνες, η κυβέρνηση συνασπισμού του Κινήματος Πέντε Αστέρων και της Λέγκας, αντικαταστήθηκε από μία του Δημοκρατικού Κόμματος με το Κίνημα Πέντε Αστέρων, η οποία διατηρεί τον Giuseppe Conte ως πρωθυπουργό και έχει την στήριξη του κεντροαριστερού κόμματος Liberi e Uguali.
Ο σχηματισμός της νέας κυβέρνησης, έκτης τα τελευταία δέκα χρόνια, υπήρξε περίπλοκος, αν μη τι άλλο. Η ομάδα των υπουργών αποτελείται από δέκα μέλη του Κινήματος Πέντε Αστέρων, εννέα από το Δημοκρατικό Κόμμα, ένα από το Liberi e Uguali, και έναν δημόσιο υπάλληλο καριέρας -έναν ειδικό στη μετανάστευση, ο οποίος θα αντικαταστήσει τον ηγέτη της Λέγκας, Matteo salvini ως υπουργός Εσωτερικών.
Τα μέλη της νέας κυβέρνησης συνασπισμού έχουν χαρακτηρίσει την κυβέρνηση ως “θαραλλέα και φιλόδοξα”, ισχυριζόμενα ότι αυτή θα αποτελέσει μία κυβέρνηση “καμπής” της οποίας αντικειμενικός στόχος είναι να αλλάξει την Ιταλία. Ασφαλώς, είναι πολύ νωρίς να πούμε εάν η κυβέρνηση θα εκπληρώσει τις φιλοδοξίες της, αλλά έχει αναμφισβήτητα φέρει τα πάνω-κάτω στην ιταλική πολιτική -ξανά.
Η πιο σημαντική αλλαγή προέρχεται με τη μορφή της αποπομπής της Λέγκας από την εξουσία, με τον Salvini να κάθεται πλέον στη Γερουσία μόνο ως ηγέτης της Λέγκας. Η μεγάλη άνοδος που σημείωσε το κόμμα στις ευρωεκλογές του 2019 , φαίνεται τώρα να ανήκει σε διαφορετική εποχή, ιδιαίτερα από τη στιγμή που έχει αποκλειστεί από τις μεγάλες αποφάσεις της ΕΕ και έχει μόνο έναν σταθερό σύμμαχο στην Ευρώπη, τη Γαλλίδα Marine Le Pen. Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, David Sassoli, είναι μέλος του Δημοκρατικού Κόμματος -το οποίο βοήθησε τον Fabio Massimo Castaldo, ένα μέλος του Κινήματος Πέντε Αστέρων, να διατηρήσει τον ρόλο του ως έναν από τους αντιπροέδρους του κοινοβουλίου. Αντιθέτως, οι Ευρωβουλευτές της Λέγκας δεν κατόρθωσαν να λάβουν κάποιον σημαντικό κοινοβουλευτικό ρόλο. Το Κίνημα Πέντε Αστέρων υποστήριξε την επιτυχημένη προσπάθεια της Ursula von der Leyen να γίνει πρόεδρος της Κομισιόν -κάτι που του επέτρεψε να διαδραματίσει έναν ρόλο παρά τις χαμηλές επιδόσεις στις ευρωεκλογές- ενώ ο επόμενος Ιταλός Επίτροπος αναμένεται ευρέως να είναι ο πρώην πρωθυπουργός Paolo Gentiloni, άλλο ένα μέλος του Δημοκρατικού Κόμματος.
Την επόμενη εβδομάδα, το ιταλικό κοινοβούλιο θα έχει μια ψηφοφορία για ψήφο εμπιστοσύνης στον Conte, τόσο στη Βουλή των Αντιπροσώπων όσο και στη Γερουσία. Θα παρουσιάσει τα σχέδια της κυβέρνησης, που θα βασίζονται σε ένα πρόγραμμα 29 σημαντικών μεταρρυθμίσεων σε τομείς όπως η απασχόληση, η βιομηχανία και η παραγωγικότητα, η δημοσιονομική πολιτική, οι νέοι άνθρωποι, η κοινωνική ισότητα, η ασφάλεια εδάφους και υποδομών, η μείωση στον αριθμό των βουλευτών, το δικαστικό σώμα, η εκπαίδευση και η ψηφιοποίηση.
Η νέα κυβέρνηση φαίνεται να έχει λάβει υπόψη της τα σημάδια για την κλιματική αλλαγή που προήλθαν από την υπόλοιπη Ευρώπη στη διάρκεια των ευρωεκλογών. Σχεδιάζει να δημιουργήσει μια Πράσινη Νέα Συμφωνία που θα αλλάξει ριζικά την πολιτιστική νοοτροπία της Ιταλίας για το ζήτημα, εν μέρει περιλαμβάνοντας την προστασία του περιβάλλοντος και την βιοποικιλότητα, μεταξύ των συνταγματικών αρχών της χώρας. Όταν είχε ιδρυθεί, το Κίνημα Πέντε Αστέρων είχε ένα ξεκάθαρο focus για το περιβάλλον -κάτι που χάθηκε στο συνασπισμό του με την Λέγκα. Η στροφή του Κινήματος Πέντε Αστέρων πίσω σε αυτά τα θέματα, μπορεί να αποτελέσει μέρος μιας στρατηγικής για να κερδίσει ξανά τις πράσινες ψήφους.
Μια άλλη βασική πτυχή του προγράμματος της νέας κυβέρνησης, είναι ο στόχος της να εργαστεί για μια ισχυρή ευρωπαϊκή απάντηση στις προκλήσεις της μετανάστευσης και του ασύλου (και όχι μόνο τη μεταρρύθμιση του Κανονισμού του Δουβλίνου), εγκαταλείποντας την στρατηγική έκτακτης ανάγκης της προηγούμενης κυβέρνησης σε αυτά τα ζητήματα. Όπως έγραψαν προσφάτως οι συνάδελφοί μου στο ECFR, Jose Ignacio Torreblanca και Shoshana Fine, είναι καιρός να προλάβουμε τα μεταναστευτικά ζητήματα και να τα αντιμετωπίσουμε ως ένα διαρθρωτικό φαινόμενο που απαιτεί μακροπρόθεσμη στρατηγική.
Πολλές από τις προτεραιότητες εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης παραμένουν ασαφείς σε αυτό το επίπεδο. ωστόσο, δεδομένων των διδαγμάτων των τελευταίων 14 μηνών, είναι πιθανό να εστιάσει την ευρωπαϊκή και παγκόσμια στρατηγική του στον επαναπροσδιορισμό της Ιταλίας στην Ευρώπη μετά από μια περίοδο απομόνωσης, να δουλέψει ξανά την προσέγγιση της χώρας στην Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική, να βοηθήσει στην επίλυση κρίσεων στη Λιβύη, στη Συρία και στο Μαχρέμπ, και να διαβεβαιώσει την Ουάσιγκτον για τη δέσμευση της Ιταλίας στις ισχυρές διατλαντικές σχέσεις.
Υπάρχουν διάφορα μεγάλα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής τα οποία η κυβέρνηση θα πρέπει να αντιμετωπίσει -πολλά από τα οποία περιέπλεξε η προκάτοχός της, με μια ασαφή, πολωμένη προσέγγιση. Αυτά περιλαμβάνουν την θέση της Ιταλίας στην κινεζική οικονομική στρατηγική στην Ευρώπη, τις κυρώσεις στο Ιράν, τις σχέσεις με τη Ρωσία (ιδιαίτερα ύστερα και από το πρόσφατο σκάνδαλο αναφορικά με δεσμούς μεταξύ της Μόσχας και της Λέγκας), τον πολυμερισμό και την κρίση στη Βενεζουέλα.
Οι επόμενες έξι μήνες θα είναι κρίσιμοι για τη νέα κυβέρνηση, ίσως καθοριστικοί για την προσέγγιση της Ιταλίας στις διεθνείς σχέσεις για τα επόμενα χρόνια. Πολλά θα εξαρτηθούν από το πώς η κυβέρνηση θα εμπλακεί στον διάλογο και στην εποικοδομητική συνεργασία με τους ξένους ομολόγους της, καθώς επιχειρεί να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της Ιταλίας ως υπεύθυνος συνομιλητής και εταίρος.
Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ: https://www.ecfr.eu/article/commentary_a_new_era_in_rome_italy