Του Ferdinando Giugliano
Η Γερμανία εδώ και πολύ καιρό κατηγορείται ότι αποτελεί το κύριο εμπόδιο στον δρόμο για την ολοκλήρωση της νομισματικής ένωσης της Ευρώπης. Ωστόσο, μετά από μια εποικοδομητική πρόταση του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Olaf Scholz σχετικά με τη δημιουργία κάποιας μορφής κοινής εγγύησης καταθέσεων (τραπεζική ένωση), είναι δύσκολο πλέον να αντιμετωπίζει κανείς το Βερολίνο ως τον αρχηγό των “κακών” της Ευρωζώνης. Στην πραγματικότητα, η Ιταλία θα μπορούσε σύντομα να καταστεί μεγαλύτερο εμπόδιο από τη Γερμανία στον δρόμο προς ένα ισχυρότερο και ασφαλέστερο ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα.
Η Ιταλία ήταν παραδοσιακά ισχυρός υποστηρικτής του σχεδίου εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ιδρυτικό μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ιταλία κατέβαλε τεράστια προσπάθεια στα μέσα της δεκαετίας του ’90 προκειμένου να ενταχθεί στο ευρώ από την αρχή της ύπαρξής του. Πολιτικοί όλων των ρευμάτων και τάσεων στη χώρα έχουν υποστηρίξει σταθερά την ενδυνάμωση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, δηλαδή μια δημοσιονομική ένωση που θα οδηγούσε στη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού υπουργείου Οικονομικών και στην έκδοση “ευρωομολόγων”, δηλαδή κρατικού χρέους που θα εκδίδεται από κοινού από τα κράτη – μέλη της Ευρωζώνης.
Ωστόσο, οι Ιταλοί έγιναν πιο απρόθυμοι στη στήριξη των βημάτων προς μια στενότερη ένωση μετά την κρίση χρέους στην Ευρωζώνη και την επακόλουθη ύφεση, η οποία έπληξε πολύ σκληρά την Ιταλία. Διαδοχικές κυβερνήσεις και η κεντρική τράπεζα της Ιταλίας επέκριναν τμήματα των μεταρρυθμίσεων που έλαβαν χώρα την εποχή του απογείου της κρίσης προκειμένου να καταστήσουν το ενιαίο νόμισμα πιο ανθεκτικό – κυρίως τον μηχανισμό του bail-in, σύμφωνα με τον οποίο οι πιστωτές είναι υποχρεωμένοι να πληρώσουν ένα μερίδιο του κόστους πριν μια κυβέρνηση μπορέσει να εισφέρει κεφάλαια σε μια χρεοκοπημένη τράπεζα. Η Ρώμη έχει υποστηρίξει ότι στην πραγματικότητα με αυτά τα μέτρα αυξήθηκε η χρηματοοικονομική αστάθεια.
Ο εκλογικός θρίαμβος των ευρωσκεπτικιστικών δυνάμεων στις εκλογές του 2018, κυρίως της Λέγκα και του Κινήματος Πέντε Αστέρων, επιτάχυνε αυτή τη διαδικασία αμφισβήτησης. Μία “ανίερη” συμμαχία λαϊκιστών και ελίτ είναι τώρα όλο και πιο διστακτική στο να δεχτεί το είδος των συμβιβασμών που απαιτούνται για μεγαλύτερη οικονομική και χρηματοπιστωτική ολοκλήρωση.
Ας πάρουμε για παράδειγμα την πρόταση Scholz για την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης. Προκειμένου να υπάρξει η απαραίτητη κοινή εγγύηση καταθέσεων, ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας τόνισε ότι η ζώνη του ευρώ πρέπει να αντιμετωπίσει την υπερβολική συγκέντρωση κρατικών ομολόγων στους ισολογισμούς των τραπεζών, ένα ιδιαίτερα σημαντικό πρόβλημα για την Ιταλία. Ο Ιταλός υπουργός Οικονομικών Roberto Gualtieri απέρριψε αμέσως την ιδέα, λέγοντας ότι θα είχε “αρνητικό αντίκτυπο”, καθώς θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει το δημόσιο χρέος της Ιταλίας. Ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Ιταλίας, Ignazio Visco, εξέφρασε επίσης ανησυχία σχετικά με τους κινδύνους εισαγωγής απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας στην έκθεση των τραπεζών σε κρατικά χρεόγραφα. Ξαφνικά ο Scholz ακούγεται ασυλλόγιστα αισιόδοξος όταν λέει ότι είναι δυνατόν να φτάσουμε σε κατ’ αρχήν συμφωνία για την τραπεζική ένωση μέχρι το τέλος του 2019.
Επιπλέον, η νέα και απροσδόκητη “δυστροπία” της Ιταλίας μπορεί να υπονομεύσει συμφωνίες που θεωρούνταν ήδη ολοκληρωμένες. Τον περασμένο Ιούνιο, οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης συμφώνησαν να μεταρρυθμίσουν τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), το ταμείο διάσωσης της νομισματικής ένωσης. Οι αλλαγές θα επέτρεπαν στον ESM να λειτουργήσει ως στήριγμα στο Ταμείο Ενιαίας Διευκόλυνσης (SRF), αυξάνοντας την “δύναμη πυρός” του προκειμένου το τελευταίο να χειριστεί τις τράπεζες που βρίσκονται σε κίνδυνο. Θα έδιναν επίσης στον ESM μεγαλύτερες εξουσίες για την αξιολόγηση της βιωσιμότητας του χρέους μιας χώρας προτού εκείνη μπορέσει να λάβει οποιαδήποτε βοήθεια, ενώ θα διευκόλυναν επίσης την αναδιάρθρωση του κρατικού χρέους ενός κράτους-μέλους, εάν αυτό καθίστατο αναγκαίο.
Η ιταλική κυβέρνηση – και συγκεκριμένα το Κίνημα των Πέντε Αστέρων – εμφανίζεται τώρα ανήσυχη για κάποιες από αυτές τις αλλαγές, φοβούμενη ότι θα μπορούσαν να βλάψουν την Ιταλία. Τον σκεπτικισμό αυτόν μοιράζεται και η Λέγκα, που πλέον βρίσκεται στην αντιπολίτευση, καθώς και η ένωση τραπεζών της Ιταλίας, με κίνδυνο τον εκτροχιασμό της τελικής έγκρισης της συμφωνίας για τη μεταρρύθμιση του ESM στη Σύνοδο Κορυφής των ηγετών των κρατών – μελών της ΕΕ τον Δεκέμβριο. Μια τέτοια πιθανότητα θα έστελνε ένα τρομερά άσχημο μήνυμα, μειώνοντας περαιτέρω τις ελπίδες ότι μπορεί να επιτευχθεί οποιαδήποτε ουσιαστική μεταρρύθμιση της ΕΕ χωρίς αυτό να συμβαίνει υπό τη δαμόκλειο σπάθη μιας κρίσης.
Θα ήταν λάθος να επιρρίψουμε την ευθύνη για την καθυστέρηση της μεταρρύθμισης της Ευρωζώνης αποκλειστικά στη Ρώμη. Ένα μπλοκ κυρίως βορειοευρωπαϊκών χωρών, υπό την ηγεσία της Ολλανδίας, έχει ασκήσει βέτο σε πιο βαθιές και φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις προς εμβάθυνση της ενοποίησης. Και όσον αφορά την πρόταση του Scholz και της Γερμανίας, δεν υπάρχει κανένας λόγος οι τελευταίοι να επιμένουν σε επιπλέον προϋποθέσεις για την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης, δεδομένου ότι μια κοινή εγγύηση καταθέσεων θα καθιστούσε όλες τις τράπεζες πιο ασφαλείς, συμπεριλαμβανομένων των γερμανικών.
Η Ρώμη, ωστόσο, βρίσκεται σε πολύ ευάλωτη θέση για να τηρεί μια τόσο σκληρή και άκαμπτη στάση. Εάν οι επενδυτές έχαναν την εμπιστοσύνη τους στη σταθερότητα του ενιαίου νομίσματος, οι χώρες υψηλού χρέους όπως η Ιταλία θα βρίσκονταν ιδιαίτερα εκτεθειμένες. Μια ισχυρότερη νομισματική ένωση – συμπεριλαμβανόμενης μιας πλήρους τραπεζικής ένωσης και ίσως κάποιας μορφής δημοσιονομικής ένωσης – είναι η καλύτερη συνταγή για τη διατήρηση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας.
Φυσικά, η καλύτερη συνταγή για την ίδια την ιταλική κυβέρνηση θα ήταν να βάλει το δημόσιο χρέος της χώρας σε ένα βιώσιμο μονοπάτι συρρίκνωσης. Όμως, καθώς το ιταλικό χρέος συνεχίζει να αυξάνεται, η απόκλιση από άλλες χώρες της Ευρωζώνης – συμπεριλαμβανομένων της Γερμανίας και της Ολλανδίας – μεγαλώνει και δυσκολεύει περαιτέρω την κατάσταση. Οι διάφορες θέσεις σχετικά με τον τρόπο εμβάθυνσης της νομισματικής ένωσης κινδυνεύουν να γίνουν ακόμη πιο αποκλίνουσες και αλληλοαποκλειόμενες. Αυτό δεν θα αποτελούσε καλό σημάδι για το μέλλον του ευρώ.