Η πρώτη μέρα πήγε καλά για τη μεγαλύτερη IPO στον κόσμο. Όμως, ο κολοσσός του πετρελαίου πρέπει να δημιουργήσει διεθνή αξιοπιστία για τις μελλοντικές πωλήσεις μετοχών.
Η αρχική δημόσια προσφορά της Saudi Aramco έχει υποστεί πολλές απογοητεύσεις, αλλά τουλάχιστον έχει μετατρέψει τη μεγαλύτερη εταιρεία στον κόσμο σε εισηγμένη εταιρεία που υπόκειται σε αυστηρό έλεγχο. Ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται τις νέες ευθύνες της θα είναι καθοριστικής σημασίας για τη φιλοδοξία του Riyadh να πωλήσει περισσότερες μετοχές σε διεθνείς επενδυτές. Η λίστα των υποχρεώσεων είναι μεγάλη.
Μια Aramco περισσότερο ανοιχτή θα είναι σίγουρα καλύτερη, αλλά πολλά θα εξαρτηθούν από το αν θα περιλαμβάνει διαφάνεια (παρά το γεγονός ότι η Σαουδική Αραβία κατέχει σχεδόν όλο το απόθεμα). Η διαδικασία για την IPO προκάλεσε παγκόσμιες συζητήσεις για την πραγματική αξία της Aramco. Οι Σαουδάραβες διέκοψαν αυτές τις συζητήσεις αποσύροντας το μεγαλύτερο μέρος της διεθνούς προσφοράς, όταν δυσαρεστήθηκαν με τα όσα άκουγαν. Αυτό βέβαια δεν προμηνύει κάτι καλό.
Μόλις το 1,5% της εταιρείας πωλήθηκε πριν από το ντεμπούτο της αγοράς την Τετάρτη. Μια συμφωνία πώλησης ενός άλλου τμήματος σε ένα κρατικό επενδυτικό ταμείο μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή. Η επένδυση όμως απαγορεύει την πώληση μετοχών στις αγορές για ένα χρόνο. Ωστόσο, σύμφωνα με την εφημερίδα Wall Street Journal, η Aramco θα αναζητήσει σε κάποια σημείο διεθνείς διαπραγματεύσεις: ήδη εξετάζει την Κίνα ή την Ιαπωνία για το επόμενό της βήμα.
Η περίοδος αναμονής πριν την επιστροφή στους παγκόσμιους επενδυτές είναι εξίσου θετική. Ένα άλμα σε ποσοστό 10% στην τιμή της μετοχής την Τετάρτη απομάκρυνε την εταιρεία από την αξιολόγηση του 1,5 τρισεκατομμυρίου δολαρίων, όπου οι Σαουδάραβες αγοραστές ίσως θα ένιωθαν πιο άνετα. Η πραγματική αποκάλυψη των τιμών για τις μετοχές της Aramco θα πρέπει να περιμένει τουλάχιστον 6 μήνες. Μέχρι τότε, τα κίνητρα των εγχώριων μικροεπενδυτών να διατηρήσουν τις μετοχές τους θα έχουν εξαντληθεί, τα κεφάλαια δεικτών θα έχουν χτίσει σε μεγάλο βαθμό τις θέσεις τους και τα βραχυπρόθεσμα hedge funds πιθανώς θα έχουν εισπράξει – ειδικά αν η εταιρεία όντως φτάσει το όνειρο της αξιολόγησης των 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων.
Εν τω μεταξύ, θα αρχίσει να αναδύεται ο χαρακτήρας της Aramco ως δημόσια εταιρεία. Μπορεί είτε να παρέχει την ελάχιστη διαφάνεια που απαιτείται από τους κανόνες για την διαπραγμάτευση στο Tadawul, είτε να επιδιώξει να ταιριάξει με τα υψηλότερα διεθνή πρότυπα. Μπορεί να διεξάγει τηλεσυνεδρία με ελάχιστη διάρκεια μετάδοσης για κρίσιμες ερωτήσεις από τους αναλυτές και τους επενδυτές ή μπορεί να ασχοληθεί ανοιχτά και μακροσκελώς. Η σύντομη ενημέρωση της αγοράς που πραγματοποίησε νωρίτερα εντός του έτους δεν εμπνέει εμπιστοσύνη.
Υπάρχουν όμως κι άλλα εμπόδια: το θλιβερό ιστορικό της Σαουδικής Αραβίας όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι αμφιβολίες σχετικά με τον ρυθμό των μεταρρυθμίσεων, καθώς και η ιδιότητα της Aramco ως ο μεγαλύτερος και φθηνότερος παραγωγός υδρογονανθράκων στον κόσμο. Πράγματι, η Aramco φαίνεται ότι βλέπει τον ρόλο της ως η τελευταία πετρελαϊκή εταιρεία που μένει σταθερή καθώς η ζήτηση πετρελαίου μειώνεται.
Η παγκόσμια επενδυτική κοινότητα έχει λάβει υπόψη το επιχείρημα της Σαουδικής Αραβίας, αλλά αυτή τη στιγμή ενδιαφέρεται περισσότερο να ανακαλύψει τον τρόπο που οι πετρελαϊκές εταιρείες μπορούν να αναγνωρίσουν και να καλύψουν το πλήρες περιβαλλοντικό κόστος της παραγωγής υδρογονανθράκων μέχρι και την καύση τους από τον τελικό καταναλωτή. Η Aramco άραγε θα μπορούσε να συμμορφωθεί με αυτή την αξιολόγηση; Σίγουρα περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη εταιρεία, είναι σε θέση να βάλει σταθερούς και χρονομετρικούς στόχους για τη μείωση των εκπομπών ρύπων. Μέχρι στιγμής πάντως, δεν έχει συμβεί κάτι τέτοιο.
Ο κολοσσός της Σαουδικής Αραβίας έχασε την επιθυμητή αξιολόγηση και μια διεθνή βάση επενδυτών. Κατάφερε όμως να γίνει δημόσιος. Η πρόκληση πλέον είναι κατά πόσο αυτός και ο κυρίαρχος μέτοχος μπορούν να ασχοληθούν με τον έλεγχο και την κριτική που ακολουθεί το συγκεκριμένο επίτευγμα.
*Ο Chris Hughes είναι αρθρογράφος της - και καλύπτει θέματα συναλλαγών. Στο παρελθόν εργάστηκε για το Reuters Breakingviews, καθώς και για τη Financial Times και την εφημερίδα Independent.