Του Lionel Laurent
City του Λονδίνου και Brexit: Ο απερχόμενος διοικητής της κεντρικής τράπεζας του Ηνωμένου Βασιλείου (Bank of England) Mark Carney, δέχεται εδώ και πολύ καιρό τα πυρά πολιτικών που είχαν τοποθετηθεί υπέρ του Brexit, σχετικά με τις δυσοίωνες προβλέψεις του για την πορεία της βρετανικής οικονομίας εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της πιθανότητας εισόδου σε φάση ύφεσης. Η κατάσταση έχει φτάσει στο σημείο να μοιάζει ένα από τα βασικά καθήκοντα του διαδόχου του στην ηγεσία της BoE, Andrew Bailey, να σταματήσει να δημιουργεί τόση ενόχληση στην πολιτική τάξη.
Ωστόσο, τελευταία ο Carney φαίνεται να προχωρά σε μια μίνι αισιόδοξη στροφή, τουλάχιστον σχετικά με την δυνατότητα του City του Λονδίνου να διαπλεύσει τον “κάβο” του Brexit και να διατηρήσει τον ρόλο του ως ενός εκ των κορυφαίων σε παγκόσμια κλίμακα χρηματοοικονομικών κέντρων. Δεδομένου ότι η ΕΕ πετά στους Βρετανούς το γάντι για τους κανόνες και το ρυθμιστικό πλαίσιο που αναμένει από το Ηνωμένο Βασίλειο να ακολουθήσει ως αντάλλαγμα για την πρόσβαση στην προσοδοφόρα ενιαία αγορά του 27μελούς (από τις 31 Ιανουαρίου) μπλοκ, ο Carney δεν φαίνεται καθόλου ενθουσιώδης στην ιδέα το City να ακολουθήσει έναν τέτοιο δρόμο συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις των Βρυξελλών.
“Δεν είναι καθόλου επιθυμητό να ευθυγραμμίσουμε τις προσεγγίσεις μας, να δέσουμε τα χέρια μας και να αναθέσουμε σε άλλους την κανονιστική ρύθμιση και την αποτελεσματική εποπτεία του ηγετικού σε παγκόσμια κλίμακα και ιδιαίτερα σύνθετου χρηματοοικονομικού μας συστήματος”, δήλωσε στους Financial Times την περασμένη εβδομάδα.
Η ρητορική αυτοπεποίθησης για “απορρύθμιση”
Αυτή είναι μια άποψη που μοιράζεται ο Μπόρις Τζόνσον – ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου απέρριψε πρόσφατα την ιδέα της “ρυθμιστικής ευθυγράμμισης” ως βάση για την εταιρική σχέση ΕΕ – Βρετανίας μετά το Brexit – και επίσης μια άποψη που τα στελέχη του χρηματοοικονομικού κλάδου ανυπομονούσαν να διατυπωθεί για να την στηρίξουν με πάθος. Ο Nigel Wilson της Legal & General Group δήλωσε στην Telegraph ότι το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει να απομακρυνθεί “όσο το δυνατόν περισσότερο” από το κανονιστικό και ρυθμιστικό πλαίσιο της ΕΕ.
Ο Paul Feeney, διευθύνων σύμβουλος του Quilter, δήλωσε ότι οι μελλοντικοί κανόνες πρέπει να σχεδιαστούν έτσι ώστε να ενισχύουν τη θέση της Βρετανίας ως “ένα ανταγωνιστικό και ηγετικό παγκόσμιο επενδυτικό κέντρο”. Τα παραπάνω δείχνουν ένα City το οποίο θέλει και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο: πρόσβαση στις αγορές της ΕΕ, χωρίς το κόστος που φέρει το να παίζει κανείς με τους ρυθμιστικούς και κανονιστικούς όρους της Ένωσης.
Αυτές οι χαρούμενες “κραυγές” που μοιάζουν να αδημονούν για την έξοδο από την ΕΕ πρέπει φυσικά να αντιμετωπίζονται στις πραγματικές τους διαστάσεις. Το Brexit δεν αποτελεί κανενός είδους “νίκη” για το City, ούτε ποτέ σχεδιάστηκε με αυτό το κριτήριο. Το γεγονός ότι το Ηνωμένο Βασίλειο εγκαταλείπει την ενιαία αγορά και την τελωνειακή ένωση και ότι οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες δεν αποτελούν μέρος του διακανονισμού της εξόδου από την ΕΕ δείχνει πόσο λίγο βάρυναν τα συμφέροντα του χρηματοοικονομικού τομέα στη συζήτηση μετά το δημοψήφισμα του 2016.
Το Λονδίνο οφείλει μεγάλο μέρος της ανάπτυξής του τις τελευταίες δεκαετίες στην ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων και εργαζομένων που συνεπαγόταν η συμμετοχή της Βρετανίας στην ΕΕ. Εξάγει περίπου 60 δισεκατομμύρια λίρες (78 δισεκατομμύρια δολάρια) ετησίως σε οικονομικές και νομικές υπηρεσίες στο μπλοκ των “27” και εξακολουθεί να αποτελεί την μεγαλύτερη έδρα trading παραγώγων που αποτιμώνται σε ευρώ. Τα εμπόδια που θα τεθούν με την αποχώρηση του ΗΒ από την ΕΕ σίγουρα δεν πρόκειται να βοηθήσουν όλες τις παραπάνω δραστηριότητες.
Η γεμάτη αυτοπεποίθηση ρητορική έχει ως στόχο στην πραγματικότητα να αποκομίσει προτιμησιακή μεταχείριση σε σχέση με την τήρηση των κανόνων της ΕΕ για τη Βρετανία και όχι να αποδείξει ότι οι εταιρείες που εδρεύουν στο City μπορούν να τους καταργήσουν χωρίς καμία επίπτωση. Όλα περιστρέφονται γύρω από τις τεχνικές λεπτομέρειες της λεγόμενης “ισοδυναμίας” – ένα σήμα έγκρισης που χορηγείται σε χώρες τις οποίες η ΕΕ κρίνει αρκετά ευθυγραμμισμένες με το ρυθμιστικό της πλαίσιο ώστε να τους χορηγεί πρόσβαση στην αγορά της σε τομείς όπως οι επενδύσεις ή ο ασφαλιστικός κλάδος.
Αυτό που λένε οι Carney, Wilson και άλλοι παράγοντες της αγοράς είναι ότι το City είναι υπερβολικά σημαντικό και ισχυρό για να εξαναγκαστεί σε μια μονόδρομη ρύθμιση – απλώς υιοθετώντας τους κανόνες της ΕΕ – και ότι θα πρέπει να του δοθεί “ελεύθερος χώρος” για ορισμένες αποκλίσεις, πάντα στο πλαίσιο της ισοδυναμίας. Αυτό μπορεί να σημαίνει μικρές παραχωρήσεις στις κεφαλαιακές απαιτήσεις στο πλαίσιο του δείκτη φερεγγυότητας Solvency ΙΙ, στα εμπόδια όσον αφορά το trading στην βάση της MiFID II ή ακόμη και σε κανόνες που δεν είναι ευνοϊκοί για τους τραπεζίτες, όπως τα ανώτατα όρια στα μπόνους τους. Οι όροι ισοδυναμίας δεν είναι γραμμένοι σε πέτρα και αποτελούν και οι ίδιοι προϊόν αέναης διαπραγμάτευσης.
Υπάρχουν περιθώρια για συμβιβασμό;
Σε έναν ιδανικό κόσμο, μια συμβιβαστική συμφωνία για τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες θα ήταν απλή. Η ΕΕ γνωρίζει ότι δεν μπορεί να αντικαταστήσει το City μέσα σε μια νύχτα: το Λονδίνο είναι αυτή τη στιγμή η μεγαλύτερη κεφαλαιαγορά της και θα χρειαστούν χρόνια, αν όχι δεκαετίες, για να συγχωνευτούν σωστά σε ένα ενιαίο σώμα τα διάσπαρτα χρηματοοικονομικά κέντρα – hubs της ηπείρου.
Φαίνεται εξαιρετικά λογικό ότι η ευθυγράμμιση ΕΕ – ΗΒ πρέπει να είναι αμφίδρομη: το City πρέπει να αναγνωρίσει ότι είναι ο καλύτερος τρόπος προκειμένου να εξασφαλιστεί η άμεση πρόσβαση στην αγορά της ΕΕ, ενώ οι Βρυξέλλες πρέπει να καταλάβουν ότι μακροπρόθεσμα ένα κομμάτι “λήψης κανόνων” από το Λονδίνο θα μπορούσε πραγματικά να βοηθήσει τις δικές τους φιλοδοξίες να οικοδομήσουν ένα πανηπειρωτικό χρηματοοικονομικό σύστημα σε ολόκληρη την ήπειρο προκειμένου να αντιρροπίσουν την απώλεια της Βρετανίας.
Τα παραπάνω, ωστόσο, απαιτούν εμπιστοσύνη και καλή θέληση και από τις δύο πλευρές. Και στα αφτιά της ΕΕ, η σημερινή στάση του City ακούγεται αρκετά σαν μια προσπάθεια να εξασφαλίσει ελεύθερη πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά, καθορίζοντας παράλληλα και τους κανόνες. Μία από τις αγαπημένες απειλές των υποστηρικτών του Brexit ήταν ότι η απορρύθμιση θα θωράκιζε το Ηνωμένο Βασίλειο από οποιοδήποτε σημαντικό οικονομικό πλήγμα θα έφερνε η έξοδος από την ΕΕ. Επομένως, οι Βρυξέλλες έχουν έντονη ευαισθησία σε οποιαδήποτε ένδειξη ότι η Βρετανία ενδιαφέρεται περισσότερο να ανταγωνιστεί την ΕΕ (μέσω αθέμιτου ανταγωνισμού στο επίπεδο του ρυθμιστικού πλαισίου) παρά να συνεργαστεί μαζί της.
Οι συνομιλίες σχετικά με το εμπόριο, αν και τεχνικά ξεχωριστές από εκείνες για τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, αναμφισβήτητα θα περιλαμβάνουν το δύσκολο και εγγενώς συγκρουσιακό κομμάτι που αφορά την αλιεία και τη γεωργία, που θα μπορούσε να βλάψει το κλίμα και από τις δύο πλευρές. Η ΕΕ είναι επίσης πρόθυμη να συνεχίσει να ασκεί πιέσεις στις επιχειρήσεις με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο προκειμένου να μεταφέρουν περισσότερες δραστηριότητες στην ήπειρο, όπως επανέλαβε ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Luis de Guindos, την περασμένη εβδομάδα. Ακόμη και η Legal & General βρίσκεται μεταξύ των εταιρειών που επεκτείνουν την παρουσία τους στην Ευρωζώνη προκειμένου να συνεχίσουν απρόσκοπτα τη δραστηριότητά τους.
Λαμβάνοντας υπόψη πόσο εύκολα θα μπορούσαν να εκτροχιαστούν οι επερχόμενες συνομιλίες, είναι πολύ νωρίς για πανηγυρισμούς – και αυτό αφορά πριν απ’ όλους το City.