Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, το δημοσιονομικό έλλειμμα της ευρωζώνης θα φτάσει φέτος τουλάχιστον στο 7% του ΑΕΠ, ενώ το δημόσιο χρέος θα σημειώσει πτώση κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες. Οι προσομοιώσεις της τροχιάς του χρέους για τα επόμενα χρόνια δείχνουν ότι οι περισσότερες χώρες θα σημειώσουν άλμα προτού σταθεροποιηθούν σε υψηλότερο επίπεδο. Μέχρι το 2024 τα πράγματα θα έχουν ως εξής: στην ευρωζώνη το χρέος θα φτάσει περίπου στο 98% του ΑΕΠ, 115% στη Γαλλία και 109% στην Ισπανία. Στη Γερμανία θα μειωθεί στο 67%, ενώ στην Ιταλία θα αυξηθεί στο 155%.
Η Ευρώπη έχει μικρά περιθώρια για να αυξήσει το ΑΕΠ ή να αναστρέψει σύντομα τη φετινή δημοσιονομική χαλάρωση. Η ΕΚΤ θα πρέπει να διατηρήσει τα αρνητικά επιτόκια και να συνεχίσει τις αγορές περιουσιακών στοιχείων για περισσότερο χρόνο.
Φυσικά, τα μέτρα κατά του Covid-19 θα αυξήσουν σε σημαντικό βαθμό το δημόσιο χρέος μέσα στο 2020. Μόλις περιοριστεί η εξάπλωση του ιού και μειωθούν οι περιορισμοί μετακινήσεων, οι κυβερνήσεις αναμένεται να περάσουν στην επόμενη φάση δημοσιονομικών μέτρων, να τονώσουν τη συνολική ζήτηση και να επιταχύνουν την ανάκαμψη.
Ωστόσο, υπάρχουν 2 επιπλέον κίνδυνοι που θα μπορούσαν να επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο το δημόσιο χρέος.
Πρώτον, τα ευρεία συστήματα εγγύησης του χρέους που εφάρμοσαν ορισμένες κυβερνήσεις (Γερμανία, Γαλλία, Ισπανία), τα οποία θα μπορούσαν να αυξήσουν τις εισφορές του πρωτογενούς ισοζυγίου. Δεύτερον, οι πιθανές προσπάθειες διάσωσης του ιδιωτικού τομέα, οι οποίες πλέον φαίνονται ελπιδοφόρες για ορισμένους τομείς, όπως η αεροπλοΐα.
Όσον αφορά τους πιθανούς τρόπους με τους οποίους η Ευρώπη μπορεί να αντιμετωπίσει ένα πολύ αυξημένο δημόσιο χρέος, επικεντρωνόμαστε κυρίως στις παρακάτω 3 μεταβλητές: την ανάπτυξη, τα επιτόκια και το πρωτογενές ισοζύγιο.
Ανάπτυξη: Πολλά θα εξαρτηθούν από τη δύναμη της αύξησης του ΑΕΠ αλλά και των μισθών, τα οποίοι είναι καθοριστικοί παράγοντες για τον πυρήνα του πληθωρισμού. Πάντως, όσο επιθυμητή κι αν είναι η ισχυρότερη ανάπτυξη για την αντιμετώπιση του αυξημένου χρέους, οι πιθανότητες να έχει αποτελέσματα αυτό από μόνο του είναι ελάχιστες.
Πρωτογενές ισοζύγιο: Είναι σίγουρο ότι οι χώρες της ΕΕ θα προσπαθήσουν να επιστρέψουν γρήγορα το έλλειμμά τους σε επίπεδα προ κορωνοϊού, όμως υπάρχουν όρια όσον αφορά τη γρήγορη αναστροφή της δημοσιονομικής θέσης της ευρωζώνης αφού παρέλθει η οξεία φάση της κρίσης.
Επιτόκια: Η ευρωζώνη εξακολουθεί να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα πολύ χαμηλά επιτόκια, τα οποία πρέπει να παραμείνουν πολύ χαμηλά στο άμεσο μέλλον προκειμένου το δημόσιο χρέος να παραμείνει διαχειρίσιμο.
Στις 25 Μαρτίου, 9 αρχηγοί κρατών της ΕΕ ζήτησαν τη δημιουργία «ενός κοινού χρεωστικού μέσου που θα εκδίδεται από ένα ευρωπαϊκό θεσμικό όργανο». Παρ’ όλο που οι ηγέτες δεν ήταν απολύτως σαφείς σχετικά με τον βαθμό αμοιβαιότητας των κινδύνων, θεωρούμε ότι το αίτημά τους για «οικονομική αλληλεγγύη» σημαίνει πλήρη αμοιβαία κάλυψη των κεφαλαίων. Όπως φαίνεται, οι κυβερνήσεις της Γερμανίας, της Ολλανδίας, της Αυστρίας και της Φινλανδίας εξακολουθούν να αντιτίθενται στο όλο θέμα ακόμη και στο πλαίσιο της κρίσης από τον κορωνοϊό.
Πότε και υπό ποιές προϋποθέσεις πρέπει να αναδιαρθρωθεί το κρατικό χρέος; Η ευρωζώνη δεν διαθέτει σαφείς θεσμικές ρυθμίσεις για να πραγματοποιήσει κάτι τέτοιο.
Πολλοί παρατηρητές πιστεύουν ότι η «δήλωση της Deauville» από τη Γερμανίδα καγκελάριο Angela Merkel και τον Γάλλο πρόεδρο Nicolas Sarkozy στις 18 Οκτωβρίου 2010 όπου ζητούσαν την «επαρκή συμμετοχή ιδιωτών πιστωτών» επιδείνωσε την κρίση της ευρωζώνης. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι πολύ επικίνδυνο και δυνητικά αποσταθεροποιητικό να ξεκινήσει τώρα μια νέα συζήτηση για την αναδιάρθρωση του χρέους.
Συμπερασματικά, είναι απίθανο η ευρωζώνη να αναλάβει αυτό το ρίσκο. Άλλωστε δεν υπάρχει ποτέ κατάλληλη στιγμή για κάτι τέτοιο – ούτε κατά τη διάρκεια μιας κρίσης αλλά ούτε και μετά.