
Από τότε που ο άνθρωπος κατέβηκε απ’ τα δέντρα, αντιμετωπίζει το πρόβλημα της επιβίωσης, όχι ως μεμονωμένο άτομο αλλά ως μέλος κάποιας κοινωνικής ομάδας. Το ότι εξακολουθεί να υπάρχει πάνω στον πλανήτη αποδεικνύει ότι κατάφερε να λύσει αυτό το πρόβλημα.
Ταυτόχρονα, όμως, το ότι εξακολουθούν να υπάρχουν ελλείψεις και φτώχεια, ακόμα και στα πλουσιότερα κράτη, αποδεικνύει ότι αυτή η λύση είναι, στην καλύτερη περίπτωση, ατελής. Δεν θα έπρεπε, όμως, να κρίνουμε τον άνθρωπο πολύ αυστηρά επειδή δεν κατόρθωσε να δημιουργήσει τον επίγειο παράδεισο. Είναι δύσκολο να εξασφαλίσεις τα προς το ζην πάνω σ’ αυτό τον πλανήτη.
Χρειάζεται κανείς μεγάλη φαντασία για να καταλάβει τις αέναες προσπάθειες που καταβλήθηκαν για την πρώτη εξημέρωση των ζώων, την ανακάλυψη της σποράς, την πρώτη απόσπαση των μετάλλων απ’ την επιφάνεια της γης. Το γεγονός ότι ο άνθρωπος πέτυχε τη διαιώνιση του είδους του οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στο ότι είναι ένα κοινωνικά συνεργάσιμο ον.
Όμως, το γεγονός ότι έπρεπε να εξαρτάται απ’ το συνάνθρωπό του έκανε το πρόβλημα της επιβίωσης εξαιρετικά δύσκολο. Ο άνθρωπος δεν είναι μυρμήγκι, το οποίο έχει την τύχη να είναι εφοδιασμένο μ’ ένα έμφυτο πρότυπο κοινωνικών ενστίκτων. Αντίθετα, ο άνθρωπος φαίνεται να είναι εφοδιασμένος με μια εγωκεντρική φύση.
Η σχετικά αδύναμη διάπλαση του μπορεί να τον αναγκάζει να επιδιώκει τη συνεργασία, αλλά οι εσωτερικές ορμές του απειλούν διαρκώς να διαταράξουν τις κοινωνικές συνεργασίες του. Στις πρωτόγονες κοινωνίες, η αντιπαράθεση ανάμεσα στον εγωκεντρισμό και τη συνεργασία επιλύεται απ’ το περιβάλλον.
Όταν το φάσμα του λιμού απειλεί μια κοινότητα ‐ όπως τους Εσκιμώους‐ η αδήριτη ανάγκη να εξασφαλίσει την επιβίωσή της ωθεί μια κοινωνία στη συνεργατική διεκπεραίωση των καθημερινών εργασιών. Κάτω από λιγότερο πιεστικές συνθήκες, όπως μας λένε οι ανθρωπολόγοι, άνδρες και γυναίκες εκτελούν τα συνηθισμένα καθήκοντά τους υπό την ισχυρή καθοδήγηση των καθολικά αποδεκτών κανόνων της συγγένειας και της αμοιβαιότητας: στο εξαίσιο βιβλίο της για τους αφρικανούς Βουσμάνους, η Elizabeth Marshall Thomas περιγράφει πώς μοιράζεται ένας αίγαγρος ανάμεσα στους συγγενείς και στους συγγενείς των συγγενών, μέχρι που στο τέλος «κανένας δεν τρώει περισσότερο από κανέναν άλλο».
Όμως, σε μια προηγμένη κοινωνία, δεν υφίσταται πλέον ούτε η αισθητή πίεση του περιβάλλοντος ούτε αυτός ο ιστός των κοινωνικών υποχρεώσεων. Όταν άνδρες και γυναίκες παύουν να εργάζονται δίπλα δίπλα σε εργασίες άμεσα συνδεδεμένες με την επιβίωση ‐όταν στην πραγματικότητα τα δύο τρίτα του πληθυσμού δεν έχουν επαφή με τη γη, δεν κατεβαίνουν σε ορυχεία, δεν χτίζουν με τα χέρια τους, ή καλά καλά δεν μπαίνουν σε κάποιο εργοστάσιο‐ ή όταν έχουν εκλείψει οι απαιτήσεις των συγγενικών δεσμών, η διαιώνιση του ανθρώπινου ζώου μετατρέπεται σε αξιοσημείωτο κοινωνικό άθλο.
Τόσο αξιοσημείωτο ώστε, στην πραγματικότητα, η ύπαρξη της κοινωνίας να κρέμεται από μια κλωστή. Μια σύγχρονη κοινότητα βρίσκεται στο έλεος χιλιάδων κινδύνων: αν οι αγρότες της δεν έχουν αρκετά μεγάλες σοδειές, αν οι σιδηροδρομικοί αποφασίσουν να γίνουν βιβλιοπώλες ή οι βιβλιοπώλες να γίνουν σιδηροδρομικοί, αν υπάρχουν ελάχιστοι ανθρακωρύχοι, ελάχιστοι εργάτες χάλυβα ή ελάχιστοι υποψήφιοι μηχανικοί ‐με μια λέξη αν δεν καλυφθεί οποιαδήποτε απ’ τις χιλιάδες αλληλένδετες ανάγκες‐ ο βιομηχανικός τομέας θα αποδιοργανωθεί σε απελπιστικό βαθμό.
Κάθε μέρα η κοινότητα αντιμετωπίζει τον κίνδυνο της κατάρρευσης ‐ όχι από δυνάμεις της φύσης αλλά από τις απλές απρόβλεπτες εκδηλώσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Μέσα στους αιώνες, ο άνθρωπος βρήκε τρεις μόνο τρόπους αποτροπής αυτής της συμφοράς. Εξασφάλισε τη συνέχεια οργανώνοντας την κοινωνία του γύρω απ’ την παράδοση, κληροδοτώντας από γενιά σε γενιά τα διάφορα απαραίτητα καθήκοντα σύμφωνα με τα ήθη και τα έθιμα: ο γιος κάνει τη δουλειά του πατέρα κι έτσι διατηρείται η παράδοση.
Στην αρχαία Αίγυπτο, λέει ο Adam Smith, «κάθε άνδρας ήταν υποχρεωμένος από κάποιον θρησκευτικό κανόνα να ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του και, αν άλλαζε επάγγελμα, θεωρούνταν ότι είχε διαπράξει την πιο φοβερή ιεροσυλία». Ομοίως, στην Ινδία, μέχρι πρόσφατα, τα επαγγέλματα καθορίζονταν παραδοσιακά από την κάστα. Για την ακρίβεια, στο μεγαλύτερο μέρος του μη εκβιομηχανισμένου κόσμου ο καθένας γεννιέται ακόμη με το επάγγελμα του.
Εναλλακτικά, η κοινωνία μπορεί να λύσει το πρόβλημα της επιβίωσης με διαφορετικό τρόπο. Μπορεί να χρησιμοποιήσει το κνούτο της απολυταρχικής εξουσίας για να επιβάλλει την εκτέλεση των απαραίτητων εργασιών. Οι πυραμίδες της αρχαίας Αιγύπτου δεν χτίστηκαν επειδή κάποιου δραστήριου εργολάβου τού σφηνώθηκε η ιδέα να τις χτίσει, ούτε τα πενταετή πλάνα της Σοβιετικής Ένωσης εφαρμόζονταν επειδή έτυχε να συμφωνούν με πατροπαράδοτα έθιμα ή προσωπικά συμφέροντα. Και η Ρωσία και η Αίγυπτος ήταν αυταρχικές κοινωνίες, κοινωνίες της Διαταγής.

Αν βάλουμε στην άκρη την πολιτική, εξασφάλισαν την οικονομική τους επιβίωση με τα διατάγματα της μίας και μοναδικής αρχής και με τις κυρώσεις που αυτή η ανώτατη αρχή θεωρούσε ότι έπρεπε να επιβάλλει. Επί αιώνες ο άνθρωπος αντιμετώπιζε το πρόβλημα της επιβίωσης σύμφωνα με κάποια απ’ αυτές τις λύσεις. Και για όσον καιρό αυτό το πρόβλημα αντιμετωπιζόταν είτε με την παράδοση είτε με τη διαταγή, δεν δόθηκε η αφορμή να δημιουργηθεί ο ειδικός τομέας έρευνας που ονομάζεται «οικονομική επιστήμη».
Παρ’ όλο που οι κοινωνίες της ιστορίας επέδειξαν εκπληκτική οικονομική πολυμορφία, παρ’ όλο που ανέδειξαν βασιλείς και κομισάριους, χρησιμοποίησαν παστό μπακαλιάρο και ασήκωτες πέτρες για χρήμα, και διένειμαν τα αγαθά τους σύμφωνα με τα πιο απλά κομουνιστικά μοντέλα ή με τον πιο πολυσύνθετο τελετουργικό τρόπο, εφόσον κυβερνιόνταν από την παράδοση ή τη διαταγή δεν χρειάζονταν οικονομολόγους να τις εξηγήσουν.
Θεολόγους, πολιτειολόγους, πολιτικούς, φιλόσοφους, ιστορικούς, αυτούς ναι ‐ αλλά, όσο παράξενο κι αν φαίνεται, όχι οικονομολόγους. Οι οικονομολόγοι έπρεπε να περιμένουν να ανακαλυφθεί η τρίτη λύση του προβλήματος της επιβίωσης. Έπρεπε να περιμένουν να προκύψει μια εκπληκτική διευθέτηση με την οποία η κοινωνία εξασφάλιζε τη συνέχειά της επιτρέποντας σε κάθε μέλος της να κάνει ό,τι αυτό θεωρούσε σωστό ‐ υπό την προϋπόθεση ότι ακολουθούσε έναν κεντρικό κατευθυντήριο κανόνα.
Αυτή η διευθέτηση ονομάστηκε «σύστημα της αγοράς», και ο κανόνας ήταν απατηλά απλός: ο καθένας έπρεπε να κάνει αυτό που υπαγόρευε το οικονομικό του συμφέρον. Στο σύστημα της αγοράς, αυτό που οδηγούσε τη μεγάλη πλειονότητα στην εκτέλεση των καθηκόντων της δεν ήταν η δύναμη της παράδοσης ή το κνούτο της εξουσίας αλλά το δέλεαρ του κέρδους. Και όμως, παρ’ όλο που ο καθένας χωριστά ήταν ελεύθερος να πάει όπου τον οδηγούσε το κτητικό του ένστικτο, η επίδραση του ενός ατόμου πάνω στο άλλο είχε ως αποτέλεσμα να εκτελούνται οι απαραίτητες για την κοινωνία εργασίες.
Αυτή η παράδοξη, επιτήδεια και δύσκολη λύση στο πρόβλημα της επιβίωσης ήταν που δημιούργησε τους οικονομολόγους. Διότι, σε αντιδιαστολή με την απλότητα που είχαν η παράδοση και η διαταγή, δεν ήταν καθόλου προφανές ότι η κοινωνία θα μπορούσε να αντέξει τώρα που ο κάθε άνθρωπος θα επιδίωκε το προσωπικό του όφελος. Δεν ήταν καθόλου ξεκάθαρο ότι όλες οι εργασίες της κοινωνίας ‐από τις πιο άχαρες ως τις πιο εξευγενισμένες‐ θα διεκπεραιώνονταν χωρίς να κυβερνιέται πια ο κόσμος απ’ την παράδοση ή τη διαταγή.
Τώρα που η κοινωνία δεν υπάκουε στις εντολές κάποιου ηγεμόνα, ποιος μπορούσε να προβλέψει πού θα κατέληγε το πράγμα; Οι οικονομολόγοι, λοιπόν, ανέλαβαν να δώσουν την απάντηση σ’ αυτό το αίνιγμα. Βέβαια, μέχρι να γίνει αποδεκτή η ιδέα του συστήματος της αγοράς, δεν υπήρχε κανένα αίνιγμα προς επίλυση. Και μέχρι πρόσφατα, μέχρι πριν από λίγους αιώνες, οι άνθρωποι δεν ήταν καθόλου σίγουροι ότι το σύστημα της αγοράς μπορούσε να αντιμετωπιστεί χωρίς καχυποψία, αποστροφή ή επιφύλαξη. Η ανθρωπότητα πορεύτηκε επί αιώνες βολεμένη στη ρουτίνα της παράδοσης και της διαταγής. Χρειάστηκε μια επανάσταση για να εγκαταλείψει αυτή την ασφάλεια προς χάριν των αβέβαιων και περίπλοκων λειτουργιών του συστήματος της αγοράς.
Ήταν η πιο σημαντική επανάσταση που έγινε ποτέ, από την άποψη της διαμόρφωσης της σύγχρονης κοινωνίας ‐ μια επανάσταση κατ’ ουσίαν πολύ πιο ανατρεπτική από τη Γαλλική, την Αμερικανική ή ακόμα και τη Ρωσική. Για να εκτιμήσουμε τις διαστάσεις της, για να αντιληφθούμε το ταρακούνημα που προκάλεσε στην κοινωνία, πρέπει να μεταφερθούμε σ’ εκείνο τον αρχικό, εν πολλοίς λησμονημένο, κόσμο από τον οποίο αναδύθηκε η κοινωνία μας. Μόνο τότε θα καταλάβουμε γιατί οι οικονομολόγοι άργησαν τόσο πολύ να εμφανιστούν.