Επρόκειτο για το βιβλίο Ο πλούτος των εθνών (The Wealth of Nations), το οποίο όμως χρειάστηκε δώδεκα χρόνια για να το ολοκληρώσει. Στο Παρίσι τα πράγματα πήγαν καλύτερα. Ήδη τα πάντα φρικτά γαλλικά του Smith τού έφταναν για να συζητάει διεξοδικά με τον πιο σημαντικό οικονομικό στοχαστή της Γαλλίας, τον Φραγκίσκο Quesnay, γιατρό στην αυλή του Λουδοβίκου ΙΕ’ και προσωπικό θεράποντα γιατρό της μαντάμ Πομπαντούρ.
Ο Quesnay είχε ιδρύσει μια σχολή οικονομικών γνωστή ως «Φυσιοκρατία» και είχε επινοήσει ένα διάγραμμα της οικονομίας που ονόμαζε «Οικονομικό πίνακα» (tableau economique). Ο Πίνακας ήταν γνήσια σύλληψη ενός γιατρού: σε αντίθεση με τις κρατούσες αντιλήψεις της εποχής, οι οποίες ακόμα υποστήριζαν ότι πλούτος ήταν αποκλειστικά και μόνο ο συμπαγής χρυσός και το συμπαγές ασήμι, ο Quesnay επέμενε ότι ο πλούτος προερχόταν από την παραγωγή και κυκλοφορούσε μέσα στο έθνος, από χέρι σε χέρι, ανατροφοδοτώντας το κοινωνικό σύνολο όπως η κυκλοφορία του αίματος.
Ο Πίνακας προκάλεσε τεράστια εντύπωση: ο Μιραμπό ο πρεσβύτερος τον θεώρησε εφεύρεση ισάξια με τη γραφή και το χρήμα. Αλλά το πρόβλημα με τη Φυσιοκρατία ήταν ότι επέμενε ότι μόνο ο αγροτικός εργάτης παρήγαγε αληθινό πλούτο επειδή η Φύση μοχθούσε στο πλευρό του, ενώ ο βιομηχανικός εργάτης απλώς άλλαζε τη μορφή της με έναν «στείρο» τρόπο. Έτσι το σύστημα του Quesnay είχε περιορισμένη εφαρμογή στην πράξη. Είναι αλήθεια ότι ευαγγελιζόταν μια πολιτική laissez‐faire ‐ μια ριζοσπαστική παρέκκλιση για την εποχή του. Αλλά υποστηρίζοντας ότι το μόνο που έκανε ο βιομηχανικός τομέας ήταν μια στείρα επεξεργασία, αδυνατούσε να αντιληφθεί ότι ο ανθρώπινος μόχθος μπορεί να παράγει πλούτο όπου κι αν εργάζεται, και όχι μόνο στη γη.
Το ότι αντιλήφθηκε ότι η εργασία, και όχι η φύση, αποτελούσε την πηγή της «αξίας», ήταν μια από τις μεγαλύτερες διανοητικές επιτυχίες του Smith. Σ’ αυτό ίσως βοήθησε το ότι μεγάλωσε σε μια χώρα που έσφυζε από εμπορική δραστηριότητα, αντίθετα με το άκρως αγροτικό σκηνικό της Γαλλίας. Όποιος κι αν ήταν ο λόγος, ο Smith δεν μπορούσε να δεχτεί την αγροτική μεροληψία του Φυσιοκρατικού δόγματος (στο οποίο πίστευαν φανατικά οι οπαδοί του Quesnay, όπως ο Μιραμπό44).
Ο Smith έτρεφε ένα βαθύ θαυμασμό για τον Γάλλο γιατρό ‐αν δεν είχε πεθάνει στο μεταξύ ο Quesnay, θα του είχε αφιερώσει τον Πλούτο των εθνών‐ αλλά η Φυσιοκρατία ήταν θεμελιωδώς ασύμβατη με το σκοτσέζικο όραμα του Smith. Το 1766 η περιήγηση σταμάτησε απότομα. Ο μικρότερος αδελφός του δούκα, ο οποίος είχε πάει να τους συναντήσει, παρουσίασε πυρετό και, παρά τις απεγνωσμένες φροντίδες του Smith (ο οποίος φώναξε ακόμα και τον Quesnay), πέθανε μέσα σε παραλήρημα. Ο μαθητής του επέστρεψε στα κτήματά του στο Νταλκίθ και ο Smith πήγε πρώτα στο London και μετά στο Kirkcaldy.
Παρά τις εκκλήσεις του Χιουμ, έζησε εκεί το μεγαλύτερο μέρος από τα επόμενα δέκα χρόνια δίνοντας σάρκα και οστά στη μεγάλη πραγματεία του. Το μεγαλύτερο κομμάτι της το υπαγόρευσε ακουμπώντας την πλάτη του στο τζάκι και τρίβοντας νευρικά το κεφάλι του πάνω στον τοίχο, μέχρι που δημιουργήθηκε ένας σκούρος λεκές πάνω στην ξύλινη επένδυση. Καμιά φορά πήγαινε να επισκεφτεί τον πρώην μαθητή του στα κτήματά του στο Νταλκίθ, και πού και πού πήγαινε στο London, όπου συζητούσε τις ιδέες του με τους λόγιους της εποχής.
Ένας απ’ αυτούς ήταν ο Δρ Σάμιουελ Τζόνσον, στου οποίου την εκλεκτή ομήγυρη ανήκε ο Smith, παρ’ όλο που με τον σεβαστό λεξικογράφο δεν είχαν γνωριστεί κάτω από ιδανικές συνθήκες. Ο Sir Walter Scott μάς λέει ότι ο Johnson, μόλις πρωτοείδε τον Smith, του επιτέθηκε για κάποια δήλωση που είχε κάνει.
Ο Smith υπερασπίστηκε την αλήθεια των λόγων του. «Και τι είπε ο Τζόνσον;» ήταν η απορία όλων. «Είπε», απαντούσε ο Smith με εμφανή δυσαρέσκεια, «είπε, “Ψεύδεσθε!”» «Κι εσύ τι απάντησες;» «Του είπα, “Είσαι παλιοτόμαρο!”» Με τέτοιο τρόπο, λέει ο Scott, συναντήθηκαν οι δύο μεγάλοι ηθικολόγοι και αυτή ήταν η κλασική στιχομυθία μεταξύ δύο μεγάλων δασκάλων της φιλοσοφίας.
Ο Smith γνώρισε επίσης έναν γοητευτικό και έξυπνο Αμερικανό που τον έλεγαν Βενιαμίν Φραγκλίνο, ο οποίος του μετέφερε πληροφορίες ανεκτίμητης αξίας για τις αμερικανικές αποικίες και μια βαθιά εκτίμηση του ρόλου που θα μπορούσαν να παίξουν μια μέρα. Δεν χωρά αμφιβολία ότι στην επίδραση του Φραγκλίνου οφείλεται αυτό που έγραψε ο Smith για τις αποικίες, ότι αποτελούσαν έθνος «το οποίο, πράγματι, φαίνεται πολύ πιθανό ότι θα γίνει από τα μεγαλύτερα και ισχυρότερα που γνώρισε ποτέ ο κόσμος».
Το 1776 εκδόθηκε ο Πλούτος των εθνών. Δυο χρόνια αργότερα ο Smith διορίστηκε Διευθυντής των Τελωνείων του Εδιμβούργου, που ήταν μια αργομισθία της τάξης των εξακοσίων λιρών το χρόνο. Με τη μητέρα του, που έζησε μέχρι τα ενενήντα της, ο Smith πέρασε την εργένικη ζωή του εν ειρήνη. Γαλήνιος, ευχαριστημένος, και σίγουρα αφηρημένος μέχρι το τέλος. Και το βιβλίο; Αποκλήθηκε «το απαύγασμα όχι μόνο ενός μεγάλου μυαλού αλλά και μιας ολόκληρης εποχής»46. Κι όμως δεν είναι, με την αυστηρή έννοια του όρου, ένα «πρωτότυπο» βιβλίο.
Σειρά ολόκληρη διανοητών πριν από τον Smith είχαν φτάσει κοντά στην αντίληψή του για τον κόσμο: ο Λοκ, ο Σκοτσέζος οικονομολόγος Stuart, ο Μάντεβιλ, ο Άγγλος οικονομολόγος Sir William Πέττυ, ο Ιρλανδός Κάντιλον. ο Γάλλος Τυργκό, και βέβαια ο Quesnay και ο Χιουμ. Ο Smith πήρε απ’ όλους αυτούς: αναφέρονται ονομαστικά πάνω από εκατό συγγραφείς στην πραγματεία του. Αλλά εκεί που άλλοι ψάρευαν εδώ κι εκεί, ο Smith έριξε τα δίχτυα του σε μεγάλη έκταση. Εκεί που οι άλλοι διαλεύκαναν το άλφα ή το βήτα σημείο, ο Smith φώτισε ολόκληρο το τοπίο.
Ο Πλούτος των εθνών δεν είναι ένα εντελώς πρωτότυπο βιβλίο, αλλά αναμφισβήτητα είναι ένα αριστούργημα. Πρώτα απ’ όλα, είναι ένα τεράστιο πανόραμα. Αρχίζει με μια πασίγνωστη περικοπή όπου περιγράφει τη λεπτομερή εξειδίκευση των εργασιών στη βιομηχανία καρφιτσών και καλύπτει μέσα στις σελίδες του μια τεράστια ποικιλία θεμάτων όπως είναι «οι πρόσφατες ταραχές στις αμερικανικές αποικίες» (προφανώς ο Smith πίστευε ότι η επανάσταση θα είχε τελειώσει μέχρι να φτάσει το βιβλίο του στο τυπογραφείο), η σπάταλη ζωή των φοιτητών της Οξφόρδης και οι στατιστικές για τα αλιεύματα ρέγκας από το 1771.
Μια ματιά στο ευρετήριο που συντάχθηκε αργότερα από τον Cannan δείχνει το φάσμα των αναφορών και σκέψεων του Smith. Ιδού μια δωδεκάδα λήμματα παρμένα στην τύχη: Αββασίδες, πλούτος του βασιλείου των Σαρακηνών υπό τους Αβησσυνία, το αλάτι ως χρήμα Αβραάμ, ζύγισμα των σίκλων Αμερική [ακολουθεί μια ολόκληρη σελίδα αναφορών] Άραβες, ο τρόπος που υποστηρίζουν τον πόλεμο Αφρική, ο πανίσχυρος βασιλιάς σε πολύ χειρότερη μοίρα από τον Ευρωπαίο αγρότη Ζυθοπωλείων, αριθμός των, μη επαρκής λόγος για τον αλκοολισμό Ηθοποιοί, ενήλικοι, αμοιβή για την ανυποληψία που συνοδεύει το επάγγελμά τους Μαθητεία, εξήγηση της φύσης αυτής της μορφής δουλείας Πρεσβευτές, το πρώτο κίνητρο για το διορισμό τους Στρατός, μη εξασφάλιση του ανώτατου άρχοντα από το δυσαρεστημένο κλήρο Το ευρετήριο καλύπτει με μικρά γράμματα εξήντα τρεις σελίδες.
Μέσα σ’ αυτές έχει θίξει τα πάντα: «Πλούτη, η κυριότερη απόλαυσή τους, έγκειται στην επίδειξή τους. Φτώχεια, ενίοτε ωθεί το έθνος σε απάνθρωπα έθιμα. Στομάχι, η επιθυμία για τροφή περιορίζεται από το μέγεθός του. Χασάπης, άγρια και απαίσια εργασία». Όταν διαβάσουμε και τις εννιακόσιες σελίδες του βιβλίου έχουμε μια ζωντανή εικόνα της Αγγλίας στη δεκαετία του 1770, με παραγιούς και μεροκαματιάρηδες, ανερχόμενους καπιταλιστές, γαιοκτήμονες, κληρικούς και βασιλιάδες, εργαστήρια, αγροκτήματα και διεθνές εμπόριο.
Το βιβλίο δεν διαβάζεται εύκολα. Εξελίσσεται με τη δυσκινησία ενός εγκυκλοπαιδικού μυαλού αλλά όχι με την ακρίβεια ενός μεθοδικού μυαλού. Ήταν μια εποχή που οι συγγραφείς δεν κάθονταν να διανθίσουν τις απόψεις τους με «αν», «ίσως» και «αλλά», και μια εποχή που ήταν απολύτως εφικτό για κάποιον με το διανοητικό ανάστημα του Smith να κατέχει το μεγαλύτερο μέρος των γνώσεων της εποχής του.
Γι’ αυτό και το βιβλίο δεν παρακάμπτει τίποτα, δεν ελαχιστοποιεί τίποτα, δεν φοβάται τίποτα. Τι εξοργιστικό βιβλίο! Αρνείται συνεχώς να δώσει με μια πρόταση το συμπέρασμα στο οποίο έφτασε με πολύ κόπο ύστερα από πενήντα σελίδες. Κάθε επιχείρημα συνοδεύεται από τόσο πολλές παρατηρήσεις και λεπτομέρειες, ώστε πρέπει συνέχεια να του αφαιρείς τα στολίδια για να φτάσεις στον ατσάλινο σκελετό που το στηρίζει.
Για να κάνει μια «παρέκβαση» για τον άργυρο, ο Smith χρειάζεται εβδομήντα πέντε σελίδες. Όταν αποφασίζει να καταπιαστεί με τη θρησκεία, του παίρνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο να αναφερθεί στην κοινωνιολογία της ηθικής. Παρά τη στρυφνότητά του, όμως, το κείμενο είναι διάσπαρτο με παρατηρήσεις και ευρηματικές προτάσεις που εμφυσούν ζωή σ’ αυτή τη σπουδαία πραγματεία. Ο Smith ήταν ο πρώτος που αποκάλεσε την Αγγλία «έθνος καταστηματαρχών».
Ο Smith ήταν που έγραψε: «Απ’ τη φύση του ο φιλόσοφος είναι στο μυαλό και την προδιάθεση τόσο διαφορετικός από έναν αχθοφόρο, όσο κι ένας μολοσσός από ένα κυνηγόσκυλο»48. Και για την Εταιρία των Ανατολικών Ινδιών, η οποία εκείνη την εποχή απομυζούσε την Ανατολή, έγραφε: «Είναι μια πολύ ιδιόμορφη κυβέρνηση στην οποία κάθε μέλος της διοίκησης επιθυμεί να εγκαταλείψει τη χώρα… όσο πιο γρήγορα μπορεί, και στο βαθμό που τον αφορά, την επόμενη μέρα από την αναχώρησή του μαζί με το σύνολο της περιουσίας του, του είναι παντελώς αδιάφορο αν ολόκληρη η χώρα αφανιστεί από κάποιο σεισμό».
Ο Πλούτος των εθνών δεν είναι με κανένα τρόπο ένα διδακτικό εγχειρίδιο. Ο Adam Smith απευθύνεται στους ανθρώπους της εποχής του, όχι στους μαθητές του. Αναπτύσσει ένα δόγμα που προορίζεται να συμβάλλει στη διοίκηση μιας αυτοκρατορίας∙ δεν γράφει μια θεωρητική πραγματεία για διανομή στα πανεπιστήμια.
Οι δράκοι που σημαδεύει και σκοτώνει (όπως ο μερκαντιλισμός, ο οποίος χρειάστηκε πάνω από διακόσιες σελίδες για να παραδώσει το πνεύμα) ήταν ακόμα ζωντανοί, αν και λίγο καταπονημένοι, την εποχή του. Και τελικά, είναι ένα επαναστατικό βιβλίο. Είναι σίγουρο ότι ο Smith δεν θα ενθάρρυνε μια αναταραχή που θα ανέτρεπε τους ευγενείς και θα ενθρόνιζε τους φτωχούς. Παρ’ όλα αυτά, η κεντρική ιδέα του Πλούτου των εθνών είναι επαναστατική.
Ο Smith δεν είναι, όπως πιστεύουν πολλοί, ένας απολογητής των ανερχόμενων αστών. Όπως θα δούμε, θαυμάζει τη δουλειά τους, αλλά δυσπιστεί ως προς τα κίνητρά τους και νοιάζεται για τις ανάγκες της μεγάλης εργατικής μάζας. Αλλά σκοπός του δεν είναι να ενστερνιστεί τα συμφέροντα οποιασδήποτε τάξης: Τον απασχολεί η προώθηση του πλούτου ολόκληρου του έθνους. Και ο πλούτος, για τον Adam Smith, αποτελείται από τα προϊόντα που καταναλώνουν όλα τα μέλη της κοινωνίας, αν και βέβαια όχι σε ίσες ποσότητες. Στην Κοινωνία της Φυσικής Ελευθερίας θα υπάρχει και φτώχεια και πλούτος.
Ωστόσο, έχουμε να κάνουμε με μια δημοκρατική και, άρα, ριζοσπαστική φιλοσοφία του πλούτου. Η έννοια του χρυσού, των θησαυρών, της βασιλικής περιουσίας έχει εξαφανιστεί. Τα προνόμια των εμπόρων, των αγροκτηματιών ή των εργατικών συντεχνιών έχουν εξαφανιστεί. Βρισκόμαστε στον σύγχρονο κόσμο, όπου η ροή αγαθών και υπηρεσιών που καταναλώνονται από όλους αποτελεί τον υπέρτατο σκοπό της οικονομικής ζωής.
Και τώρα τι γίνεται με το όραμα; Όπως θα δούμε, δεν μπορούμε να το περιγράψουμε τόσο εύκολα όσο την αρχή του Hobbes για την ισχύ του μονάρχη. Το όραμα του Smith είναι περισσότερο η συνταγή για έναν εντελώς νέο τρόπο κοινωνικής οργάνωσης, έναν τρόπο που ονομάζεται Πολιτική Οικονομία ή, με τη σημερινή ορολογία, Οικονομική Επιστήμη.
Στο κέντρο αυτού του προσχεδίου είναι οι λύσεις σε δύο προβλήματα που απορρόφησαν την προσοχή του Adam Smith.
Πώς είναι δυνατό μια κοινότητα στην οποία ο καθένας ασχολείται με την προώθηση των προσωπικών του συμφερόντων να μη διαλύεται από ισχυρές φυγόκεντρες δυνάμεις; Τι είναι αυτό που καθοδηγεί τις ασχολίες του κάθε ανθρώπου ώστε να εναρμονίζονται με τις ανάγκες της ομάδας; Χωρίς κάποια αρχή κεντρικού σχεδιασμού και χωρίς τη σταθεροποιητική επίδραση της προαιώνιας παράδοσης, πώς κατορθώνει η κοινωνία να εκτελεί εκείνες τις λειτουργίες που είναι απαραίτητες για την επιβίωση;
Αυτό που έψαχνε ήταν το «αόρατο χέρι»50, όπως το αποκαλούσε, το οποίο οδηγεί «τα προσωπικά συμφέροντα και τις έντονες επιθυμίες των ανθρώπων»51 προς την κατεύθυνση «η οποία είναι η πλέον θετική για το συμφέρον ολόκληρης της κοινωνίας». Αλλά οι νόμοι της αγοράς θα αποτελέσουν μέρος μόνο της έρευνας του Smith. Υπάρχει κι άλλο ένα ερώτημα που τον ενδιαφέρει:
Οι νόμοι της αγοράς είναι σαν τους νόμους που εξηγούν πώς στέκει όρθια μια περιστρεφόμενη σβούρα. Υπάρχει όμως και το ερώτημα εάν η σβούρα, λόγω της περιστροφής της, θα κινηθεί κατά μήκος του τραπεζιού. Για τον Smith και τους μεγάλους οικονομολόγους μετά απ’ αυτόν, η κοινωνία δεν είναι ένα στατικό επίτευγμα της ανθρωπότητας το οποίο συνεχώς θα αναπαράγεται, ίδιο και απαράλλαχτο, από τη μια γενιά στην άλλη. Αντίθετα, η κοινωνία αντιμετωπίζεται ως ένας οργανισμός με τη δική του ιστορία.
Στην πραγματικότητα, ο Πλούτος των εθνών σε ολόκληρο το εύρος του είναι μια σπουδαία ιστορική πραγματεία, που εξηγεί πώς δημιουργήθηκε και πώς λειτουργούσε το «σύστημα της απόλυτης ελευθερίας» (ή και «σύστημα της φυσικής ελευθερίας»52) ‐ όπως αποκαλούσε ο Smith τον εμπορικό καπιταλισμό. Αλλά, αν δεν δούμε πρώτα την παρουσίαση των νόμων της αγοράς από τον Smith, δεν μπορούμε να στραφούμε σ’ αυτό το μεγαλύτερο και πιο ενδιαφέρον πρόβλημα. Διότι οι νόμοι της αγοράς θα αποτελέσουν αναπόσπαστο μέρος των νόμων που κάνουν την κοινωνία να ευημερεί ή να παρακμάζει.
Ο μηχανισμός με τον οποίο το ριψοκίνδυνο άτομο αναγκάζεται να εναρμονιστεί με τους υπόλοιπους, επιδρά στο μηχανισμό με τον οποίο η ίδια η κοινωνία αλλάζει με τα χρόνια. Γι’ αυτό ξεκινάμε ρίχνοντας μια ματιά στο μηχανισμό της αγοράς. Δεν πρόκειται για κάτι που εξάπτει τη φαντασία ή επιταχύνει το σφυγμό. Όμως, ακόμα κι αν δεν είναι το πιο συναρπαστικό θέμα, έχει μια αμεσότητα που πρέπει να μας κάνει να το εξετάσουμε με σεβασμό. Οι νόμοι της αγοράς δεν είναι μόνο απαραίτητοι για την κατανόηση του κόσμου του Adam Smith, αλλά οι ίδιοι νόμοι βρίσκονται πίσω από τον πολύ διαφορετικό κόσμο του Karl Marx κι από τον επίσης διαφορετικό κόσμο στον οποίο ζούμε σήμερα.
Εφόσον όλοι μας, είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι, βρισκόμαστε κάτω από την κυριαρχία τους, επιβάλλεται να τους εξετάσουμε προσεχτικά. Οι νόμοι της αγοράς του Adam Smith είναι βασικά απλοί. Μας λένε ότι ένας συγκεκριμένος τρόπος συμπεριφοράς σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο θα επιφέρει απολύτως συγκεκριμένα και προβλεπτά αποτελέσματα. Ειδικότερα, μας δείχνουν πώς το κίνητρο του προσωπικού συμφέροντος μέσα σ’ ένα περιβάλλον ατόμων υποκινούμενων από παρόμοια συμφέροντα θα καταλήξει στον ανταγωνισμό. Και επιπλέον, δείχνουν πώς ο ανταγωνισμός θα έχει σαν αποτέλεσμα την παραγωγή εκείνων ακριβώς των αγαθών που επιθυμεί η κοινωνία, και σε τιμές που η κοινωνία είναι διατεθειμένη να πληρώσει. Ας δούμε πώς
συμβαίνει αυτό. Κατά πρώτο λόγο, αυτό συμβαίνει διότι το προσωπικό συμφέρον δρα ως κινητήρια δύναμη για να κατευθύνει τους ανθρώπους προς εκείνες τις εργασίες για τις οποίες είναι διατεθειμένη να πληρώσει η κοινωνία. «Δεν περιμένουμε το φαγητό μας να προέλθει από την καλοσύνη του χασάπη, του ζυθοποιού, ή του φούρναρη»53, λέει ο Smith, «αλλά από μέριμνα για το προσωπικό τους συμφέρον. Απευθυνόμαστε όχι στην ανθρωπιά τους αλλά στη φιλαυτία τους, και ποτέ δεν τους μιλάμε για τις δικές μας ανάγκες, αλλά για τα δικά τους οφέλη». Όμως το προσωπικό συμφέρον είναι η μισή εικόνα. Αυτό ωθεί τους ανθρώπους σε δράση. Κάτι άλλο ασφαλώς υπάρχει που αποτρέπει τα άπληστα άτομα από το να εκβιάζουν την κοινωνία απαιτώντας υπέρογκα λύτρα: μια κοινωνία που δραστηριοποιείται μόνο από το προσωπικό συμφέρον θα ήταν μια κοινωνία ανηλεών κερδοσκόπων.
Ο ρυθμιστής, λοιπόν, αννττααγγω είναι ο α ωννιισσμμόόςς, η σύγκρουση μεταξύ ιδιοτελών παραγόντων στο πεδίο της αγοράς. Γιατί καθένας που προσπαθεί να επιτύχει το καλύτερο για τον εαυτό του χωρίς να σκέφτεται τις κοινωνικές συνέπειες, αντιμετωπίζει μια ομάδα ατόμων με αντίστοιχα κίνητρα που μοιράζονται ακριβώς την ίδια επιδίωξη. Γι’ αυτό, ο καθένας είναι προθυμότατος να επωφεληθεί από την απληστία του γείτονά του. Ο άνθρωπος που επιτρέπει στο προσωπικό του συμφέρον να υπερβεί τα όρια θα ανακαλύψει ότι οι ανταγωνιστές του καραδοκούν να του κλέψουν τη δουλειά.
Αν πουλά ακριβά τα προϊόντα του ή αν αρνείται να πληρώσει όσο και οι άλλοι τους εργάτες του, θα βρεθεί χωρίς αγοραστές στη μια περίπτωση και χωρίς εργάτες στην άλλη. Έτσι, όπως και στη Θεωρία των ηθικών συναισθημάτων, τα εγωιστικά κίνητρα των ανθρώπων μεταλλάσσονται λόγω αλληλεπίδρασης και οδηγούν στο πιο απρόσμενο αποτέλεσμα: την κοινωνική αρμονία. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, το πρόβλημα των υψηλών τιμών. Ας υποθέσουμε ότι έχουμε χίλιους κατασκευαστές γαντιών.
Το προσωπικό συμφέρον του καθενός θα τον κάνει να θέλει να αυξήσει την τιμή του πάνω από το κόστος παραγωγής κι έτσι να πραγματοποιήσει ένα πρόσθετο κέρδος. Αλλά δεν μπορεί. Αν ανεβάσει τις τιμές του, θα παρέμβουν οι ανταγωνιστές του και θα του αποσπάσουν την πελατεία του με τις φθηνότερες τιμές τους. Αδικαιολόγητα υψηλές τιμές θα μπορούν να διατηρηθούν μόνο αν όλοι οι κατασκευαστές γαντιών συγκεντρωθούν και συμφωνήσουν να προβάλουν ένα συμπαγές μέτωπο.
Και σ’ αυτή την περίπτωση, η δόλια συμμαχία θα μπορεί να διασπαστεί από κάποιον φιλόδοξο κατασκευαστή άλλου τομέα ‐ας πούμε, παπουτσιών‐ ο οποίος αποφασίζει να μετακινήσει το κεφάλαιο του στην παραγωγή γαντιών, όπου θα μπορούσε να αλώσει την αγορά ρίχνοντας τις τιμές του. Αλλά οι νόμοι της αγοράς δεν περιορίζονται μόνο στην επιβολή ανταγωνιστικών τιμών για τα προϊόντα. Έχουν επίσης σαν αποτέλεσμα να συμμορφώνονται οι παραγωγοί με τις απαιτήσεις της κοινωνίας ως προς τις ποσότητες των αγαθών που επιθυμεί.
Ας υποθέσουμε ότι οι καταναλωτές αποφασίζουν ότι θέλουν περισσότερα γάντια απ’ όσα παράγονται και λιγότερα παπούτσια. Το κοινό λοιπόν θα σκοτώνεται για το απόθεμα των γαντιών ενώ η βιομηχανία παπουτσιών θα βαρά μύγες. Το αποτέλεσμα θα είναι ότι οι τιμές των γαντιών θα τείνουν να ανέβουν καθώς οι καταναλωτές θα προσπαθούν να αγοράσουν περισσότερα απ’ όσα υπάρχουν διαθέσιμα, ενώ οι τιμές των παπουτσιών θα σημειώσουν πτωτική τάση εφόσον οι καταναλωτές θα προσπερνούν τα υποδηματοπωλεία. Αλλά όσο ανεβαίνουν οι τιμές των γαντιών, θα ανεβαίνουν και τα κέρδη της βιομηχανίας γαντιών. Και καθώς θα πέφτουν οι τιμές των παπουτσιών, θα μειώνονται και τα κέρδη στη βιομηχανία παπουτσιών. Και πάλι το προσωπικό συμφέρον θα επέμβει για να αποκαταστήσει την
ισορροπία. Εργάτες θα απολυθούν απ’ τον κλάδο της βιομηχανίας παπουτσιών καθώς οι βιομηχανίες παπουτσιών θα μειώσουν την παραγωγή τους και θα μεταπηδήσουν στην παραγωγή γαντιών, η οποία ανθεί. Το αποτέλεσμα είναι προφανές: η παραγωγή γαντιών θα αυξηθεί και η παραγωγή παπουτσιών θα μειωθεί.
Αυτό ακριβώς επιθυμούσε η κοινωνία. Καθώς στην αγορά εμφανίζονται περισσότερα γάντια για να ικανοποιήσουν τη ζήτηση, η τιμή των γαντιών θα επανέλθει σε φυσιολογικά επίπεδα. Καθώς παράγονται λιγότερα παπούτσια, το πλεόνασμα παπουτσιών σύντομα θα εξαφανιστεί και οι τιμές τους θα ανέβουν και πάλι σε φυσιολογικά επίπεδα. Μέσω του μηχανισμού της αγοράς, η κοινωνία θα έχει αλλάξει την κατανομή των στοιχείων της παραγωγής έτσι ώστε αυτή να εναρμονιστεί με τις καινούργιες επιθυμίες της.
Κι όμως κανείς δεν χρειάστηκε να εκδώσει κάποια εντολή και καμιά εξουσία υπεύθυνη σχεδιασμού δεν επέβαλε πρόγραμμα παραγωγής. Το προσωπικό συμφέρον και ο ανταγωνισμός, δρώντας το ένα εναντίον του άλλου, πέτυχαν τη μετάβαση. Και ένα τελευταίο επίτευγμα: Όπως ακριβώς η αγορά ρυθμίζει τόσο τις τιμές όσο και τις ποσότητες των αγαθών με επιδιαιτητή τη δημόσια ζήτηση, έτσι καθορίζει και τα εισοδήματα εκείνων που συνεργάζονται για την παραγωγή αυτών των αγαθών.
Εάν τα κέρδη σ’ έναν τομέα παραγωγής είναι εξαιρετικά υψηλά, θα υπάρξει συρροή από άλλους επιχειρηματίες προς αυτό τον τομέα, ωσότου ο ανταγωνισμός μειώσει τα πλεονάσματα. Αν οι μισθοί είναι πολύ υψηλοί σε ένα είδος εργασίας, θα υπάρξει συρροή ανθρώπων προς την προνομιούχο αυτή απασχόληση, μέχρι που να πληρώνει τους ίδιους μισθούς με αντίστοιχες εργασίες που απαιτούν τον ίδιο βαθμό δεξιότητας και κατάρτισης. Αντιστρόφως, εάν τα κέρδη ή οι μισθοί είναι πολύ χαμηλοί σε κάποιον τομέα της οικονομίας, θα σημειωθεί απομάκρυνση κεφαλαίων και εργατικού δυναμικού, ωσότου η προσφορά να προσαρμοστεί καλύτερα προς τη ζήτηση. Όλα αυτά μπορεί να φαίνονται στοιχειώδη.
Αλλά αναλογιστείτε τι έκανε ο Adam Smith με το κίνητρο του προσωπικού συμφέροντος και τον ανταγωνισμό στο ρόλο του ρυθμιστή. ΠΠρρώ ώττοονν, εξήγησε πώς συγκρατούνται οι τιμές, ώστε να μην απομακρύνονται αυθαίρετα από το κόστος παραγωγής του προϊόντος. ΔΔεεύύττεερροονν, εξήγησε πώς μπορεί η κοινωνία να Τρρίίττοονν, κατέδειξε γιατί προτρέπει τους παραγωγούς αγαθών να της παρέχουν ό,τι απαιτεί. Τ οι υψηλές τιμές είναι μια αυτοθεραπευόμενη ασθένεια, με το να προκαλούν την αύξηση της παραγωγής στο συγκεκριμένο τομέα. Και, ττέέλλοος, εξήγησε γιατί υπάρχει μια γενική ομοιομορφία των εισοδημάτων σε κάθε επίπεδο των μεγάλων παραγωγικών στρωμάτων ενός έθνους: Με λίγα λόγια, βρήκε στο μηχανισμό της αγοράς ένα αυτορυθμιζόμενο σύστημα για τον τακτικό εφοδιασμό της κοινωνίας. Σημειώστε τη λέξη «αυτορυθμιζόμενο».
Το έξοχο συνεπακόλουθο της αγοράς είναι ότι η ίδια είναι και προστάτης του εαυτού της. Εάν η παραγωγή ή οι τιμές ή ορισμένα είδη αμοιβών ξεφύγουν από τα επίπεδα που καθορίζει η κοινωνία, ενεργοποιούνται δυνάμεις που τα επαναφέρουν στη θέση τους. Είναι περίεργο το παράδοξο που προκύπτει κατ’ αυτό τον τρόπο: η αγορά, η οποία είναι το αποκορύφωμα της ατομικής οικονομικής ελευθερίας, είναι ταυτόχρονα το πιο σκληρό αφεντικό. Μπορείς να κάνεις έφεση κατά της απόφασης μιας Επιτροπής Σχεδιασμού ή να εξασφαλίσεις μια ειδική ρύθμιση από κάποιον υπουργό. Αλλά δεν υπάρχει προσφυγή, ούτε ειδική ρύθμιση, στις ανώνυμες πιέσεις του μηχανισμού της αγοράς. Άρα η οικονομική ελευθερία είναι πιο απατηλή από ό,τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει στην αγορά. Αλλά αν κάποιος θελήσει να κάνει αυτό που η αγορά αποδοκιμάζει, το τίμημα της ατομικής ελευθερίας είναι η οικονομική καταστροφή.