Image default
Ανάλυση Πρώτο Θέμα

Ο υπέροχος κόσμος του Adam Smith(IIΙ)

Έτσι,  πράγματι,  λειτουργεί  ο  κόσμος;  Ως  ένα  μεγάλο  βαθμό,  έτσι  λειτουργούσε  την  εποχή  του  Adam  Smith.  Ακόμα  και  στην  εποχή  του,  φυσικά,  υπήρχαν  ήδη  συντελεστές  που  παρενέβαιναν στην ελεύθερη λειτουργία του συστήματος της αγοράς. Υπήρχαν συμμαχίες  βιομηχάνων που ανέβαζαν τις τιμές τεχνητά και εργατικά σωματεία που αντιστέκονταν στις  πιέσεις  του  ανταγωνισμού  όταν  αυτό  σήμαινε  τη  μείωση  των  αμοιβών  τους.  Και  ήδη  μπορούσε να διακρίνει κανείς και άλλα ανησυχητικά σημεία.

Το εργοστάσιο των αδελφών  Lombe  ήταν  κάτι  περισσότερο  από  ένα  θαύμα  της  μηχανολογίας  και  αντικείμενο  θαυμασμού  για  τον  επισκέπτη:  προμήνυε  την  έλευση  της  μεγάλης  βιομηχανίας  και  την  ανάδειξη  εργοδοτών  οι  οποίοι  ήταν  εκπληκτικά  δυνατοί  και  ανεξάρτητοι  παράγοντες  διαμόρφωσης  της  αγοράς.  Τα  παιδιά  στα  κλωστήρια  δεν  μπορούσαν  με  κανένα  τρόπο  να  θεωρηθούν εξίσου δυνατοί συντελεστές της αγοράς με τους εργοδότες που τα κοίμιζαν, τα  τάιζαν και τα εκμεταλλεύονταν.

Πάντως, παρ’ όλες τις αποκλίσεις απ’ τη συνταγή, η Αγγλία  του  18ου  αιώνα  έμοιαζε,  έστω  κι  αν  δεν  ταυτιζόταν  πλήρως,  με  το  μοντέλο  που  ο  Adam  Smith είχε στο μυαλό του. Οι επιχειρήσεις ήταν ανταγωνιστικές, το μέσο εργοστάσιο ήταν  μικρό,  οι  τιμές  ανέβαιναν  κι  έπεφταν  καθώς  αυξανόταν  ή  μειωνόταν  η  ζήτηση,  και  οι  μεταβολές στις τιμές όντως προκαλούσαν μεταβολές στην παραγωγή και την απασχόληση. 

Ο  κόσμος  του  Adam  Smith  αποκλήθηκε  ο  κόσμος  του  ατομικιστικού  ανταγωνισμού:  ένας  κόσμος  στον  οποίο  κανένας  συντελεστής  του  παραγωγικού  μηχανισμού,  είτε  από  την  πλευρά του κεφαλαίου είτε από την πλευρά της εργασίας, δεν ήταν αρκετά ισχυρός ώστε  να παρέμβει ή να αντισταθεί στις πιέσεις του ανταγωνισμού. Ήταν ένας κόσμος στον οποίο  κάθε  συντελεστής  ήταν  αναγκασμένος  να  κυνηγά  το  προσωπικό  του  συμφέρον  σ’  έναν  τεράστιο κοινωνικό καβγά.  Και σ σήμερα; Λειτουργεί ακόμα ο ανταγωνιστικός μηχανισμός της αγοράς;

Αυτό  δεν  είναι  ένα  ερώτημα  στο  οποίο  μπορεί  να  δοθεί  μια  απλή  απάντηση.  Η  φύση  της  αγοράς έχει υποστεί τεράστιες αλλαγές από το 18ο αιώνα. Έχουμε πάψει να ζούμε σ’ έναν  κόσμο  ατομικιστικού  ανταγωνισμού  στον  οποίο  κανένας  δεν  μπορεί  να  κολυμπήσει  αντίθετα στο ρεύμα. Ο σημερινός μηχανισμός της αγοράς χαρακτηρίζεται από το τεράστιο  μέγεθος  των  συμμετεχόντων:  οι  γιγάντιες  επιχειρήσεις  και  τα  ισχυρά  εργατικά  συνδικάτα  προφανώς  δεν  συμπεριφέρονται  σαν  να  είναι  μεμονωμένοι  ιδιοκτήτες  και  εργάτες. 

Το  μέγεθος  τους  είναι  αυτό  που  τους  δίνει  τη  δυνατότητα  να  αντιστέκονται  στις  πιέσεις  του  ανταγωνισμού,  να  αγνοούν  τα  μηνύματα  των  τιμών  και  να  υπολογίζουν  ποιο  θα  είναι  το  συμφέρον  τους  με  μακροπρόθεσμη  προοπτική  και  όχι  κάτω  από  την  άμεση  πίεση  των  καθημερινών αγοραπωλησιών.  Είναι  προφανές  ότι  όλοι  αυτοί  οι  παράγοντες  έχουν  εξασθενίσει  την  πρωταρχική  καθοδηγητική  λειτουργία  της  αγοράς.  Αλλά,  παρά  τα  ειδικά  γνωρίσματα  της  σύγχρονης  οικονομικής  κοινωνίας,  οι  μεγάλες  δυνάμεις  του  προσωπικού  συμφέροντος  και  του  ανταγωνισμού,  όσο  κι  αν  αποδυναμώνονται  ή  παρακάμπτονται,  εξακολουθούν  να  παρέχουν  τους  βασικούς  κανόνες  συμπεριφοράς  τους  οποίους  κανένας  από  τους  συμμετέχοντες  στο  σύστημα  αγοράς  δεν  μπορεί  να  αγνοήσει  ολοκληρωτικά. 

Δεν  είναι  ο  κόσμος  του  Adam  Smith  αυτός  στον  οποίο  ζούμε  σήμερα,  αλλά,  αν  μελετήσουμε  τη  λειτουργία της αγοράς, οι νόμοι της είναι ακόμα ευδιάκριτοι.    Αλλά οι νόμοι της αγοράς δεν είναι παρά μια περιγραφή της συμπεριφοράς που δίνει στην  κοινωνία  τη  συνοχή  της.  Κάτι  άλλο  πρέπει  να  είναι  αυτό  που  την  κινεί.  Ενενήντα  χρόνια  μετά  τον  Πλούτο  των  εθνών,  ο  Karl  Marx  επρόκειτο  να  ανακαλύψει  τους  «νόμους  της  κίνησης»,  που  περιέγραφαν  πώς  ο  καπιταλισμός  προχωρά  αργά,  ακούσια,  αλλά αναπόφευκτα, προς τον αφανισμό του. Όμως, ο Πλούτος των εθνών είχε ήδη τους δικούς  του νόμους κίνησης. Ωστόσο, σε πλήρη αντίθεση προς τη μαρξιστική πρόγνωση, ο κόσμος  του  Adam  Smith  όδευε  αργά,  απόλυτα  οικειοθελώς  προς  τη  Βαλχάλα  ‐  αν  και,  όπως  θα  δούμε, δεν έφτανε μέχρι εκεί. 

Η  Βαλχάλα  θα  ήταν  ο  τελευταίος  προορισμός  που  θα  διανοούνταν  να  βάλουν  στις  προβλέψεις  τους  οι  πιο  πολλοί  παρατηρητές.  Ο  Sir  John  Byng,  κάνοντας  το  γύρο  του  βορρά  της  Αγγλίας  το  1792,  κοίταξε  έξω  από  το  παράθυρο  της  άμαξάς  του  και  έγραψε:  «Εδώ  τώρα  υπάρχει  ένα  μεγάλο  κραυγαλέο  εργοστάσιο…  και  ολόκληρη  η  κοιλάδα  είναι  αναστατωμένη…

Ο  Sir Ρίτσαρντ Arkwright μπορεί  να δημιούργησε μεγάλο  πλούτο για την  οικογένειά του και για τη χώρα του αλλά, ως περιηγητής, αποδοκιμάζω τα σχέδια του, τα  οποία έχοντας διεισδύσει σε κάθε λιβάδι έχουν καταστρέψει τη διαδρομή και το κάλλος της  φύσης».  «Ω!  τι  τρύπα  για  σκύλους  που  είναι  το  Μάντσεστερ»,  είπε  ο  Sir  John  φτάνοντας  εκεί.  Στην  πραγματικότητα,  μεγάλο  μέρος  της  Αγγλίας  ήταν  «τρύπα  για  σκύλους». 

Οι  τρεις  αιώνες αναταραχής οι οποίοι δημιούργησαν γη, εργασία και κεφάλαιο φαίνονταν να είναι  το  προοίμιο  για  ακόμα  μεγαλύτερη  αναταραχή,  διότι  οι  πρόσφατα  απελευθερωμένοι  συντελεστές  της  παραγωγής,  όταν  συνδυάστηκαν,  άρχιζαν  να  παίρνουν  μια  νέα,  άσχημη  μορφή: το εργοστάσιο. Και με το εργοστάσιο ήρθαν νέα προβλήματα.  Είκοσι  χρόνια  πριν  από  τη  περιήγηση  του  Sir  John,  ο  Ρίτσαρντ  Arkwright,  ο  οποίος  είχε  συγκεντρώσει  ένα  μικρό  κεφάλαιο  πουλώντας  μαλλιά  γυναικών  για  την  κατασκευή  περουκών,  εφεύρε  (ή  έκλεψε  την  ιδέα  και  αντέγραψε)  την  υδροκίνητη  κλωστική  μηχανή. 

Αλλά, όταν είχε πια κατασκευάσει τη μηχανή του, ανακάλυψε ότι δεν ήταν τόσο εύκολο να  βρει  το  κατάλληλο  εργατικό  δυναμικό.  Οι  ντόπιοι  εργάτες  δεν  μπορούσαν  να  ανταποκριθούν  στην  «κανονική  ταχύτητα»  της  διαδικασίας  ‐  η  μισθωτή  εργασία  αντιμετωπιζόταν ακόμα με περιφρόνηση, και μερικοί καπιταλιστές είδαν να κατακαίγονται  τα ολοκαίνουργια εργοστάσιά τους από τυφλό μίσος και μόνο. Ο Arkwright αναγκάστηκε να  στραφεί στα παιδιά ‐ «διότι τα δαχτυλάκια τους ήταν πολύ σβέλτα». Επιπλέον, επειδή δεν  είχαν  συνηθίσει  στην  ανεξάρτητη  διαβίωση  της  γεωργίας  ή  της  οικοτεχνίας,  τα  παιδιά  προσαρμόζονταν  πολύ  πιο  εύκολα  στην  πειθαρχία  της  ζωής  του  εργοστασίου. 

Αυτή  η  πρωτοβουλία  χαιρετίστηκε  ως  φιλανθρωπική  χειρονομία:  η  απασχόληση  των  παιδιών  δεν  θα βοηθούσε να ελαφρυνθεί η κατάσταση των φτωχών;  Γιατί το πρόβλημα που απασχολούσε περισσότερο τον κόσμο, εκτός από το δέος (φόβο και  θαυμασμό  μαζί)  που  ένιωθε  για  τα  εργοστάσια,  ήταν  αυτό  το  αιώνιο  πρόβλημα  των  φτωχών.  Το  1720,  η  Αγγλία  είχε  ενάμισι  εκατομμύριο  φτωχούς55  ‐  ένα  αρκετά  μεγάλο  νούμερο αν αναλογιστούμε ότι ολόκληρος ο πληθυσμός της ήταν μόνο δώδεκα με δεκατρία  εκατομμύρια. Γι’ αυτό όλοι είχαν να προτείνουν κάποιο σχέδιο για την τακτοποίησή τους. 

Τα πιο πολλά ήταν σχέδια της απελπισίας. Διότι δεν έλειπε η γκρίνια για τη βαθιά ριζωμένη  οκνηρία των φτωχών, και μαζί μια βαθιά ταραχή και κατάπληξη για τον τρόπο με τον οποίο  οι  χαμηλότερες  τάξεις  μιμούνταν  τις  ανώτερες.  Οι  εργατικοί  άνθρωποι  είχαν  φτάσει  να  πίνουν τσάι! Προτιμούσαν το λευκό ψωμί από το παραδοσιακό τους καρβέλι από κριθάρι ή  σίκαλη!  Πού  θα  οδηγούσε  αυτό,  αναρωτιόνταν  οι  στοχαστές  της  εποχής;  Δεν  ήταν,  άλλωστε,  οι  ανάγκες  των  φτωχών  («τις  οποίες  θα  ήταν  σώφρον  να  ανακουφίσουμε  αλλά  ανόητο  να  θεραπεύσουμε»56,  όπως  το  διατύπωσε  ο  σκανδαλώδης  Μάντεβιλ  το  1723)  απαραίτητες για την ευημερία του κράτους; Τι θα συνέβαινε στην κοινωνία αν οι αναγκαίες  διαβαθμίσεις της αφήνονταν να εκλείψουν;  Σχετικά με το μεγάλο, τρομακτικό πρόβλημα των «κατώτερων τάξεων», η ανησυχία μπορεί

να χαρακτήριζε ακόμα την κρατούσα στάση κατά την εποχή του Adam Smith, σίγουρα όμως  όχι τη δική του φιλοσοφία. «Καμία κοινωνία δεν μπορεί να ευημερεί και να ευτυχεί ενόσω  το κατά πολύ μεγαλύτερο μέρος της πένεται και δυστυχεί»57, έγραφε. Και όχι μόνο είχε την  τόλμη  να  κάνει  μια  τόσο  ριζοσπαστική  δήλωση,  αλλά  προχώρησε  και  παραπέρα  καταδεικνύοντας ότι η κοινωνία βρισκόταν σε πορεία συνεχούς βελτίωσης. Ότι ωθούνταν,  θέλοντας και μη, προς ένα θετικό στόχο. Δεν προχωρούσε επειδή έτσι ήθελαν κάποιοι ή το  Κοινοβούλιο  ψήφιζε  κάποιους  νόμους  ή  η  Αγγλία  κέρδιζε  κάποια  μάχη.  Προχωρούσε  επειδή,  κάτω  από  την  επιφάνεια  των  πραγμάτων,  κρυβόταν  μια  δυναμική  που  κινητοποιούσε το κοινωνικό σύνολο σαν μια τεράστια ατμομηχανή. 

Παρατηρώντας  την  αγγλική  σκηνή,  ο  Adam  Smith  συνειδητοποίησε  ένα  οφθαλμοφανές  γεγονός.  Την  τρομακτική  αύξηση  της  παραγωγικότητας  που  προέκυψε  από  το  λεπτομερή  καταμερισμό και την εξειδίκευση της εργασίας. Στην αρχή αρχή του βιβλίου Ο πλούτος των  εθνών,  ο  Smith  γράφει  για  ένα  εργοστάσιο  καρφιτσών58:  «Ο  ένας  εργάτης  τραβάει  το  σύρμα, ένας άλλος το ισιώνει, ένας τρίτος το κόβει, ένας τέταρτος δημιουργεί τη μύτη και  ένας  πέμπτος  τρίβει  την  κορυφή  για  να  δεχτεί  το  κεφάλι  της  καρφίτσας.  Για  να  κατασκευαστεί  το  κεφάλι  απαιτούνται  δύο  ή  τρεις  ξεχωριστές  λειτουργίες.  Το  να  τοποθετηθεί  είναι  μια  ιδιάζουσα  υπόθεση.  Το  να  λευκανθεί  είναι  άλλη  μια  λειτουργία.  Ακόμα  και  το  να  τοποθετηθούν  στο  χαρτί  είναι  μια  ολόκληρη  τέχνη…  Έχω  δει  μια  τέτοια  μικρή  βιοτεχνία  όπου  απασχολούνταν  μόνο  δέκα  άνδρες  και  όπου  φυσικά  κάποιοι  απ’  αυτούς  εκτελούσαν  δύο  ή  τρεις  διαφορετικές  εργασίες.  Αλλά,  παρ’  όλο  που  ήταν  πολύ  φτωχοί και, ως εκ τούτου, είχαν μόνο τα απολύτως απαραίτητα μηχανήματα, μπορούσαν,  όταν  έβαζαν  τα  δυνατά  τους,  να  παραγάγουν  δώδεκα  λίβρες  καρφίτσες  ημερησίως.  Κάθε  λίβρα  περιέχει  πάνω  από  τέσσερις  χιλιάδες  καρφίτσες  μεσαίου  μεγέθους. 

Αυτά  τα  δέκα  άτομα,  επομένως,  μπορούσαν  να  κατασκευάσουν  πάνω  από  σαράντα  οκτώ  χιλιάδες  καρφίτσες  ημερησίως…  Όμως,  αν  αυτοί  οι  άνθρωποι  εργάζονταν  μόνοι  τους  και  ανεξάρτητα…  στα  σίγουρα  δεν  μπορούσε  ο  καθένας  τους  να  κατασκευάσει  ούτε  είκοσι,  πιθανότατα ούτε μία καρφίτσα τη μέρα…».  Φυσικά  δεν  είναι  ανάγκη  να  επισημάνουμε  πόσο  πιο  περίπλοκες  είναι  οι  σύγχρονες  μέθοδοι παραγωγής σε σύγκριση με εκείνες του 18ου αιώνα. Ο Smith εντυπωσιάστηκε τόσο  πολύ από ένα μικρό  εργοστάσιο δέκα  ατόμων, ώστε να γράψει  γι’ αυτό.  Τι  θα σκεφτόταν  άραγε  αν  έβλεπε  ένα  εργοστάσιο  που  απασχολεί  δέκα  χιλιάδες  εργάτες;  Αλλά  το  μεγάλο  πλεονέκτημα  του  καταμερισμού  της  εργασίας  δεν  είναι  η  πολυπλοκότητά  του  ‐  στην  πραγματικότητα, απλοποιεί τις περισσότερες εργασιακές δραστηριότητες. Το πλεονέκτημα  του  βρίσκεται  στη  δυνατότητά  του  να  αυξάνει,  όπως  λέει  ο  Smith,  «αυτή  τη  γενική  χλιδή  που  εκτείνεται  και  στις  χαμηλότερες  τάξεις  των  ανθρώπων».  Από  τη  σκοπιά  του  σήμερα,  εκείνη  η  γενική  χλιδή  του  18ου  αιώνα  μοιάζει  περισσότερο  με  μια  ζωή  γεμάτη  στερήσεις. 

Αλλά, αν εξετάσουμε το θέμα στην ιστορική του προοπτική, αν συγκρίνουμε τη μοίρα του  εργάτη  στην  Αγγλία του 18ου αιώνα με τη μοίρα των ομοίων του έναν ή δύο  αιώνες  πριν,  είναι σαφές ότι, όσο μίζερη κι αν ήταν η ζωή του, δεν έπαυε να αποτελεί μια σημαντικότατη  βελτίωση. Ο Smith διατυπώνει την άποψή του γλαφυρά:  Παρατηρήστε  τα  αγαθά  του  πιο  κοινού  βιοτέχνη  ή  εργάτη  σε  μια  πολιτισμένη  και  ευημερούσα χώρα, και θα αντιληφθείτε ότι είναι ανυπολόγιστος ο αριθμός των ανθρώπων  μέρος  της  εργασίας  των  οποίων,  έστω  κι  αν  είναι  μικρό,  έχει  χρησιμοποιηθεί  για  να  του  εξασφαλίσει  αυτά  τα  αγαθά.  Το  μάλλινο  παλτό,  για  παράδειγμα,  που  προστατεύει  τον  εργάτη,  όσο  τραχύ  και  κακοφτιαγμένο  κι  αν  φαίνεται,  είναι  το  προϊόν  της  συνδυασμένης  εργασίας  πλήθους  εργατών.  Ο  βοσκός,  ο  διαλογέας  μαλλιού,  ο  λαναράς,  ο  βαφέας,  ο  ξάντης του μαλλιού, ο κλώστης, ο υφαντής, ο γναφέας, ο κόφτης, μαζί με πολλούς άλλους,  πρέπει όλοι μαζί να συνδυάσουν τις διαφορετικές τέχνες τους για να ολοκληρώσουν ακόμηκι  αυτό  το  απλό  προϊόν.

  Πόσοι  έμποροι  και  μεταφορείς,  επιπλέον,  πρέπει  να  έχουν  χρησιμοποιηθεί…  εμπόριο,  μεταφορά…  ναυπηγοί,  ναύτες,  κατασκευαστές  ιστίων,  κατασκευαστές σχοινιών…  Αν εξετάζαμε, κατά τον ίδιο τρόπο, όλα τα διαφορετικά μέρη της γκαρνταρόμπας του και τα  έπιπλα του νοικοκυριού του, τα αδρό λινό πουκάμισο που φορά κατάσαρκα, τα παπούτσια  με  τα  οποία  προστατεύει  τα  πόδια  του,  το  κρεβάτι  πάνω  στο  οποίο  κοιμάται…  την  παραστιά της κουζίνας όπου μαγειρεύει την τροφή του, τα κάρβουνα που χρησιμοποιεί γι’  αυτό το σκοπό, βγαλμένα από τα έγκατα της γης, και διαθέσιμα μετά από μακρύ ταξίδι σε  θάλασσα ή σε ξηρά, όλα τα άλλα σκεύη της κουζίνας του, όλα τα σκεύη του τραπεζιού του,  τα μαχαίρια, τα πιρούνια, τα πιάτα πάνω στα οποία σερβίρει και μοιράζει την τροφή του, οι  διαφορετικοί  εργάτες  που  προετοιμάζουν  το  ψωμί  του  και  την  μπίρα  του,  το  γυάλινο  παράθυρο που αφήνει να μπει η ζέστη και το φως και εμποδίζει τη βροχή και τον άνεμο, με  όλη τη γνώση και την απαιτούμενη τέχνη για να κατασκευαστεί αυτή η όμορφη και χρήσιμη  εφεύρεση…, αν εξετάσουμε, λέω, όλα αυτά τα πράγματα… θα αντιληφθούμε ότι χωρίς τη  βοήθεια και τη συνεργασία πολλών χιλιάδων, το πιο φτωχό άτομο σε μια πολιτισμένη χώρα  δεν  θα  μπορούσε  να  προμηθευτεί  ούτε  καν  τα  πράγματα  που  εσφαλμένως  θεωρούμε  εύκολα  και  απλά. 

Σε  σύγκριση  με  την  ακραία  χλιδή  των  πλουσίων,  τα  αγαθά  του  πρέπει  χωρίς αμφιβολία να φαντάζουν εξαιρετικά απλά και εύκολα. Και όμως μπορεί και να είναι  αλήθεια ότι τα αγαθά ενός Ευρωπαίου πρίγκιπα δεν διαφέρουν τόσο πολύ από εκείνα ενός  εργατικού και ολιγαρκούς αγρότη, όσο τα αγαθά του αγρότη ξεπερνούν τα αντίστοιχα ενός  αφρικανού βασιλιά, του απόλυτου άρχοντα και κυρίαρχου των ζωών δέκα χιλιάδων γυμνών  αγρίων.59  Τι  είναι  αυτό  που  οδηγεί  την  κοινωνία  σ’  αυτό  τον  υπέροχο  πολλαπλασιασμό  πλούτου; Εν  μέρει,  είναι  ο  ίδιος  ο  μηχανισμός  της  αγοράς,  γιατί  η  αγορά  προσδένει  τις  δημιουργικές  δυνάμεις του ανθρώπου σ’ ένα κοινωνικό περιβάλλον που τον ενθαρρύνει ‐ή ακόμα και τον  εξαναγκάζει‐  να  επινοήσει,  να  καινοτομήσει,  να  επεκταθεί,  να  διακινδυνεύσει.  Αλλά  υπάρχουν  και  περισσότερο  ουσιώδεις  πιέσεις  πίσω  από  την  αδιάκοπη  δραστηριότητα της  αγοράς. Για την ακρίβεια, ο Smith βλέπει δύο βαθιά εδραιωμένους νόμους συμπεριφοράς  οι οποίοι ωθούν το σύστημα της αγοράς σε μια συνεχή άνοδο της παραγωγικότητας.  60 Ο πρώτος απ’ αυτούς είναι οο  ΝΝόόμμοοςς  ττηηςς  ΣΣυυσσσσώ ώρρεευυσσηηςς. 

Ας  θυμηθούμε  ότι  ο  Adam  Smith  ζούσε  σε  μια  εποχή  όπου  οι  ανερχόμενοι  βιομηχανικοί  καπιταλιστές  μπορούσαν  να  κάνουν  και  έκαναν  περιουσίες  από  τις  επενδύσεις  τους.  Ο  Ρίτσαρντ  Arkwright,  ο  οποίος  στα  νιάτα  του  ήταν  βοηθός  κουρέα,  όταν  πέθανε  το  1792  άφησε  περιουσία  αξίας  500.000  λιρών.  Ο  Samuel  Walker,  ο  οποίος  ξεκίνησε  μ’  ένα  σιδηρουργείο  μέσα  σε  ένα  παλιό  κατάστημα  καρφιών  του  Rotherham,  άφησε  στο  ίδιο  μέρος  ένα  χυτήριο  χάλυβα  αξίας  200.000  λιρών.  Ο  Josiah  Wedgwood,  o  οποίος  τριγύριζε  μέσα  στο  εργοστάσιο  του  αγγειοπλαστικής  βαριοπερπατώντας  στο  ξύλινο  πόδι  του  και  σημειώνοντας  «Αυτό  δεν  ικανοποιεί  τον  Josiah  Wedgwood»  οπουδήποτε  έβλεπε  κάποιο  δείγμα προχειρότητας, άφησε πίσω του περιουσία αξίας 240.000 λιρών και πολλά ακίνητα.  Η  Βιομηχανική  Επανάσταση,  ήδη  στα  αρχικά  της  στάδια,  προσέφερε  τεράστια  πλούτη  σε  όποιον  ήταν  αρκετά  γρήγορος,  αρκετά  δαιμόνιος  και  αρκετά  εργατικός,  ώστε  να  επωφεληθεί από τις διαθέσιμες ευκαιρίες.  Και ο πρώτος και κύριος σκοπός της μεγάλης πλειονότητας των ανερχόμενων καπιταλιστών  ήταν να σ συσσωρεύουν τις αποταμιεύσεις τους. Στις αρχές του 19ου αιώνα, στο Μάντσεστερ,  συγκεντρώθηκαν 2.500 λίρες για την ίδρυση κατηχητικών σχολείων. Το συνολικό ποσό που  προσφέρθηκε γι’ αυτό τον ιερό σκοπό από τους μεγαλύτερους εργοδότες στην περιοχή, τα κλωστήρια  βάμβακος,  ήταν  90  λίρες. 

Η  νέα  βιομηχανική  αριστοκρατία  είχε  καλύτερα  πράγματα  να  κάνει  με  τα  λεφτά  της  από  το  να  συνεισφέρει  σε  μη  παραγωγικές  φιλανθρωπίες  ‐  έπρεπε  να  συσσωρεύει,  πράγμα  που  ο  Adam  Smith  ενέκρινε  ολόψυχα.  Αλίμονο σ’ εκείνον που δεν συσσώρευε. Όσο για εκείνον που σπαταλούσε το κεφάλαιό του  ‐  «σαν  αυτόν  που  υπεξαιρεί  τα  έσοδα  κάποιου  ιερού  ιδρύματος  για  ανίερους  σκοπούς,  πληρώνει για την οκνηρία του με εκείνα τα χρήματα που η ολιγάρκεια των προγόνων του  είχε αφιερώσει στη συντήρηση της βιομηχανίας»64.  Όμως ο Adam Smith δεν ενέκρινε τη συσσώρευση χάριν της συσσώρευσης. Ήταν, στο κάτω  κάτω, φιλόσοφος με την περιφρόνηση που νιώθει κάθε φιλόσοφος για τη ματαιότητα του  πλούτου. 

Στη  συσσώρευση  του  κεφαλαίου  ο  Smith  έβλεπε  ένα  μεγάλο  όφελος  για  την  κοινωνία.  Διότι  το  κεφάλαιο  ‐αν  το  χρησιμοποιούσε  κανείς  για  μηχανήματα‐  παρείχε  εκείνον  ακριβώς  το  θαυμάσιο  καταμερισμό  της  εργασίας  που  πολλαπλασιάζει  τις  παραγωγικές  ενέργειες  του  ανθρώπου.  Έτσι  η  συσσώρευση  γίνεται  ένα  ακόμη  από  τα  δίκοπα  μαχαίρια  του  Smith:  η  φιλοχρηματία  της  ατομικής  πλεονεξίας  και  πάλι  συντελεί  στην  ευημερία  της  κοινωνίας.  Τον  Smith  δεν  τον  απασχολεί  το  πρόβλημα  που  θα  αντιμετωπίσουν  οι  οικονομολόγοι  του  20ου  αιώνα:  θα  επιστρέψει  η  ατομική  συσσώρευση  στην  οικονομία  με  τέτοιο  τρόπο  ώστε  να  αυξήσει  την  απασχόληση;  Για  εκείνον  ο  κόσμος  έχει  τη  δυνατότητα  να  βελτιώνεται  επ’  αόριστον  και  το  μέγεθος  της  αγοράς  περιορίζεται  μόνο  από  τη  γεωγραφική  εξάπλωση.  Συσσωρεύετε,  και  ο  κόσμος  θα  ωφεληθεί,  λέει  ο  Smith. Και βέβαια στη σφριγηλή ατμόσφαιρα της εποχής του, εκείνοι που ήταν σε θέση να  συσσωρεύουν έδειχναν εξαιρετικά πρόθυμοι να το κάνουν. 

Αλλά ‐και εδώ υπάρχει μια δυσκολία‐ η η  συσσώρευση  θα  οδηγούσε  σε  μια  κατάσταση  όπου  η  περαιτέρω  συσσώρευση  θα  ήταν  αδύνατη.  Διότι  η  συσσώρευση  σήμαινε  περισσότερες  μηχανές, και οι περισσότερες μηχανές σήμαιναν μεγαλύτερη ζήτηση για εργάτες. Και αυτή  με  τη  σειρά  της,  αργά  ή  γρήγορα,  θα  οδηγούσε  σε  υψηλότερες  αμοιβές,  που  κάποτε  θα  ροκάνιζαν  εντελώς  τα  κέρδη  ‐  την  πηγή  της  συσσώρευσης.  Πώς  ξεπερνιέται  αυτό  το  εμπόδιο;  Ξεπερνιέται από το δεύτερο μεγάλο νόμο του συστήματος: το ΝΝόόμμοο  ττοουυ  ΠΠλληηθθυυσσμμοούύ.  Για  τον  Adam  Smith,  οι  εργάτες,  όπως  κάθε  άλλο  εμπόρευμα,  μπορούσαν  να  παράγονται  ανάλογα  με  τη  ζήτηση.  Αν  οι  μισθοί  ήταν  υψηλοί,  ο  αριθμός  των  εργαζομένων  θα  αυξανόταν.  Αν  έπεφταν  οι  μισθοί,  θα  μειωνόταν  και  το  μέγεθος  της  εργατικής  τάξης.  Ο  Smith  το  διατύπωσε  ξεκάθαρα:  «…η  ζήτηση  για  ανθρώπους,  όπως  και  για  κάθε  άλλο  εμπόρευμα, αναγκαστικά ρυθμίζει την παραγωγή ανθρώπων.»65  Η  σκέψη  αυτή  δεν  είναι  τόσο  απλοϊκή  όσο  φαίνεται  με  την  πρώτη  ματιά.  Στις  μέρες  του  Smith, η βρεφική θνησιμότητα στις χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις ήταν τρομακτικά υψηλή.  «Δεν είναι σπάνιο»66, λέει ο Smith, «…στα υψίπεδα της Σκοτίας, μια μητέρα που έφερε στον  κόσμο  είκοσι  παιδιά  να  έχει  ζωντανά  μόνο  τα  δύο». 

Σε  πολλά  μέρη  της  Αγγλίας,  τα  μισά  παιδιά  πέθαιναν  πριν  γίνουν  τεσσάρων  χρόνων,  και  σχεδόν  παντού  τα  μισά  παιδιά  δεν  κατάφερναν να ξεπεράσουν την ηλικία των εννέα ή δέκα χρόνων. Ο υποσιτισμός, οι κακές  συνθήκες διαβίωσης, το κρύο και οι ασθένειες θέριζαν τις χαμηλότερες τάξεις. Γι’ αυτό, ενώ  οι  υψηλότεροι  μισθοί  μπορεί  να  επιδρούσαν  ελάχιστα  στην  αύξηση  των  γεννήσεων,  το  πιθανότερο ήταν να έχουν σημαντική επίδραση στον αριθμό των παιδιών που θα έφταναν  σε ηλικία εργασίας.  Επομένως,  αν  η  πρώτη  συνέπεια  της  συσσώρευσης  θα  ήταν  η  αύξηση  των  αμοιβών  της  εργατικής  τάξης,  αυτή  με  τη  σειρά  της  θα  προκαλούσε  την  αύξηση  του  αριθμού  των

εργατών.  Κι  έτσι  ο  μηχανισμός  της  αγοράς  αναλαμβάνει  τον  έλεγχο.  Ακριβώς  όπως  οι  υψηλότερες  τιμές  στην  αγορά  θα  επιφέρουν  αύξηση  της  παραγωγής  γαντιών  και  αυτή  η  αυξημένη  παραγωγή  γαντιών  θα  συμπιέσει  την  τιμή  τους,  κατά  τον  ίδιο  τρόπο  οι  υψηλότερες αμοιβές θα προκαλέσουν την αύξηση του αριθμού των εργατών, και η αύξηση  του  αριθμού  τους  θα  δημιουργήσει  αντίστροφη  πίεση  στο  ύψος  των  αμοιβών  τους.  Ο  πληθυσμός,  όπως  και  η  παραγωγή  γαντιών,  είναι  μια  αυτοθεραπευόμενη  νόσος  ‐  όσον  αφορά τους μισθούς. 

Και αυτό σήμαινε ότι η συσσώρευση μπορούσε να συνεχιστεί χωρίς πρόβλημα. Η αύξηση  των  μισθών  που  προκαλούσε  και  η  οποία  απειλούσε  να  καταστήσει  ασύμφορη  την  περαιτέρω  συσσώρευση,  μετριάζεται  από  την  αύξηση  του  πληθυσμού.  Η  συσσώρευση  βαδίζει  προς  την  αυτοκαταστροφή  της  αλλά  σώζεται  στο  χείλος  του  γκρεμού.  Το  εμπόδιο  των υψηλότερων μισθών ξεπερνιέται  με την αύξηση του πληθυσμού που αυτή ακριβώς η  αύξηση  των  μισθών  επέτρεψε.  Υπάρχει  κάτι  το  συναρπαστικό  σ’  αυτή  την  αυτόματη  διαδικασία  επιδείνωσης  και  αποκατάστασης,  αιτίας  και  αιτιατού,  στην  οποία  ο  κύριος  παράγοντας  που  φαίνεται  να  οδηγεί  το  σύστημα  στην  καταστροφή  του,  είναι  αυτός  ακριβώς που, υπόγεια, δημιουργεί τις απαραίτητες συνθήκες για τη διάσωσή του.  Προσέξτε  ότι  ο  Smith  κατασκεύασε  για  την  κοινωνία  μια  γιγαντιαία  ατέρμονα  αλυσίδα. 

Η  κοινωνία ωθείται προς μια ανοδική πορεία, τόσο ευτάκτως και αφεύκτως όσο και μια σειρά  αλληλένδετων  μαθηματικών  θεωρημάτων.  Από  οποιοδήποτε  σημείο  εκκίνησης,  ο  καταλυτικός  μηχανισμός  της  αγοράς  πρώτα  εξισώνει  τις  αποδόσεις  της  εργασίας  και  του  κεφαλαίου  σε  όλες  τις  διαφορετικές  χρήσεις  τους,  φροντίζει  να  παράγονται  στις  σωστές  ποσότητες  τα  εμπορεύματα  για  τα  οποία  υπάρχει  ζήτηση,  και  επιπλέον  φροντίζει  ώστε  οι  τιμές  των  εμπορευμάτων,  μέσω  του  ανταγωνισμού,  να  ωθούνται  προς  το  κόστος  παραγωγής  τους.  Αλλά,  πέρα  απ’  αυτό,  η  κοινωνία  είναι  δυναμική.  Από  την  αρχή  θα  υπάρχει  συσσώρευση  του  πλούτου,  και  αυτή  η  συσσώρευση  θα  έχει  ως  αποτέλεσμα  την  αύξηση  των  παραγωγικών  εγκαταστάσεων  και  το  μεγαλύτερο  καταμερισμό  εργασίας.  Μέχρι  εδώ,  καλά.  Η  συσσώρευση  όμως  θα  αυξήσει  επίσης  τους  μισθούς  καθώς  οι  καπιταλιστές  θα  ανταγωνίζονται  για  τους  εργάτες  που  θα  εργαστούν  στις  βιομηχανίες.  Καθώς  αυξάνονται  οι  μισθοί,  η  περαιτέρω  συσσώρευση  παύει  να  είναι  επικερδής. 

Το  σύστημα απειλείται με κατάρρευση. Στο μεταξύ, όμως, οι εργάτες θα έχουν χρησιμοποιήσει  τις  υψηλότερες  αμοιβές  τους  για  να  μεγαλώσουν  τα  παιδιά  τους  με  μικρότερη  θνησιμότητα.  Γι’  αυτό  θα  αυξηθεί  και  η  προσφορά  εργατών.  Καθώς  ο  πληθυσμός  διογκώνεται, ο ανταγωνισμός μεταξύ των εργατών θα προκαλέσει νέα μείωση των μισθών.  Κατ’ αυτό τον τρόπο η συσσώρευση θα συνεχιστεί, και μια νέα ανοδική πορεία θα αρχίσει  για την κοινωνία.  Αυτό  που  περιγράφει  ο  Smith  δεν  είναι  ο  οικονομικός  κύκλος,  οι  κυκλικές  κυμάνσεις  της  οικονομίας.  Είναι  μια  μακροχρόνια  διαδικασία,  μια  μακροχρόνια  εξέλιξη.  Και  έχει  μια  υπέροχη  σιγουριά  ‐  υπό  την  προϋπόθεση  ότι  δεν  υπάρχουν  παρεμβάσεις  στο  μηχανισμό  της αγοράς, το καθετί καθορίζεται αναπόδραστα από τον προηγούμενο κρίκο της αλυσίδας.  Στήνεται μια τεράστια ανταποδοτική μηχανή που περικλείει ολόκληρη την κοινωνία: μόνο  οι  προτιμήσεις  του  κοινού  ‐για  να  καθοδηγούν  τους  παραγωγούς‐  και  οι  πραγματικοί  φυσικοί πόροι του έθνους παραμένουν έξω από την αλυσίδα αιτίου και αιτιατού.  Αλλά  προσέξτε  ότι  αυτό  που  προβλέπεται  δεν  είναι  μια  αδιάκοπη  βελτίωση  των  πραγμάτων.  Είναι  βέβαιο  ότι  θα  υπάρχει  μια  μακρά  περίοδος  αυτού  που  ονομάζουμε  οικονομική  ανάπτυξη  ‐ο  Smith  δεν  χρησιμοποιεί  αυτό  τον  όρο‐  αλλά  η  βελτίωση  έχει  τα  όρια της. Αυτά δεν επηρεάζουν άμεσα τους εργαζομένους. Είναι γεγονός ότι η αύξηση του  πληθυσμού τελικά θα συμπιέσει και πάλι τους μισθούς στο ελάχιστο επίπεδο συντήρησης

αλλά ο Smith πίστευε ότι για πολλά χρόνια η εργατική τάξη θα βελτίωνε τη θέση της.  Αλλά, πάνω απ’ όλα, ο Smith ήταν ρεαλιστής. Στο πολύ μακρινό μέλλον67, πολύ πέρα από  τον ορατό ορίζοντα, έβλεπε ότι η αύξηση του πληθυσμού θα επανέφερε τους μισθούς στα  «φυσικά»  τους  επίπεδα.  Πότε  θα  έφτανε  αυτή  η  στιγμή;  Οπωσδήποτε  θα  έφτανε  όταν  η  κοινωνία  θα  εξαντλούσε  τους  αχρησιμοποίητους  πόρους  και  θα  είχε  επιβάλει  το  λεπτομερέστερο  δυνατό  καταμερισμό  της  εργασίας.  Με  άλλα  λόγια,  η  ανάπτυξη  θα  τερματιζόταν  όταν  πια  η  οικονομία  θα  είχε  επεκτείνει  τα  όριά  της  όσο  μπορούσαν  να  φτάσουν, και μετά αξιοποιούσε τον αυξημένο οικονομικό «χώρο» της μέχρι εξαντλήσεως.  Γιατί όμως να μην μπορούσαν να επεκταθούν αυτά τα όρια ακόμα παραπέρα;

Η απάντηση  είναι  ότι  ο  Smith  θεωρούσε  τον  ύψιστης  σημασίας  καταμερισμό  της  εργασίας  ως  μια  εφάπαξ  υπόθεση  και  όχι  ως  μια  συνεχιζόμενη  διαδικασία.  Όπως  έχει  επισημανθεί  πρόσφατα,  δεν  θεωρούσε  τον  οργανωτικό  και  τεχνολογικό  πυρήνα  του  καταμερισμού  της  εργασίας  ως  μια  αυτοανανεούμενη  διαδικασία  αλλαγής  αλλά  ως  μια  διακριτή  διαδικασία  προόδου που θα παρείχε τα κίνητρα που είχε να παράσχει και μετά θα εξαφανιζόταν. Έτσι,  στο  πολύ  μακρινό  μέλλον  η  αναπτυξιακή  δυναμική  της  κοινωνίας  θα  εξέλειπε  ‐  ο  Smith  αναφέρει κάπου ότι τα διακόσια χρόνια είναι η μεγαλύτερη περίοδος κατά την οποία μια  κοινωνία  μπορεί  να  ελπίζει  ότι  θα  ακμάζει68. 

Μετά  απ’  αυτό,  ο  εργάτης  θα  επέστρεφε  σε  μισθό συντήρησης, ο καπιταλιστής στα περιορισμένα κέρδη τη σταθερής αγοράς και μόνο ο  γαιοκτήμονας  θα  μπορούσε  να  απολαμβάνει  ένα  κάπως  μεγαλύτερο  εισόδημα  καθώς  η  παραγωγή  τροφίμων  θα  παρέμενε  στα  επίπεδα  που  απαιτούσε  ένας  μεγαλύτερος,  αν  και  πλέον αριθμητικά στάσιμος, πληθυσμός. Παρά την τολμηρή αισιοδοξία του, το όραμα του  Smith είναι περιχαρακωμένο, συνετό, νηφάλιο ‐ και, ως προς το μακρινό μέλλον, ακόμα και  ανησυχητικό.  Δεν είναι διόλου περίεργο ότι το βιβλίο πήρε καιρό να καθιερωθεί. Πέρασαν σχεδόν οκτώ  χρόνια  πριν  γίνει  οποιαδήποτε  μνεία  του  στο  Κοινοβούλιο,  και  ο  πρώτος  που  το  ανέφερε  ήταν  ο  Τσαρλς  Τζέιμς  Φοξ,  το  πιο  ισχυρό  μέλος  της  Βουλής  των  Κοινοτήτων  (ο  οποίος  αργότερα  παραδέχτηκε  ότι  δεν  το  είχε  διαβάσει).  Χρειάστηκε  να  περιμένει  μέχρι  το  1880  για να τύχει ευρύτερης αναγνώρισης. Τότε πια είχε κάνει εννέα αγγλικές εκδόσεις και είχε  διαδοθεί  στην  Ευρώπη  και  την  Αμερική.  Οι  υπέρμαχοί  του  προέρχονταν  από  μια  απρόσμενη  κατηγορία  ανθρώπων. 

Ήταν  η  ανερχόμενη  καπιταλιστική  τάξη  ‐  η  τάξη  που  ο  Smith  είχε  στηλιτεύσει  δριμύτατα  για  την  «απάνθρωπη  αρπακτικότητά»69  της  και  που  τα  μέλη  της,  όπως  είχε  πει,  «δεν  είναι  και  ούτε  θα  έπρεπε  να  είναι  οι  ηγεμόνες  της  ανθρωπότητας». Όλα αυτά αγνοήθηκαν για ένα και μόνο λόγο ‐ την έκκληση που έκανε ο  αφφήήσσττεε  ήήσσυυχχηη  ττηηνν  ααγγοορράά.  Smith: α Όμως,  είναι  άλλο  πράγμα  αυτό  που  εννοούσε  ο  Smith  και  άλλο  αυτό  που  έλεγαν  οι  υποστηρικτές  του  ότι  εννοούσε.  Ο  Smith,  όπως  έχουμε  πει,  δεν  ήταν  απολογητής  καμίας  κοινωνικής  τάξης.  Ήταν  σκλάβος  του  δικού  του  συστήματος.  Ολόκληρη  η  οικονομική  του  θεωρία  πήγαζε  από  την  ακράδαντη  πίστη  του  στην  ικανότητα  της  αγοράς  να  οδηγεί  το  σύστημα στο σημείο της μέγιστης απόδοσης. Η αγορά ‐αυτή η υπέροχη κοινωνική μηχανή‐  θα  φρόντιζε  τις  ανάγκες  της  κοινωνίας  αν  την  άφηναν  ήσυχη,  έτσι  ώστε  οι  νόμοι  της  εξέλιξης θα αναλάμβαναν να οδηγήσουν την κοινωνία προς την προσδοκώμενη ανταμοιβή.  Ο Smith δεν ήταν ούτε εναντίον του κεφαλαίου ούτε εναντίον της εργατικής τάξης. Αν είχε  κάποια προκατάληψη, τότε ήταν υπέρ του καταναλωτή. «Η κατανάλωση είναι ο μοναδικός  σκοπός  και  λόγος  ύπαρξης  ολόκληρης  της  παραγωγής»70,  έγραφε,  και  στη  συνέχεια  καυτηρίαζε εκείνα τα συστήματα που τοποθετούν το συμφέρον του παραγωγού πάνω από  το καταναλωτικό κοινό.

Ωστόσο,  στον  πανηγυρικό  του  Smith  υπέρ  μιας  ελεύθερης  και  ανεμπόδιστης  αγοράς,  οι  ανερχόμενοι  βιομήχανοι  βρήκαν  τη  θεωρητική  δικαίωση  που  χρειάζονταν  για  να  μπλοκάρουν  τις  πρώτες  κυβερνητικές  προσπάθειες  να  διορθωθούν  οι  σκανδαλώδεις  συνθήκες της εποχής. Διότι η θεωρία του Smith οδηγεί αναντίρρητα σε ένα δόγμα πολιτικής  μη επέμβασης (laissez‐faire). Για τον Adam Smith, όσο λιγότερο παρεμβαίνει η κυβέρνηση  τόσο  το  καλύτερο:  οι  κυβερνήσεις  είναι  σπάταλες,  ανεύθυνες  και  αντιπαραγωγικές.  Παρ’  όλα  αυτά,  ο Adam  Smith  δεν  είναι  απαραίτητα  αντίθετος  ‐όπως  τον  παρουσίαζαν  οι  μετά  θάνατον  θαυμαστές  του‐  σε  κρατικές  ενέργειες  που  αποσκοπούν  στην  προαγωγή  της  γενικής  ευημερίας.  Προειδοποιεί,  για  παράδειγμα,  για  την  αποχαυνωτική  επίδραση  της  μαζικής παραγωγής ‐ «οι διανοητικές ικανότητες των ανθρώπων διαμορφώνονται στο χώρο  εργασίας  τους. 

Ο  άνθρωπος  που  περνά  ολόκληρη  τη  ζωή  του  εκτελώντας  λίγες  απλές  λειτουργίες…  γίνεται,  κατά  κανόνα,  τόσο  ηλίθιος  και  ανίδεος  όσο  είναι  δυνατό  για  ένα  ανθρώπινο  πλάσμα»  ‐  και  προβλέπει  μια  μείωση  στις  ανθρώπινες  αρετές  του  εργάτη,  «εκτός κι αν η κυβέρνηση κάνει τον κόπο να το αποτρέψει».

Πρώτον,  και  αυτό  δεν  πρέπει  να  μας  εκπλήσσει,  οφείλει  να  προστατεύει  αυτή  την  κοινωνία  από  «τη  βία  και  την  επιβουλή»  άλλων κοινωνιών. 

Δεύτερον, πρέπει να εξασφαλίζει «την αμερόληπτη απονομή δικαιοσύνης» για όλους τους  πολίτες. 

Και  τρίτον,  η  κυβέρνηση  έχει  το  καθήκον  «να  φτιάχνει  και  να  συντηρεί  τους  δημόσιους  εκείνους  θεσμούς  και  τα  δημόσια  εκείνα  έργα  που  μπορεί  να  είναι  εξαιρετικά  χρήσιμα σε μια μεγάλη κοινωνία», αλλά τα οποία «είναι τέτοιας μορφής που το κέρδος απ’  αυτά δεν θα μπορούσε ποτέ να καλύψει τη δαπάνη στην οποία υποβάλλεται ένα άτομο ή  ένας μικρός αριθμός ατόμων». 

Αν  αυτά  τα  διατυπώσουμε  με  φρασεολογία  των  ημερών  μας,  ο  Smith  αναγνωρίζει  σαφέστατα  τη  χρησιμότητα  των  δημόσιων  επενδύσεων  για  μεγάλα  έργα  που  δεν  είναι  δυνατό να αναλάβει ο ιδιωτικός τομέας ‐ σαν δύο παραδείγματα αναφέρει τους δρόμους  και  την  παιδεία.  Χωρίς  αμφιβολία,  πρόκειται  για  μια  αντίληψη  που  έχει  διευρυνθεί  σημαντικά  από  τον  καιρό  του  Smith  ‐εύκολα  μπορεί  κανείς  να  συμπεριλάβει  τον  αντιπλημμυρικό έλεγχο, την αποκατάσταση του περιβάλλοντος, την επιστημονική έρευνα‐  αλλά αυτή καθαυτή η ιδέα, όπως και τόσα άλλα, υπονοείται αλλά δεν αναφέρεται ρητά στο  όραμα του Smith.  Αυτό στο οποίο ο Smith είναι αντίθετος είναι η ανάμιξη της κυβέρνησης στο μηχανισμό της  αγοράς.  Είναι  αντίθετος  στους  περιορισμούς  των  εισαγωγών  και  στις  επιδοτήσεις  των  εξαγωγών, αντίθετος σε νόμους για την προστασία της βιομηχανίας από τον ανταγωνισμό,  και αντίθετος στις δημόσιες δαπάνες για μη παραγωγικούς σκοπούς.

Παρατηρήστε ότι όλες  αυτές  οι  δραστηριότητες  της  κυβέρνησης  έχουν  αντίκτυπο  στην  ομαλή  λειτουργία  του  συστήματος  της  αγοράς.  Ο  Smith  δεν  αντιμετώπισε  ποτέ  το  πρόβλημα  που  έμελλε  να  προκαλέσει  τόσα  ερωτηματικά  και  ανησυχίες  σε  κατοπινές  γενιές,  δηλαδή  κατά  πόσο  η  κυβέρνηση  ενδυναμώνει  ή  εξασθενίζει  το  σύστημα  όταν  παρεμβαίνει  με  νομοθεσία  κοινωνικής  πρόνοιας.  Την  εποχή  του  Smith,  εκτός  από  τα  μέτρα  για  την  ανακούφιση  των  φτωχών, δεν υπήρχε σχεδόν κανένας άλλος νόμος κοινωνικής πρόνοιας ‐ η κυβέρνηση ήταν  ακραιφνής  σύμμαχος  των  αρχουσών  τάξεων  και  ο  μεγάλος  καβγάς  στους  κυβερνητικούς  κύκλους  ήταν  κατά  πόσο  θα  ωφελούνταν  περισσότερο  οι  γαιοκτήμονες  ή  οι  βιομηχανικές  τάξεις. 

Το  ερώτημα  κατά  πόσο  στα  οικονομικά  ζητήματα  θα  έπρεπε  να  έχει  λόγο  και  η  εργατική τάξη, δεν περνούσε καν από το μυαλό κανενός αξιοσέβαστου ατόμου.Ο μεγάλος εχθρός του συστήματος του Adam Smith δεν είναι τόσο η ίδια η κυβέρνηση όσο  τα κάθε είδους μονοπώλια. «Άνθρωποι του ιδίου κλάδου σπάνια συναντιούνται»72, λέει ο  Adam Smith, «αλλά η συζήτηση τους καταλήγει σε μια συνωμοσία εναντίον του κοινού, ή  σε κάποιο παραπλανητικό ελιγμό για να αυξήσουν τις τιμές».

Και το πρόβλημα με τέτοιες  ενέργειες  δεν  είναι  τόσο  το  γεγονός  ότι,  από  ηθική  άποψη,  είναι  κατακριτέες  ‐στο  κάτω  κάτω δεν είναι παρά η αναπόφευκτη συνέπεια της ανθρώπινης ιδιοτέλειας‐ αλλά κυρίως το  ότι  παρεμποδίζουν  την  ομαλή  λειτουργία  της  αγοράς.  Και  φυσικά  ο  Smith  έχει  δίκιο.  Αν  θέλουμε να εμπιστευτούμε τη λειτουργία της αγοράς για την παραγωγή του μεγαλύτερου  δυνατού  αριθμού  αγαθών  στις  χαμηλότερες  δυνατές  τιμές,  οτιδήποτε  παρεμβαίνει  στη  λειτουργία  της  αγοράς  αναπόφευκτα  μειώνει  την  κοινωνική  ευημερία.  Εάν,  όπως  συνέβαινε στην εποχή του Smith, κανένας πιλοποιός, οπουδήποτε στην Αγγλία, δεν μπορεί  να  απασχολεί  περισσότερους  από  δύο  παραγιούς,  ή  κανένας  κατασκευαστής  μαχαιροπίρουνων  στο  Σέφιλντ  δεν  μπορεί  να  απασχολεί  πάνω  από  έναν  παραγιό,  το  σύστημα  της  αγοράς  δεν  αφήνεται  να  αποδώσει  στο  μέγιστο  των  δυνατοτήτων  του. 

Εάν,  όπως στην εποχή του Smith, οι φτωχοί είναι προσδεδεμένοι στις ενορίες τους και δεν τους  επιτρέπεται να ζητήσουν δουλειά εκεί όπου προσφέρεται δουλειά, η αγορά δεν μπορεί να  προσελκύσει εργατικό δυναμικό εκεί που το χρειάζεται. Εάν, όπως στην εποχή του Smith, οι  μεγάλες εταιρίες αποκτούν το μονοπώλιο του εξωτερικού εμπορίου, το κοινό δεν μπορεί να  αποκομίσει τα πλήρη οφέλη από τα φθηνότερα προϊόντα του εξωτερικού.  Γι’ αυτό, λέει ο Smith, όλα αυτά τα εμπόδια πρέπει να παραμεριστούν. Η αγορά πρέπει να  αφεθεί ελεύθερη ώστε να βρει τα δικά της φυσικά επίπεδα τιμών και μισθών, κερδών και  παραγωγής. 

Οτιδήποτε  παρεμβαίνει  στην  αγορά  αποβαίνει  σε  βάρος  του  πραγματικού  πλούτου του έθνους. Αλλά, επειδή κάθε νομοθέτημα της κυβέρνησης ‐ακόμα και οι νόμοι  που επιβάλλουν το άσπρισμα των εργοστασίων ή απαγορεύουν το αλυσόδεμα των παιδιών  στις μηχανές‐ θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως παρεμπόδιση της ελεύθερης λειτουργίας της  αγοράς, επιχειρήματα ξεσηκωμένα από τον Πλούτο των εθνών χρησιμοποιήθηκαν αφειδώς  για  να  ανατρέψουν  τις  πρώτες  απόπειρες  εφαρμογής  νομοθεσίας  ανθρωπιστικής  φύσης. 

Έτσι,  από  μια  περίεργη  αδικία,  ο  άνθρωπος  που  προειδοποιούσε  ότι  οι  άπληστοι  βιομήχανοι του 18ου αιώνα «έχουν, κατά κανόνα, συμφέρον να εξαπατούν ή ακόμα και να  καταπιέζουν το κοινό», κατέληξε να θεωρείται ο οικονομικός προστάτης άγιός τους. Ακόμα  και  σήμερα,  από  μια  επιπόλαιη  άγνοια  της  πραγματικής  του  φιλοσοφίας,  ο  Smith  γενικά  θεωρείται  ως  ένας  συντηρητικός  οικονομολόγος,  ενώ  στην  πραγματικότητα  ήταν  απροκάλυπτα πιο εχθρικός ως προς τα κίνητρα των επιχειρηματιών απ’ ό,τι οι περισσότεροι  φιλελεύθεροι οικονομολόγοι των ημερών μας.1  Κατά μία έννοια, το όραμα του Adam Smith είναι μια μαρτυρία της πίστης του 18ου αιώνα  στον αναπόφευκτο θρίαμβο της λογικής και της τάξης πάνω στην αυθαιρεσία και το χάος. 

Μην προσπαθείτε να κάνετε το καλό, λέει ο Smith. Αφήστε το καλό να αναδυθεί μέσα από  την ιδιοτέλεια. Μόνον ένας φιλόσοφος θα εμπιστευόταν τόσο πολύ μια τεράστια κοινωνική  μηχανή και θα εκλογίκευε τα εγωιστικά ένστικτα μετατρέποντας τα σε κοινωνικές αρετές!  Δεν  υπάρχει  καμία  επιφύλαξη  στην  ακλόνητη  εμπιστοσύνη  που  τρέφει  ο  Smith  στις  συνέπειες  των  φιλοσοφικών  του  πεποιθήσεων.  Υποστηρίζει  ότι  οι  δικαστές  πρέπει  να  πληρώνονται  από  τους  αντίδικους  και  όχι  από  το  κράτος,  επειδή  μ’  αυτό  τον  τρόπο  το  προσωπικό τους συμφέρον θα τους κάνει να διεκπεραιώνουν ταχύτερα τις υποθέσεις.

https://sofokleous10.gr/2020/09/27/%ce%bf-%cf%85%cf%80%ce%ad%cf%81%ce%bf%cf%87%ce%bf%cf%82-%ce%ba%cf%8c%cf%83%ce%bc%ce%bf%cf%82-%cf%84%ce%bf%cf%85-adam-smith%ce%b9/

Σχετικα αρθρα

Ευρωπαϊκή Ένωση: Μετά την Ρωσία και την Κίνα, αντιμετωπίζει επίσης απειλή από τις Ηνωμένες Πολιτείες

admin

Κατασκευές: Στα ύψη το ανεκτέλεστο, νέα έργα άνω των 18 δισ. το 2025

admin

Bank of America: Οι 3 λόγοι που υπεραποδίδει η οικονομία της Ελλάδας

admin

S&P: Τρεις μειώσεις επιτοκίων φέτος από την ΕΚΤ, με εκκίνηση τον Ιούνιο, και άλλες τρεις το 2025

admin

Κινδυνεύει η Ευρώπη από τους ισλαμιστές τρομοκράτες;

admin

Στεγαστική κρίση: Ελάχιστα ακίνητα πλέον είναι διαθέσιμα για ενοικίαση

admin

Το αίνιγμα της οικονομίας στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές

admin

Περί της τρομοκρατικής επίθεσης στην Μόσχα. Cui bono?

admin

Η Ιαπωνία αναδύεται, η Κίνα τελειώνει – Το πρόβλημα των αφηγημάτων

admin

Συνεχίζεται η άνοιξη της ελληνικής αγοράς ακινήτων – Οι προοπτικές ανά κλάδο και οι νέες τάσεις

admin

Επιτόκια: «Κινητικότητα» στις κεντρικές τράπεζες- Τα «σήματα» Fed και ΕΚΤ

admin

ΤτΕ: Πλεόνασμα 1,7 δισ. ευρώ στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών τον Ιανουάριο

admin