Ο Μάρτιος ξυπνά μνήμες…ελληνικών ομολόγων. Πριν από ακριβώς δύο χρόνια, τον Μάρτιο του 2019, το ελληνικό Δημόσιο «τόλμησε» να βγει στις αγορές μέσω της έκδοσης 10ετούς ομολόγου. Η τελευταία φορά που εκδόθηκε 10ετές ελληνικό ομόλογο ήταν και πάλι Μάρτιο, όμως το μακρινό 2010, λίγο πριν η πόρτα των αγορών κλείσει ερμητικά για τη χώρα μας.
Το 2019, η ταλαιπωρημένη από την ύφεση και τη δεκαετή κρίση ελληνική οικονομία βγήκε από το καβούκι της και ζήτησε από τις διεθνείς αγορές να τιμολογήσουν τον κίνδυνο της χώρας. Είχε προηγηθεί η διπλή αναβάθμιση από τον οίκο Moody’ s μόλις δύο ημέρες πριν, που είχε βγάλει το ελληνικό αξιόχρεο από τον… πάτο των σκουπιδιών. Η Ελλάδα τελικά άντλησε 2,5 δισ. ευρώ με επιτόκιο 3,9%, ενώ οι συνολικές προσφορές έφτασαν τα 11,8 δισ. ευρώ.
Το 3,9% ήταν προφανώς υψηλό και μη βιώσιμο, ωστόσο αποτέλεσε ένα τεστ μετά από τόσα χρόνια αδυναμίας και απαξίωσης. Στη συνέχεια η αλλαγή κυβέρνησης και το σχέδιο εφαρμογής φιλικών προς την επιχειρηματικότητα και την ανάπτυξη πολιτικών ξεμπλόκαρε τους ελληνικούς τίτλους και μετά ήρθε η πανδημία να ανατρέψει τα πάντα.
Πριν ένα μήνα, το ελληνικό δημόσιο βγήκε ξανά στις αγορές με 10ετές ομόλογο, αυτή τη φορά με περίσσιο θάρρος αφού οι ελληνικοί τίτλοι συμμετέχουν για πρώτη φορά – λόγω της πανδημίας – στο έκτακτο QE της ΕΚΤ. Το αποτέλεσμα εκπληκτικό. Η Ελλάδα άντλησε 3,5 δισ. ευρώ με το χαμηλότερο επιτόκιο όλων των εποχών 0,75% (!) και το επενδυτικό ενδιαφέρον ήταν κάτι παραπάνω από εντυπωσιακό. Έλληνες και ξένοι επενδυτές προσέφεραν στο ελληνικό Δημόσιο 31 δισ. ευρώ, περίπου 10πλάσιο ποσό από αυτό που ζητούσε. Ας είναι καλά τα αρνητικά επιτόκια και η δίψα των επενδυτών για αποδόσεις…
Μέσα σε δύο χρόνια ο κίνδυνος της χώρας τιμολογείται τόσο διαφορετικά από τις αγορές και όσο η ΕΚΤ συνεχίσει να εντάσσει τους ελληνικούς τίτλους στο QE, τουλάχιστον δηλαδή έως τον Μάρτιο (πάλι Μάρτιος) του 2022, η κυβέρνηση θα έχει μία μεγάλη ευκαιρία να χρηματοδοτήσει τις ανάγκες της οικονομίας με ιστορικά χαμηλό κόστος.