Μέσα στα μεγάλα εργοστάσιά του δεν θα δημιουργούσε μόνο την τεχνολογική βάση του σοσιαλισμού ‐την ορθολογικά σχεδιασμένη παραγωγή‐ αλλά θα δημιουργούσε επίσης μια εκπαιδευμένη και πειθαρχημένη τάξη που θα αποτελούσε το φορέα του σοσιαλισμού ‐το δυσαρεστημένο προλεταριάτο.
Μέσα απ’ τη δική του την εσωτερική δυναμική, ο καπιταλισμός θα παρήγαγε και την ίδια του την πτώση και ταυτόχρονα θα εξέτρεφε τον ίδιο του τον εχθρό. Επρόκειτο για μια βαθύτατα σημαντική και διορατική ανάγνωση της ιστορίας, όχι μόνο για όσα προμηνυόταν για το μέλλον αλλά και για την όλη καινούρια οπτική που άνοιγε προς το παρελθόν. Έχουμε εξοικειωθεί με την «οικονομική ερμηνεία» της ιστορίας και μπορούμε να δεχτούμε ασμένως μια επανεκτίμηση του παρελθόντος που να αφορά, ας πούμε, τον αγώνα μεταξύ των ανερχόμενων εμπορικών τάξεων του 17ου αιώνα και της αριστοκρατίας ευγενών και γαιοκτημόνων.
Αλλά για τον Marx και τον Engels, δεν επρόκειτο για μια απλή άσκηση επανερμηνείας της ιστορίας. Η διαλεκτική οδηγούσε στο μέλλον, και αυτό το μέλλον, όπως αποκαλύπτεται στο Μανιφέστο, υποδείκνυε την επανάσταση ως την κατεύθυνση όπου κινείται ο καπιταλισμός. Με λόγια ζοφερά το Μανιφέστο διακήρυσσε: «Η ανάπτυξη της σύγχρονης βιομηχανίας… υποσκάπτει το ίδιο το θεμέλιο πάνω στο οποίο η αστική τάξη παράγει και ιδιοποιείται τα προϊόντα. Άρα αυτό που η αστική τάξη παράγει, πάνω απ’ όλα, είναι οι ίδιοι οι νεκροθάφτες της.
Η πτώση της και η επικράτηση του προλεταριάτου είναι το ίδιο αναπόφευκτα».Το Μανιφέστο, με τη βροντώδη και αμείλικτη ερμηνεία του της ιστορίας, δεν γράφτηκε στο Παρίσι. Η καριέρα του Marx σ’ αυτή την πόλη δεν κράτησε πολύ. Είχε την αρχισυνταξία ενός καυστικού ριζοσπαστικού περιοδικού και για άλλη μια φορά έθιξε τις ευαισθησίες της πρωσικής κυβέρνησης, οπότε, μετά από αίτημά της, απελάθηκε και από την πρωτεύουσα της Γαλλίας.
Από το 1843 είχε παντρευτεί την Τζένυ φον Βεστφάλεν, που έμενε στο διπλανό σπίτι όταν ήταν παιδιά. Η Τζένυ ήταν κόρη ενός Πρώσου αριστοκράτη και μέλους του Ανακτοβουλίου, όμως ο Βαρόνος φον Βεστφάλεν ήταν ανθρωπιστής και φιλελεύθερο πνεύμα. Μιλούσε στον νεαρό Marx για τον Όμηρο και τον Σαίξπηρ και του είχε μάλιστα γνωρίσει τις ιδέες του Saint‐Simon παρότι ο τοπικός επίσκοπος τις είχε κηρύξει αιρετικές. Όσο για την Τζένυ, ήταν η ωραία της πόλης. Όμορφη και με άπειρους επίδοξους μνηστήρες, θα μπορούσε εύκολα να βρει «καταλληλότερο» γαμπρό από τον μελαχρινό της γείτονα.
Αλλά ήταν ερωτευμένη μαζί του και οι οικογένειές τους δεν είχαν καμία απολύτως αντίρρηση. Για την οικογένεια Marx θα ήταν ένας σημαντικός κοινωνικός θρίαμβος, ενώ για τον Βαρόνο ήταν ίσως μια ευτυχής δικαίωση των ανθρωπιστικών του αντιλήψεων. Αναρωτιέται κανείς κατά πόσο θα έδινε ποτέ τη συγκατάθεσή του αν μπορούσε να προβλέψει την τύχη της κόρης του.
Η Τζένυ έμελλε να βρεθεί στη φυλακή, όπου θα μοιραζόταν το κρεβάτι της με μια κοινή πόρνη, και θα αναγκαζόταν να ζητιανέψει από ένα γείτονα για να αγοράσει το φέρετρο όπου θα έθαβε ένα από τα παιδιά της. Αντί των ευχάριστων ανέσεων και του κοινωνικού γοήτρου του Τρίερ, θα περνούσε τα περισσότερα χρόνια της ζωής της σε δύο άθλια δωμάτια μιας φτωχογειτονιάς του Λονδίνου, όπου μοιραζόταν με τον άντρα της το διασυρμό ενός εχθρικού κόσμου. Και όμως ήταν ένας γάμος που διακρινόταν από βαθιά αφοσίωση. Στις συναλλαγές του με τρίτους ο Marx ήταν τραχύς, καχύποπτος και οργίλος∙ αλλά ήταν ανοιχτόκαρδος πατέρας και στοργικός σύζυγος. Για ένα διάστημα, όταν η γυναίκα του ήταν άρρωστη, ο Marx βρήκε παρηγοριά στη Λένχεν, την υπηρέτρια της οικογένειας φον Βεστφάλεν, που έμενε μαζί τους χωρίς αμοιβή για όλες τους τις μέρες‐ αλλά ούτε αυτή η απιστία του, από την οποία προέκυψε και ένα παιδί που ο Marx δεν αναγνώρισε ποτέ, δεν μπόρεσε να καταστρέψει μια σχέση δυνατού πάθους. Αργότερα, πολύ αργότερα, όταν η Τζένυ πέθαινε και ο Marx ήταν άρρωστος, η κόρη τους έγινε μάρτυρας της παρακάτω σκηνής:
Η αγαπημένη μας μητέρα ήταν ξαπλωμένη στο μεγάλο μπροστινό δωμάτιο και ο Μαυριτανός ήταν ξαπλωμένος στο μικρό δωμάτιο δίπλα… Ποτέ δεν θα ξεχάσω το πρωινό που αισθάνθηκε αρκετά δυνατός για να πάει στο δωμάτιο της μητέρας. Όταν βρίσκονταν μαζί, ξανάνιωναν – αυτή γινόταν κοριτσάκι κι αυτός ένας τρυφερός νέος, κι οι δυο τους στο ξεκίνημα της ζωής, όχι ένας άρρωστος γέρος και μια ετοιμοθάνατη γριά που χώριζαν για πάντα.
Η οικογένεια Marx μετακόμισε στο London το 1849. Μετά την απέλασή τους από το Παρίσι τέσσερα χρόνια πριν, κατέληξαν στις Βρυξέλλες, όπου γράφτηκε το Μανιφέστο και όπου έμειναν μέχρι το επαναστατικό ξέσπασμα του 1848. Τότε, μόλις ο βασιλιάς του Βελγίου διασφάλισε τη θέση του στον απειλούμενο θρόνο του, διέταξε να συλληφθούν οι ηγέτες των ριζοσπαστών στην πρωτεύουσά του και ο Marx αναγκάστηκε να διαφύγει για λίγο στη Γερμανία. Η ιστορία επαναλήφθηκε άλλη μια φορά. Ο Marx ανέλαβε την αρχισυνταξία μιας εφημερίδας και δεν πέρασε πολύς καιρός πριν αποφασίσει η κυβέρνηση να την κλείσει. Ο Marx τύπωσε το τελευταίο φύλλο της με κόκκινο χρώμα ‐ και αναζήτησε καταφύγιο στο London. Τα οικονομικά του ήταν πια σε απελπιστική κατάσταση. Ο Engels βρισκόταν στο Μάντσεστερ, όπου έκανε την περίεργη διπλή ζωή του (ήταν ένα από τα ευυπόληπτα μέλη του Χρηματιστηρίου του Μάντσεστερ), και εξασφάλιζε στους Marx μια αδιάκοπη ροή επιταγών και δανείων. Αν ο Marx είχε μια τάξη στα οικονομικά του, ίσως η οικογένειά του θα μπορούσε να ζήσει με αξιοπρέπεια. Αλλά ο Marx ήταν ανίκανος να ρεγουλάρει τα οικονομικά του.
Έτσι τα παιδιά έκαναν μαθήματα μουσικής και στο σπίτι στερούνταν τη θέρμανση. Η ζωή τους ήταν ένας αδιάκοπος αγώνας να αποφύγουν τη χρεοκοπία και τα οικονομικά προβλήματα ήταν πάντα μια ασφυκτική πραγματικότητα. Ήταν συνολικά πέντε άτομα, μαζί με τη Λένχεν. Ο Marx δεν είχε δουλειά, εκτός από τις καθημερινές επισκέψεις του στο Βρετανικό Μουσείο από τις δέκα το πρωί ως τις εφτά το βράδυ. Προσπάθησε να βγάλει λίγα χρήματα γράφοντας άρθρα για την πολιτική κατάσταση για λογαριασμό της New York Tribune, της οποίας ο αρχισυντάκτης, ο Τσαρλς Α. Ντέινα, ήταν οπαδός του Φουριέ και δεν είχε αντίρρηση για μερικές μπηχτές εναντίον της ευρωπαϊκής πολιτικής. Αυτό βοήθησε για λίγο, αν και πάλι ο Engels ήταν αυτός που έβγαζε το φίδι από την τρύπα γράφοντας ο ίδιος πολλά από τα άρθρα του, ενώ ο Marx τού έστελνε γράμματα με συμβουλές του είδους: «Πρέπει τα άρθρα για τον πόλεμο να τα χρωματίζεις λίγο περισσότερο».
Όταν έπαψε να αρθρογραφεί, προσπάθησε να πιάσει μια θέση γραφείου στους σιδηρόδρομους αλλά τον απέρριψαν λόγω του απαράδεκτου γραφικού χαρακτήρα του. Στη συνέχεια, έβαλε ενέχυρο ό,τι του είχε απομείνει, μια και τα ασημικά και τα τιμαλφή της οικογένειας τα είχε ξεπουλήσει από καιρό. Υπήρχαν μέρες που η κατάσταση ήταν τόσο απελπιστική που αναγκαζόταν να μένει μέσα στο σπίτι επειδή είχε βάλει ενέχυρο το παλτό του ή ακόμα και τα παπούτσια του∙ άλλες φορές πάλι δεν του φτάνανε τα λεφτά να αγοράσει γραμματόσημα για να στείλει τα γραφτά του στον εκδότη του.
Αυτό που περιέπλεκε τα πράγματα ακόμα περισσότερο ήταν που υπέφερε από πολύ επώδυνους καλόγερους. Ένα βράδυ που γύρισε στο σπίτι του, αφού είχε περάσει ώρες ολόκληρες να γράφει στο Μουσείο και να πονάει, δήλωσε: «Ελπίζω η μπουρζουαζία όσο θα ζει να έχει λόγους να θυμάται τους καλόγερούς μου». Είχε μόλις ολοκληρώσει το φοβερό εκείνο κομμάτι του Κεφαλαίου που περιγράφει την «Εργάσιμη Ημέρα». Μοναδικό του αποκούμπι ήταν ο Engels. Ο Marx τού έγραφε το ένα γράμμα μετά το άλλο, θίγοντας θέματα οικονομίας, πολιτικής, μαθηματικών, στρατιωτικής τακτικής και κάθε άλλο πιθανό και απίθανο θέμα, αλλά κυρίως την προσωπική του κατάσταση. Ένα αντιπροσωπευτικό απόσπασμα αναφέρει:
Η γυναίκα μου είναι άρρωστη. Η μικρή Τζένυ είναι άρρωστη. Η Λένχεν είχε κάποιο νευρικό πυρετό και δεν μπορώ να φωνάξω γιατρό γιατί δεν έχω χρήματα να τον πληρώσω. Εδώ και οχτώ με δέκα μέρες ζούμε με ψωμί και πατάτες και είναι πια αμφίβολο αν θα μπορούμε να έχουμε έστω κι αυτά… Δεν έχω γράψει τίποτε για τον Ντέινα γιατί δεν είχα ούτε μία πένα να πάω να διαβάσω τις εφημερίδες… Πώς θα μπορέσω να ξεφύγω από αυτό το διαολεμένο αδιέξοδο; Στο τέλος, και αυτό ήταν το πιο απαίσιο αλλά απαραίτητο για να μην τα τινάξουμε όλοι, αναγκάστηκα τις τελευταίες 8-10 μέρες να ζητιανέψω λίγα σελίνια και πένες από κάποιους Γερμανούς…
Μόνο τα τελευταία χρόνια έφτιαξαν κάπως τα πράγματα. Ένας φίλος από τα παλιά άφησε μια μικρή κληρονομιά στον Marx και αυτό του επέτρεψε να ζήσει με κάποια άνεση, ακόμα και να ταξιδέψει λίγο για λόγους υγείας. Αλλά και ο Engels κληρονόμησε κάποια χρήματα και άφησε τη δουλειά του∙ το 1869 πήγε στο γραφείο του για τελευταία φορά και μετά διέσχισε τα λιβάδια για να συναντήσει την κόρη του Marx, «στριφογυρίζοντας το μπαστούνι του στον αέρα και τραγουδώντας, με πρόσωπο να αστράφτει από τη χαρά». Το 1881 πέθανε η Τζένυ∙ είχε θάψει τα δύο από τα πέντε παιδιά της, και το ένα απ’ αυτά ήταν ο μοναχογιός τους. Ήταν γερασμένη και εξαντλημένη.
Ο Marx ήταν τόσο άρρωστος που δεν πήγε στην κηδεία ‐ όταν τον είδε ο Engels, είπε: «Πέθανε και ο Μαυριτανός». Δεν ήταν έτσι ακριβώς: άντεξε δύο χρόνια ακόμα. Αρνήθηκε να εγκρίνει τους συζύγους που διάλεξαν οι δύο από τις κόρες του∙ είχε κουραστεί με τον αλληλοσπαραγμό του εργατικού κινήματος και, μια μέρα, έκανε μια δήλωση («Δεν είμαι Μαρξιστής»160) που από τότε δεν έπαψε να ταλανίζει τους πιστούς οπαδούς του∙ και τέλος, ένα μαρτιάτικο απόγευμα, εγκατέλειψε ήρεμα τον κόσμο.
Τι έκανε όλα αυτά τα χρόνια της στέρησης; Πρώτα απ’ όλα, είχε δημιουργήσει ένα διεθνές εργατικό κίνημα. Στα νεανικά του χρόνια, ο Marx είχε γράψει: «Ως τώρα οι φιλόσοφοι αρκούνταν να ερμηνεύουν τον κόσμο με διάφορους τρόπους∙ το θέμα, ωστόσο, είναι να τον αλλάξεις»161. Στη δική τους ερμηνεία της ιστορίας, ο Marx και ο Engels είχαν απονείμει αυτό τον τιμητικό τίτλο στο προλεταριάτο∙ τώρα ανέλαβαν να καθοδηγήσουν το προλεταριάτο, ώστε να μπορέσει να ασκήσει τη μεγαλύτερη δυνατή επιρροή στην ιστορία. Η προσπάθειά τους δεν στέφτηκε με μεγάλη επιτυχία. Τον ίδιο καιρό που εκδόθηκε το Μανιφέστο, ιδρύθηκε και η Ένωση των Κομουνιστών, αλλά ποτέ δεν ήταν κάτι περισσότερο από μια οργάνωση στα χαρτιά. Το Μανιφέστο, που αποτέλεσε την ιδεολογική της πλατφόρμα, δεν κυκλοφόρησε στο ευρύτερο κοινό και, με την καταστολή της επανάστασης του 1848, τερμάτισε το βίο της και η Ένωση. Τη διαδέχτηκε το 1864 μια πολύ πιο φιλόδοξη οργάνωση, η Διεθνής Ένωση Εργατών. Η Διεθνής αριθμούσε εφτά εκατομμύρια μέλη και ήταν αρκετά ενεργή ώστε να παίξει ρόλο σε ένα απεργιακό κύμα που σάρωσε την ηπειρωτική Ευρώπη και να αποκτήσει μια αρκετά τρομακτική φήμη. Κι αυτή όμως ήταν καταδικασμένη να είναι βραχύβια.
Η Διεθνής δεν αποτελείτο από έναν σκληρό και πειθαρχημένο στρατό Κομουνιστών, αλλά από ένα ετερόκλητο πλήθος από Οουενιστές, Προυντονιστές, Φουριεριστές, μετριοπαθείς Σοσιαλιστές, φανατικούς εθνικιστές και συνδικαλιστές που αντιμετώπιζαν με καχυποψία οποιαδήποτε επαναστατική θεωρία. Με πολλή μαστοριά, ο Marx κατάφερε να τους κρατήσει ενωμένους για πέντε χρόνια και κατόπιν η Διεθνής διαλύθηκε. Ορισμένοι ακολούθησαν τον Μπακούνιν, έναν γιγαντόσωμο άνδρα με προϊστορία γνήσιου επαναστάτη στη Σιβηρία και την εξορία (λεγόταν ότι οι λόγοι που έβγαζε συνέγειραν το ακροατήριό του σε τέτοιο σημείο που οι ακροατές θα έκοβαν και το λαιμό τους αν τους το ζητούσε)∙ άλλοι έστρεψαν και πάλι την προσοχή τους στα εθνικά ζητήματα. Η τελευταία συνάντηση της Διεθνούς έγινε στη New York το 1874. Ήταν μια θλιβερή αποτυχία.
Όμως, πιο σημαντικός και από τη δημιουργία της Πρώτης Διεθνούς ήταν ο ιδιαίτερος τόνος που έδωσε ο Marx στις υποθέσεις της εργατικής τάξης. Αυτός ο πλέον εριστικός και αδιάλλακτος των ανθρώπων αδυνατούσε, από την αρχή, να πιστέψει ότι θα μπορούσε να έχει δίκιο οποιοσδήποτε διαφωνούσε με τη δική του συλλογιστικής. Ως οικονομολόγος ήταν ακριβολόγος, ως φιλόσοφος και ιστορικός εύγλωττος, ως επαναστάτης υβριστικός. Κατέφευγε ακόμα και σε αντισημιτισμό. Αποκαλούσε τους αντιπάλους του «αγροίκους», «αχρείους» ή ακόμα και «κοριούς». Στα πρώτα στάδια της καριέρας του, όταν ήταν ακόμη στις Βρυξέλλες, δέχτηκε την επίσκεψη ενός Γερμανού ράφτη ονόματι Βάιτλινγκ. Ο Βάιτλινγκ ήταν δοκιμασμένο τέκνο του εργατικού κινήματος∙ στα πόδια είχε ουλές από τα σιδηρά δεσμά των πρωσικών φυλακών και μια μακρά ιστορία ανιδιοτελών και γενναίων προσπαθειών για λογαριασμό των Γερμανών εργατών.
Ήρθε να μιλήσει στον Marx για θέματα όπως δικαιοσύνη, αδελφοσύνη και αλληλεγγύη∙ αντ’ αυτών βρέθηκε αντιμέτωπος με μια ανηλεή ανάκριση σχετικά με τις «επιστημονικές αρχές» του σοσιαλισμού. Ο άτυχος Βάιτλινγκ σάστισε και οι απαντήσεις του δεν κρίθηκαν ικανοποιητικές. Ο Marx, που καθόταν σαν αρχιανακριτής, σηκώθηκε επάνω και άρχισε να βηματίζει νευριασμένος στο δωμάτιο. «Η άγνοια δεν έχει μέχρι τώρα βοηθήσει κανένα»163, ξεφώνισε. Η ακρόαση είχε πάρει τέλος.
Ένας άλλος που αντιμετώπισε τη μήνι του ήταν ο Βίλιτς, ένας πρώην Πρώσος λοχαγός που είχε πολεμήσει στη Γερμανική επανάσταση και αργότερα θα αναδεικνυόταν στο βαθμό του στρατηγού πολεμώντας με την πλευρά των Βορείων στον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο. Ήταν ωστόσο προσηλωμένος στην «αντιμαρξιστική» αντίληψη ότι η «καθαρή θέληση» θα μπορούσε να αποτελέσει την κινητήρια δύναμη της επανάστασης στη θέση των «πραγματικών συνθηκών»∙ γι’ αυτή την άποψή του ‐που κάποια μέρα ο Λένιν θα αποδείκνυε ότι δεν ήταν και τόσο εξωπραγματική‐ εκδιώχτηκε κι αυτός από το κίνημα. Ο κατάλογος θα μπορούσε να επεκταθεί εις το διηνεκές. Αλλά, για ένα κίνημα που μια μέρα θα εκφυλιζόταν σ’ ένα εσωτερικό κυνήγι μαγισσών για «λικβινταριστές» και «αντεπαναστάτες», κανένα επεισόδιο δεν ήταν πιο προκλητικό και πιο προφητικό από τη διαμάχη μεταξύ Marx και Προυντόν. Ο Πιερ Προυντόν, γιος ενός Γάλλου βαρελοποιού, ήταν ένας ευφυέστατος αυτοδίδακτος Σοσιαλιστής που είχε συνταράξει τη γαλλική διανόηση με ένα βιβλίο με τίτλο Τι είναι η ιδιοκτησία; Η απάντηση του Προυντόν ήταν: Η ιδιοκτησία είναι κλοπή ‐ και ζητούσε να μπει τέλος στα τεράστια ιδιωτικά πλούτη αν και όχι σε κάθε μορφή ατομικής ιδιοκτησίας. Συναντήθηκε με τον Marx και συνομιλούσαν και αλληλογραφούσαν, και κάποτε ο Marx τού ζήτησε να ενώσει τις δυνάμεις του με τον ίδιο και τον Engels.
Η απάντηση του Προυντόν ήταν τόσο συγκινητική και τόσο προφητική που αξίζει να παραθέσουμε ένα μεγάλο απόσπασμα: Ας αναζητήσουμε μαζί, αν το επιθυμείς, τους νόμους της κοινωνίας, τον τρόπο που καταλήγουμε σ’ αυτούς τους νόμους, τη διαδικασία με την οποία θα καταφέρουμε να τους ανακαλύψουμε• αλλά, για όνομα του Θεού, αφού έχουμε συντρίψει όλους τους προϋπάρχοντες δογματισμούς, ας μην προσπαθήσουμε με τη σειρά μας να κατηχήσουμε εμείς τον κόσμο… Επικροτώ με όλη μου την καρδιά τη σκέψη σου για την προσέλκυση απόψεων κάθε απόχρωσης• ας κάνουμε μια καλή και συνεπή πολεμική, ας δώσουμε στον κόσμο το παράδειγμα της φωτισμένης και διορατικής διαλλακτικότητας, αλλά ας μη γίνουμε οι ίδιοι -επειδή είμαστε επικεφαλής ενός κινήματος- οι ηγέτες μιας νέας αδιαλλαξίας, ας μην προβληθούμε ως οι απόστολοι μιας νέας θρησκείας, ακόμα κι αν πρόκειται για τη θρησκεία της λογικής, για τη θρησκεία του ορθού λόγου. Ας μαζευτούμε και ας ενθαρρύνουμε κάθε διαφωνία, ας καταδικάσουμε κάθε αποκλεισμό και κάθε μυστικισμό, ας μη θεωρήσουμε ποτέ ότι ένα ζήτημα έχει εξαντληθεί, και όταν θα έχουμε πει και το τελευταίο μας επιχείρημα, ας ξαναρχίσουμε από την αρχή αν πρέπει – με ευφράδεια και ειρωνεία. Με αυτούς τους όρους, θα προσχωρήσω με χαρά στην ένωσή σας. Ειδάλλως, όχι!
Πώς απάντησε ο Marx; Ο Προυντόν είχε γράψει ένα βιβλίο με τίτλο Η φιλοσοφία της αθλιότητας (The Philosophy of Poverty). Ο Marx ανταπάντησε με μια συντριπτική κριτική που τιτλοφόρησε Η αθλιότητα της φιλοσοφίας (The Poverty of Philosophy). Το μοτίβο της αδιαλλαξίας δεν θα εξέλιπε ποτέ. Την Πρώτη Διεθνή διαδέχτηκε η ήπια και καλοπροαίρετη Δευτέρα Διεθνής ‐ η οποία περιλάμβανε Σοσιαλιστές όπως τον Μπέρναρντ Σω, τον Ράμσεϊ ΜακΝτόναλντ και τον Πιλσούντσκι (αλλά και τον Λένιν και τον Mussolini!) και μετά η περιβόητη Τρίτη Διεθνής, που οργανώθηκε υπό την αιγίδα της Μόσχας.
Ωστόσο, ο αντίκτυπος αυτών των μεγάλων κινημάτων ήταν ίσως μικρότερος από την εμμονή αυτής της στενοκεφαλιάς, αυτή την εξοργιστική απόλυτη άρνηση να γίνει ανεκτή η διαφωνία, την οποία κληρονόμησε ο κομουνισμός από τον κυριότερο ιδρυτή του. Αν ο Marx, κατά την πολυετή εξορία του, δεν είχε δημιουργήσει κάτι περισσότερο από ένα επαναστατικό εργατικό κίνημα, σήμερα δεν θα ήταν η σημαντική παγκόσμια μορφή με τις διαστάσεις που έχει. Ο Marx ήταν απλώς ένας από μια ντουζίνα επαναστάτες και μάλιστα όχι από τους πιο επιτυχημένους∙ ήταν ένας από άλλη μια ντουζίνα προφήτες του σοσιαλισμού και μάλιστα δεν έγραψε σχεδόν τίποτε για το πώς θα ήταν αυτή η νέα κοινωνία. Η κύρια συμβολή του βρίσκεται τελικά αλλού: στη διαλεκτική υλιστική θεωρία του της ιστορίας και, ακόμα περισσότερο, στην πεσιμιστική ανάλυσή του των προοπτικών της καπιταλιστικής οικονομίας.
«Η ιστορία του καπιταλισμού», διαβάζουμε στο Πρόγραμμα της Κομουνιστικής Διεθνούς που υιοθετήθηκε το 1929 ‐ένα είδος μεταγενέστερης αναδιατύπωσης του Κομουνιστικού Μανιφέστου‐ «έχει επιβεβαιώσει πλήρως τη μαρξιστική θεωρία των νόμων της ανάπτυξης της καπιταλιστικής κοινωνίας και των αντιφάσεών της, που οδηγούν στην καταστροφή ολόκληρου του καπιταλιστικού συστήματος». Ποιοι ήταν αυτοί οι νόμοι; Ποια ήταν η πρόγνωση του Marx για το σύστημα που γνώριζε; Η απάντηση βρίσκεται στο τεράστιο έργο Το Κεφάλαιο (Das Kapital).
Με τη βασανιστική διεξοδικότητα του Marx, είναι εντυπωσιακό ότι κατάφερε να τελειώσει αυτό το έργο ‐ αν και, κατά μία έννοια, δεν το ολοκλήρωσε ποτέ. Η διαδικασία της συγγραφής του κράτησε 18 χρόνια: το 1851 θα τέλειωνε «σε πέντε εβδομάδες»∙ το 1859 «σε έξι εβδομάδες»∙ το 1865 ήταν «τελειωμένο» ‐ ένα τεράστιο πάκο δυσανάγνωστων χειρογράφων που χρειάστηκαν δύο χρόνια για να ετοιμαστεί η έκδοση του Πρώτου Τόμου. Όταν πέθανε ο Marx το 1883, έμενε να εκδοθούν τρεις τόμοι ακόμα: ο Engels εξέδωσε το Δεύτερο Τόμο το 1885 και τον Τρίτο το 1894. Ο τελευταίος τόμος χρειάστηκε να περιμένει μέχρι το 1910.* Συνολικά περιέχει 2.500 σελίδες για τον ατρόμητο μελετητή που είναι διατεθειμένος να κάνει την προσπάθεια. Και τι σελίδες! Ορισμένες καταπιάνονται με τις πιο μικρές τεχνικές λεπτομέρειες και τις αναλύουν διεξοδικά μέχρι εξάντλησης∙ άλλες πάλι διέπονται από πάθος και οργή. Εδώ έχουμε να κάνουμε μ’ έναν οικονομολόγο που έχει διαβάσει όλους.
Δεν θα πρέπει ωστόσο να βγάλουμε το αβασάνιστο συμπέρασμα ότι έχουμε να κάνουμε με ένα οργίλο κείμενο που καταφέρεται εναντίον των αμαρτημάτων των μοχθηρών βαρόνων του χρήματος. Είναι διάσπαρτο με παρατηρήσεις που μαρτυρούν την πλήρη εμπλοκή του άνδρα με τον θεωρητικό του αντίπαλο αλλά, όσο περίεργο κι αν φαίνεται, η μεγαλύτερη αρετή του βιβλίου είναι η απόλυτη αποστασιοποίηση του από κάθε ηθικολογία. Το βιβλίο περιγράφει με μένος αλλά αναλύει με ψυχρή λογική.
Αυτό που έβαλε σαν στόχο του ο Marx ήταν να ανακαλύψει τις εσώτερες τάσεις του καπιταλιστικού συστήματος, τους εγγενείς νόμους κίνησής του, και με αυτό τον τρόπο απέφυγε την εύκολη αλλά λιγότερο πειστική μέθοδο της απλής ανάπτυξης των πρόδηλων μειονεκτημάτων του. Αντ’ αυτής εγείρει τον πιο αγνό και ανόθευτο καπιταλισμό που μπορεί να φανταστεί κανείς και, μέσα στα πλαίσια αυτού του αμιγούς θεωρητικού συστήματος με έναν φανταστικό καπιταλισμό από τον οποίο έχουν αφαιρεθεί όλες οι προφανείς ατέλειες της καθημερινής ζωής, ο Marx αναζητά το θήραμά του. Αν μπορέσει να αποδείξει ότι ακόμα και ο καλύτερος καπιταλισμός που μπορεί να φανταστεί κανείς οδεύει προς την καταστροφή, πολύ πιο εύκολα θα αποδείξει ότι ο πραγματικός καπιταλισμός θα ακολουθήσει την ίδια πορεία, μόνο πιο γρήγορα.* Έτσι δημιουργεί το θεωρητικό του πλαίσιο.
Εισερχόμαστε στον κόσμο ενός τέλειου καπιταλισμού: χωρίς μονοπώλια, χωρίς συνδικάτα, χωρίς ειδικά πλεονεκτήματα για κανένα. Είναι ένας κόσμος στον οποίο κάθε προϊόν πουλιέται ακριβώς στην κατάλληλη τιμή του. Και αυτή η σωστή τιμή είναι η αξία του ‐ μια λέξη που εύκολα ξεγελά. Όπως λέει ο Marx (ακολουθώντας ουσιαστικά τον Ricardo), η αξία ενός προϊόντος είναι η ποσότητα εργασίας που περιέχει: αν απαιτείται διπλάσια εργασία για να φτιάξουμε καπέλα από το να φτιάξουμε παπούτσια, τότε η τιμή των καπέλων πρέπει να είναι διπλάσια από την τιμή των παπουτσιών. Η εργασία, βέβαια, δεν χρειάζεται να είναι άμεση χειρωνακτική εργασία∙ μπορεί να είναι γενική εργασία που επιμερίζεται σε πολλά προϊόντα, ή μπορεί να είναι εργασία που κάποτε αναλώθηκε στην κατασκευή μιας μηχανής και που, μέσω της μηχανής, περνά στα προϊόντα που αυτή κατασκευάζει. Όλα πάντα ανάγονται τελικά σε εργασία με τη μια ή την άλλη μορφή και όλα τα προϊόντα σ’ αυτό το τέλειο σύστημα θα τιμολογούνται ανάλογα με την ποσότητα άμεσης ή έμμεσης εργασίας που περιέχουν, Σ’ αυτό τον κόσμο διαδραματίζουν το ρόλο τους οι δύο μεγάλοι πρωταγωνιστές του καπιταλιστικού δράματος: ο εργάτης και ο καπιταλιστής ‐ ο γαιοκτήμονας έχει ήδη υποβαθμιστεί σε ένα πολύ μικρό ρόλο στην κοινωνία.
Δεν πρόκειται για ακριβώς τους ίδιους πρωταγωνιστές που συναντήσαμε προηγουμένως σε παρόμοια οικονομικά σενάρια. Ο εργάτης δεν είναι πια σκλάβος των αναπαραγωγικών του ορμών. Είναι ένας ελεύθερα διαπραγματευόμενος παράγοντας που εισέρχεται στην αγορά για να διαθέσει το μοναδικό προϊόν που του ανήκει ‐την εργασιακή του δύναμη‐ και, αν αυξήσει το μισθό του, δεν θα είναι τόσο ανόητος ώστε να κατασπαταλήσει την αύξηση σε έναν αυτοϋπονομευτικό πολλαπλασιασμό των αριθμών του. Στην αρένα αυτή τον αντιμετωπίζει ο καπιταλιστής. Η βουλιμία του για τα πλούτη περιγράφεται με καυστικότητα στα κεφάλαια που αφήνουν για λίγο το θεωρητικό κόσμο προκειμένου να εξετάσουν την Αγγλία του 1860. Αξίζει να σημειώσουμε ότι η βουλιμία του δεν αποδίδεται σε απλά αρπακτικά κίνητρα∙ είναι ένας ιδιοκτήτης‐επιχειρηματίας που συμμετέχει σε μια αδιάκοπη κούρσα με ανταγωνιστές του άλλους ιδιοκτήτες‐επιχειρηματίες∙ πρέπει να αγωνιστεί για τη συσσώρευση, αφού στο ανταγωνιστικό περιβάλλον όπου δρα, ή είσαι παράγοντας συσσώρευσης ή είσαι αντικείμενο συσσώρευσης.
Το σκηνικό έχει στηθεί και οι πρωταγωνιστές παίρνουν τις θέσεις τους. Εδώ, όμως, παρουσιάζεται η πρώτη δυσκολία. Πώς είναι δυνατό να προκύψουν κέρδη σε μια τέτοια κατάσταση, αναρωτιέται ο Marx. Αν όλα πωλούνται ακριβώς στην αξία τους, τότε ποιος παίρνει μια μη δεδουλευμένη διαφορά; Κανένας δεν τολμά να αυξήσει την τιμή του πάνω από την ανταγωνιστική τιμή και, αν κάποιος πωλητής κατάφερνε να ξεγελάσει έναν αγοραστή, αυτός ο αγοραστής θα είχε λιγότερα να ξοδέψει αλλού στην οικονομία ‐ έτσι το κέρδος του ενός θα γινόταν η ζημία κάποιου άλλου. Πώς μπορεί να υπάρχει κέρδος στο όλο σύστημα αν όλα ανταλλάσσονται στην πραγματική τους αξία; Μοιάζει με παραδοξολογία. Μπορούμε να εξηγήσουμε εύκολα τα κέρδη αν υποθέσουμε ότι υπάρχουν μονοπώλια που δεν είναι αναγκασμένα να υπακούουν στις ισοπεδωτικές επιρροές του ανταγωνισμού ή αν παραδεχτούμε ότι οι καπιταλιστές πληρώνουν τους εργάτες λιγότερο από ό,τι αξίζουν.
Αλλά ο Marx δεν τα δέχεται αυτά ‐ ο καπιταλισμός που θα σκάψει μόνος του τον τάφο του είναι ο ιδεώδης καπιταλισμός. Την απάντηση στο παράδοξο τη βρίσκει σ’ ένα εμπόρευμα που διαφέρει απ’ όλα τα άλλα. Το εμπόρευμα αυτό είναι η εργασιακή δύναμη. Ο εργάτης, όπως και ο καπιταλιστής, πουλά το προϊόν του ακριβώς στην αξία του. Και η αξία του, όπως η αξία κάθε άλλου πράγματος που πουλιέται, είναι η ποσότητα εργασίας που περιέχει ‐ σ’ αυτή την περίπτωση, η ποσότητα εργασίας που απαιτείται για να «δημιουργηθεί» η εργασιακή δύναμη. Μ’ άλλα λόγια, η ενέργεια ενός εργάτη που μπορεί να πουληθεί αξίζει όσο η ποσότητα κοινωνικά αναγκαίας εργασίας που απαιτείται για να μπορέσει να αναπαραχθεί αυτός ο εργάτης.
Ο Smith και ο Ricardo θα συμφωνούσαν απολύτως∙ η αξία ενός εργάτη είναι τα χρήματα που χρειάζεται για να μπορεί να υπάρξει. Είναι ο μισθός συντήρησής του. Έως εδώ, έχει καλώς. Ερχόμαστε όμως τώρα στη λύση του προβλήματος του κέρδους. Ο εργάτης που αναλαμβάνει την εκτέλεση έργου μπορεί να ζητήσει μόνο το μισθό που του αξίζει. Το ύψος του μισθού εξαρτάται, όπως είδαμε, από την ποσότητα του χρόνου εργασίας που απαιτείται για τη συντήρηση του εργάτη. Αν απαιτούνται έξι ώρες κοινωνικής εργασίας την ημέρα για να συντηρηθεί ο εργάτης, τότε (αν, ας πούμε, η εργασία τιμάται ένα δολάριο την ώρα) «αξίζει» έξι δολάρια την ημέρα και όχι παραπάνω. Όμως ο εργάτης που προσφέρει την εργασία του δεν αναλαμβάνει να εργαστεί μόνο έξι ώρες την ημέρα. Αυτό ίσα‐ίσα θα έφτανε για τη συντήρησή του.
Αντιθέτως, αναλαμβάνει να εργαστεί ένα ολόκληρο οκτάωρο ή, στις ημέρες του Marx, εργάσιμη ημέρα δέκα ή ένδεκα ωρών. Άρα θα παραγάγει ποσότητα αξίας δέκα ή ένδεκα ωρών και θα πληρωθεί μόνο για έξι. Ο μισθός του θα καλύψει τη συντήρησή του, που είναι η πραγματική του «αξία», αλλά, σε αντάλλαγμα, θα διαθέσει στον καπιταλιστή την αξία που παράγει σε μια πλήρη εργάσιμη ημέρα. Κι έτσι προκύπτει το κέρδος. Ο Marx ονόμασε «υπεραξία» αυτή την ποσότητα απλήρωτης εργασίας. Ο όρος δεν υποδηλώνει ηθικό στίγμα.
Ο εργάτης δικαιούται μόνο την αξία της εργασιακής του δύναμης και την εισπράττει ολόκληρη. Αλλά ο καπιταλιστής εισπράττει την πλήρη αξία της εργάσιμης ημέρας του εργάτη, που είναι περισσότερες ώρες από τις ώρες για τις οποίες αμείβεται. Έτσι, όταν ο καπιταλιστής πουλά τα προϊόντα του, μπορεί να τα πουλά στην πραγματική τους αξία και όμως να πραγματοποιεί κέρδος, επειδή τα προϊόντα του ενσωματώνουν περισσότερο χρόνο εργασίας από το χρόνο εργασίας για τον οποίο χρειάστηκε να πληρώσει.