Το Ταμείο Ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας, αντιμετώπισε από νωρίς πρόβλημα, καθώς το εκτελεστικό σκέλος του μπλοκ έκρινε ότι τα περισσότερα σχέδια δαπανών που έχουν υποβληθεί μέχρι στιγμής από μεμονωμένες χώρες, χρειάζονται ακόμη δουλειά ώστε να φτάσουν να πάρουν έγκριση, κάτι που αυξάνει τον κίνδυνο καθυστερήσεων στις εκταμιεύσεις για ορισμένες από τις χώρες που επλήγησαν από τις επιπτώσεις της πανδημίας.
Το σχέδιο της Γερμανίας είναι μεταξύ εκείνων που θεωρείται ότι δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες, με τις νότιες ευρωπαϊκές χώρες Ελλάδα και Ισπανία να έχουν τις πιο ισχυρές προτάσεις, σύμφωνα με Ευρωπαίους αξιωματούχους. Ορισμένες χώρες δεν έχουν υποβάλει καθόλου προτάσεις και άλλες είναι πολύ πίσω στο χρονοδιάγραμμα, ανέφεραν οι αξιωματούχοι.
Η γερμανική κυβέρνηση βρίσκεται σε συνομιλίες με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για να μειώσει ορισμένα από τα εμπόδια στις επενδύσεις στο σχέδιό της, δήλωσε ένας αξιωματούχος.
Εκπρόσωπος της Επιτροπής είπε ότι υπάρχει “εντατικός διάλογος” με τα κράτη-μέλη με σκοπό την πραγματοποίηση εκταμιεύσεων από τα μέσα του 2021, αλλά ότι “είναι επίσης απαραίτητο” τα σχέδια αυτά να ανταποκρίνονται στους βασικούς στόχους του Ταμείου.
Εκπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης αρνήθηκε να σχολιάσει και εκπρόσωποι του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών και της ισπανικής κυβέρνησης δεν απάντησαν σε σχετικό αίτημα του -.
Η αργή πρόοδος που υπάρχει στο θέμα της εκταμίευσης των 750 δισεκατομμυρίων ευρώ απειλεί να επιβραδύνει την ανάκαμψη της περιοχής. Για να διανεμηθούν χρήματα αυτό το καλοκαίρι όπως είχε προγραμματιστεί, οι προτάσεις πρέπει να λάβουν έγκριση τον Απρίλιο και ορισμένες χώρες κινδυνεύουν να χάσουν αυτήν την προθεσμία.
Αυτή η κατάσταση υπογραμμίζει το πώς και πόσο υστερεί η ΕΕ ως προς άλλες προηγμένες οικονομίες. Το μπλοκ αγωνίζεται ήδη για να εντείνει τους εμβολιασμούς κατά του κορονοϊού και τα εκτεταμένα μέτρα περιορισμού μεταφράζονται σε παραγωγική λειτουργία που κυμαίνεται περίπου στο 95% της προ-κορονοϊού κατάστασης.
Αντίθετα, οι ΗΠΑ αυτή την εβδομάδα ενέκριναν ένα πακέτο δημοσιονομικών κινήτρων ύψους 1,9 τρισεκατομμυρίων δολαρίων που θα δει μετρητά να φτάνουν στους τραπεζικούς λογαριασμούς των πολιτών εντός μερικών ημερών. Η οικονομία της ΕΕ είναι πιθανό να φτάσει τα προ-πανδημίας μεγέθη το 2022, ένα ολόκληρο έτος μετά τις ΗΠΑ.
Τα εθνικά σχέδια δαπανών υπόκεινται σε έγκριση από την Κομισιόν και τη σταθμισμένη πλειοψηφία των κρατών μελών της ΕΕ. Οι εκταμιεύσεις εξαρτώνται από τα χρήματα που χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση επενδύσεων για φιλικά προς το κλίμα έργα και τον ψηφιακό μετασχηματισμό, καθώς και για τις διαρθρωτικές οικονομικές αναθεωρήσεις σε τομείς όπως η αγορά εργασίας και το συνταξιοδοτικό σύστημα.
Οι τρέχουσες συνομιλίες επικεντρώνονται σε αυτό που θεωρείται “πράσινη” και ψηφιακή επένδυση, ενώ η Επιτροπή απαιτεί μεγαλύτερη εστίαση στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Η Επιτροπή επιμένει σε ισχυρά σχέδια δαπανών λόγω των εξαιρετικών προκλήσεων που αντιμετωπίζει το μπλοκ, δήλωσε ένας από τους αξιωματούχους. Η επιμονή της να καταστήσει τις εκταμιεύσεις εξαρτημένες από το γράμμα των όρων που συμφώνησαν οι ηγέτες της ΕΕ το περασμένο καλοκαίρι, έχει ενοχλήσει ορισμένες κυβερνήσεις που θέλουν να λάβουν τα μετρητά το συντομότερο δυνατό, σύμφωνα με έναν αξιωματούχο.
Το Ταμείο Ανάκαμψης εγκρίθηκε πέρυσι μετά από αδυσώπητες διαπραγματεύσεις από τα 27 κράτη μέλη, με την τελική συμφωνία για ένα ταμείο που υποστηρίζεται από κοινά εκδοθέντα χρέη -καινοτόμα συμφωνία για το μπλοκ- να επιτυγχάνεται μόνο κατόπιν δέσμευσης ότι πρόκειται για κάτι που εφαρμόζεται για μία και μοναδική φορά.
Ωστόσο, η Κομισιόν το θεωρεί ως δοκιμαστικό για μια μόνιμη μελλοντική χρηματοδοτική διευκόλυνση, η οποία εξηγεί την επιμονή της εκτελεστικής εξουσίας της ΕΕ στο να διασφαλίσει ότι τα χρήματα δαπανώνται καλά, σύμφωνα με έναν αξιωματούχο.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει δηλώσει εδώ και πολύ καιρό ότι η περιοχή χρειάζεται μια μόνιμη κοινή δημοσιονομική λύση για την εξάλειψη των οικονομικών αποκλίσεων. Ορισμένα έθνη υποστηρίζουν αυτήν την άποψη, ενώ ορισμένες πλουσιότερες χώρες φοβούνται ότι θα οδηγούσε τους φορολογούμενούς τους να παρέχουν επανειλημμένα οικονομική υποστήριξη σε ασθενέστερες οικονομίες.