Στη μάχη εναντίον της πανδημίας Covid-19, οι εθνικές κυβερνήσεις ανά τον κόσμο έχουν δαπανήσει τεράστια ποσά για την προστασία των πολιτών τους και τη θωράκιση των οικονομιών τους. Χαρακτηριστικό της έντασης της οικονομικής ύφεσης αποτελεί η υποχώρηση του παγκόσμιου ΑΕΠ κατά 3,3%, το 2020, έναντι μείωσης κατά μόλις 0,1% που είχε καταγράψει, στη διάρκεια της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης. Η οικονομία της Ζώνης του Ευρώ υπέστη ένα άνευ προηγουμένου σοκ, καθώς η ύφεση άγγιξε το 6,6%, το 2020, έναντι συρρίκνωσης 4,5%, το 2009. Στην προσπάθεια περιορισμού των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας, η ενίσχυση των δημοσίων δαπανών αποτέλεσε αναγκαιότητα, καθώς τα φορολογικά έσοδα μειώθηκαν, εξαιτίας της αύξησης της ανεργίας αλλά και της ασθενέστερης οικονομικής δραστηριότητας. Οι εθνικές κυβερνήσεις και οι επιχειρήσεις κατέφυγαν στο δανεισμό με χαμηλό κόστος, λόγω της διατήρησης των αρνητικών και χαμηλών επιτοκίων και των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης από τις κεντρικές τράπεζες. Οι κεντρικές τράπεζες, μειώνοντας τα επιτόκια και αγοράζοντας περιουσιακά στοιχεία αξίας άνω των 5 τρισ. δολαρίων ΗΠΑ, το 2020, επέτρεψαν στις εθνικές κυβερνήσεις να δανειστούν με πρωτοφανή ρυθμό. Το 2020, η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) πρόσθεσε περίπου 3 τρισ. δολάρια στον ισολογισμό της, δηλαδή το ίδιο ποσό με αυτό που διοχέτευσε στην οικονομία, στη δεκαετία που ακολούθησε την οικονομική κρίση του 2008.
Η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική των εθνικών κυβερνήσεων στήριξε ολόκληρους τομείς της οικονομίας, από τον τουρισμό έως τις αερομεταφορές, καθώς και από τα νοικοκυριά έως τις τοπικές κυβερνήσεις, αλλά εκτόξευσε, το 2020, το συνολικό (ιδιωτικό και δημόσιο) χρέος στις 61 χώρες που απαρτίζουν το δείγμα του Institute of International Finance (IIF), στο ιστορικά υψηλό των 281 τρισ. δολαρίων ΗΠΑ. Συγκεκριμένα, το συνολικό χρέος αυξήθηκε κατά 24 τρισ. δολάρια, το 2020, ήτοι πάνω από το ένα τέταρτο της αύξησης των 88 τρισ. δολαρίων ΗΠΑ που σημείωσε, στην τελευταία δεκαετία.
Η εκρηκτική δυναμική του παγκόσμιου χρέους
Σύμφωνα με το IIF (Global Debt Monitor), ο λόγος του συνολικού παγκόσμιου χρέους προς το παγκόσμιο ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 35 εκατοστιαίες μονάδες, με αποτέλεσμα να ανέλθει στο 355,8%, το 2020. Αξίζει να επισημανθεί ότι η άνοδος ήταν πολύ μεγαλύτερη από την αντίστοιχη που παρατηρήθηκε, στη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008. Το 2008 και το 2009, ο δείκτης αύξησης του παγκόσμιου χρέους ήταν της τάξης του 10% και 15%, αντίστοιχα. Η άνοδος του χρέους εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί και το 2021, όμως ο ρυθμός μεταβολής του θα είναι χαμηλότερος, σε σύγκριση με εκείνον του περασμένου έτους, ενώ ο λόγος συνολικό παγκόσμιο χρέος προς παγκόσμιο ΑΕΠ θα περιοριστεί, εφόσον επαληθευτούν οι οικονομικές προβλέψεις για οικονομική ανάκαμψη και, κατά συνέπεια, υψηλότερο ρυθμό μεταβολής του
παγκόσμιου ΑΕΠ. Ωστόσο, αξίζει να τονιστεί ότι τα μεγέθη του συνολικού χρέους θα διαφέρουν σημαντικά ανά χώρα, καθώς ο διαφορετικός ρυθμός εμβολιασμού μεταξύ των χωρών θα καθυστερήσει την οικονομική ανάκαμψη, ιδίως σε υπερχρεωμένες χώρες ή χώρες χαμηλού εισοδήματος.
Ασύμμετρη αύξηση του χρέους μεταξύ χωρών
Οι παρεκκλίσεις από τους κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας πολλών εθνικών κυβερνήσεων, με στόχο τη διάσωση των οικονομιών τους, είχαν ως αποτέλεσμα τη διόγκωση του παγκόσμιου δημόσιου χρέους κατά 12,2 τρισ. δολάρια ΗΠΑ, το 2020, έναντι 4,3 τρισ. δολάρια ΗΠΑ, το 2019. Συνολικά, το παγκόσμιο δημόσιο χρέος διαμορφώθηκε, το 2020, σε 82,3 τρισ. δολάρια ΗΠΑ, σύμφωνα με το IIF, εκ των οποίων τα 63,5 τρισ. δολάρια αφορούσαν τις ανεπτυγμένες οικονομίες και τα 18,8 τρισ. δολάρια τις αναδυόμενες οικονομίες. Στον δημόσιο τομέα οφείλεται το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης του συνολικού χρέους, λόγω της ικανότητάς του να δανείζεται περισσότερο και υπό καλύτερες συνθήκες (χαμηλότερα επιτόκια και μεγαλύτερες λήξεις).
Σύμφωνα με την έκθεση Global Financial Stability Report-April 2021, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), σχεδόν όλες οι χώρες ξοδεύουν για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους τους περίπου το 2% του ΑΕΠ (Γράφημα 3). Ωστόσο, το επίπεδο χρέους και η δυναμική του ποικίλουν ανά χώρα. Το 2020, το χρέος των πλουσιότερων χωρών έχει αυξηθεί κατά περίπου 20 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, από το 2019, ενώ έχουν συσσωρεύσει ένα απόθεμα χρέους που ισοδυναμεί με το 120% του ΑΕΠ τους. Στις αναδυόμενες οικονομίες, το επίπεδο του χρέους αυξήθηκε μόνο κατά 10 εκατοστιαίες μονάδες, στο 65% του ΑΕΠ, το 2020, ενώ, στις χαμηλού εισοδήματος χώρες, η αύξηση του χρέους ήταν της τάξης των 5 εκατοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ, με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί λίγο χαμηλότερα από το 50% του ΑΕΠ.
Επομένως, είναι σημαντικό να διασφαλιστεί, στους επόμενους μήνες, η επαρκής πρόσβαση στη διεθνή ρευστότητα για την πλειονότητα των χωρών. Οι χώρες χαμηλού εισοδήματος που χρήζουν πρόσθετης ρευστότητας θα επωφεληθούν από την πρόσφατη απόφαση περί παύσης των διεθνών αποπληρωμών χρέους, στο πλαίσιο της Πρωτοβουλίας Αναστολής Υπηρεσιών Χρέους (DSSI), έως τον Δεκέμβριο 2021. Συμπληρωματικά, η πρόσφατα αποφασισμένη νέα κατανομή των ειδικών τραβηκτικών δικαιωμάτων (Special Drawing Rights) του ΔΝΤ, ύψους 650 δισ. δολαρίων, θα παράσχει την απαραίτητη προστασία ρευστότητας που απαιτεί το εξαιρετικά αβέβαιο περιβάλλον.
Τα υψηλά επίπεδα δημοσίου χρέους και το τέλος της πανδημίας
Παρότι οι επιπτώσεις της πανδημίας Covid-19 στην οικονομική μεγέθυνση τείνουν να θεωρούνται ως κυκλικές και παροδικές, οι επιπτώσεις στο χρέος και στις μελλοντικές δανειακές ανάγκες είναι διαρθρωτικές και μακροπρόθεσμες. Το συνολικό χρέος και τα ελλείμματα αναμένεται ότι θα παραμείνουν αυξημένα, για τα επόμενα χρόνια, γεγονός που μπορεί να επιφέρει διαταραχές στην οικονομική μεγέθυνση, με αποτέλεσμα οι υπεύθυνοι χάραξης της οικονομικής πολιτικής να απαιτηθεί στο μέλλον να ισορροπήσουν μεταξύ οικονομικής μεγέθυνσης και δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Οι εθνικές κυβερνήσεις ανά τον κόσμο πρέπει να σχεδιάσουν τον τρόπο αντιμετώπισης της διόγκωσης του δημόσιου χρέους και της βιωσιμότητας της οικονομικής μεγέθυνσης, μετά την πανδημική κρίση. Ακόμη και στην περίπτωση της ταχείας ανάκαμψης και των αμετάβλητων επιτοκίων, οι δείκτες χρέους αναμένεται ότι θα συνεχίσουν να αυξάνονται και να παραμένουν πολύ υψηλότερα από τα επίπεδα, πριν από την εμφάνιση της πανδημίας Covid-19. Η ανάκαμψη, ακόμη και αν είναι πιο ισχυρή από το αναμενόμενο, θα παραμείνει αρκετά άνιση. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, η Κίνα επέστρεψε, το 2020, στα επίπεδα της οικονομικής δραστηριότητας που βρισκόταν, στα τέλη του 2019, οι ΗΠΑ αναμένεται να το επιτύχουν, στο πρώτο εξάμηνο του 2021, η Ιαπωνία, στο δεύτερο μισό του 2021 και η ΕΕ, το 2022. Ωστόσο, για πολλές αναδυόμενες και χαμηλού εισοδήματος οικονομίες, η κατάσταση είναι δυσμενέστερη, με αποτέλεσμα να προσδοκάται ότι θα επιστρέψουν στα επίπεδα προ πανδημίας, το 2023. Σε ένα δυσμενές σενάριο όπου το κόστος δανεισμού των ΗΠΑ αυξηθεί κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες, οι επιτοκιακές δαπάνες για την εξυπηρέτηση του χρέους της χώρας θα ανέλθουν από 2% του ΑΕΠ, το 2020, σε σχεδόν 6% του ΑΕΠ, το 2030 (- Economics). Στην Ιταλία, το κόστος θα μπορούσε να αγγίξει το 5,5% του ΑΕΠ, το οποίο είναι υψηλότερο συγκριτικά με αυτό κατά την κρίση του ευρωπαϊκού δημόσιου χρέους. Μεταξύ των αναδυόμενων οικονομιών, το ήδη μη βιώσιμο χρέος της Νότιας Αφρικής θα μπορούσε να φτάσει σε σημείο κρίσης ταχύτερα, ενώ η Ινδία και η Βραζιλία θα έρθουν αντιμέτωπες με σημαντικά δημοσιονομικά διλήμματα.
Τα προγράμματα αγοράς περιουσιακών στοιχείων από τις κεντρικές τράπεζες έχουν συμβάλει στην ενίσχυση των χρηματοπιστωτικών αγορών, βοηθώντας τις επιχειρήσεις να αντλήσουν, το 2020, μέσω ομολογιακών εκδόσεων το ποσό των 4,4 τρισ. δολαρίων ΗΠΑ. Ένα μεγάλο τμήμα των αντληθέντων κεφαλαίων βοήθησε χιλιάδες επιχειρήσεις να παραμείνουν σε λειτουργία, αλλά ο κίνδυνος ότι η ύπαρξη του χρέους θα αναγκάσει τις εταιρείες να μεταφέρουν σημαντικό τμήμα των μετρητών που διαθέτουν προς την αποπληρωμή του, ενδεχομένως, να περιορίσει την ενίσχυση της απασχόλησης και των επενδύσεων, με συνέπεια, να τεθεί υπό δοκιμασία η οικονομική ανάκαμψη.
Οι τρέχουσες οικονομικές συνθήκες υποδηλώνουν ότι για πολλές οικονομίες το κόστος εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους θα παραμείνει υπό έλεγχο, καθώς δεν προβλέπεται άμεσα άνοδος των επιτοκίων από τις μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες. Ωστόσο, οι ισολογισμοί των εθνικών κυβερνήσεων και των επιχειρήσεων είναι τώρα πολύ πιο εκτεθειμένοι στον κίνδυνο αύξησης των επιτοκίων.
Η επιτυχία στον αγώνα κατά της πανδημίας Covid-19 και η επιστροφή στην οικονομική κανονικότητα δεν μπορούν να επιτευχθούν έως ότου υπάρξει σχεδόν καθολικός εμβολιασμός. Η αύξηση των αναπτυξιακών δυνατοτήτων των εθνικών οικονομιών είναι κρίσιμη για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους τους, ενώ βάρος θα πρέπει να δοθεί στην ενίσχυση της ανάκαμψης και στην αναμόρφωση των οικονομιών, υποστηρίζοντας τις μακροπρόθεσμες επιχειρηματικές επενδύσεις, την αύξηση των δεξιοτήτων των εργαζομένων, τη δημιουργία εγχώριων αλυσίδων εφοδιασμού και την ανάπτυξη των πράσινων αγορών.