Ποτέ δεν έχει γραφτεί πιο δραματική ‐αν και φανταστική‐ υπεράσπιση του ελεύθερου εμπορίου. Ωστόσο, ο Bastiat δεν διαμαρτυρόταν μόνο ενάντια στους προστατευτικούς δασμούς: αυτός ο άνθρωπος περιγελούσε κάθε μορφή οικονομικής αντίφασης. Το 1848, όταν οι Σοσιαλιστές άρχισαν να εκθέτουν τις ιδέες τους για τη σωτηρία της κοινωνίας, δίνοντας περισσότερη έμφαση στο πάθος παρά στην εφαρμοσιμότητα των ιδεών τους, ο Bastiat έστρεψε εναντίον τους τα ίδια όπλα που είχε χρησιμοποιήσει εναντίον του παλαιού καθεστώτος. «Όλοι θέλουν να ζουν εις βάρος του κράτους», έγραψε. «Ξεχνούν ότι το κράτος ζει εις βάρος όλων».
Μα ο αγαπημένος στόχος του, η «σοφιστεία» που απεχθανόταν περισσότερο, ήταν η εκλογίκευση της ιδιωτικής απληστίας υπό το επιδεικτικό προκάλυμμα κάποιου προστατευτικού δασμού που εγειρόταν για το «εθνικό καλό». Πόσο του άρεσε να συντρίβει την εύσχημη επιχειρηματολογία που υποστήριζε τους φραγμούς στο εμπόριο υπό το πρόσχημα των φιλελεύθερων οικονομικών! Όταν το γαλλικό υπουργείο πρότεινε να αυξήσει το φόρο στα εισαγόμενα υφάσματα για να «προστατεύσει» τον Γάλλο εργάτη, ο Bastiat αντέδρασε μ’ αυτή την απολαυστική παραδοξολογία: «Ψηφίστε ένα νόμο που θα προβλέπει τα εξής», έγραψε ο Bastiat στον Υπουργό Εμπορίου.
«Εφεξής κανένας δεν θα επιτρέπεται να χρησιμοποιεί δοκάρια ή ξύλα, παρά μόνο όσα παράγονται και φτιάχνονται από στομωμένα τσεκούρια… Ενώ τώρα χτυπάμε εκατό φορές με το τσεκούρι, τότε θα χτυπάμε τριακόσιες. Η δουλειά που τώρα τελειώνει σε μια ώρα, θα απαιτεί τρεις. Πόσο αποτελεσματικά ενθαρρύνουμε μ’ αυτό τον τρόπο την εργασία!… Στο εξής, όποιος θα θέλει να έχει μια στέγη στο κεφάλι του, θα πρέπει να συμμορφώνεται με τις προδιαγραφές μας, όπως τώρα όποιος επιθυμεί να φοράει ρούχα, θα πρέπει να συμμορφωθεί με τις δικές σας».
Οι επικρίσεις του, παρά τη διαπεραστική σάτιρα που τις διέπνεε, υπήρξαν ελάχιστα αποτελεσματικές. Πήγε στην Αγγλία για να συναντήσει τους ηγέτες του κινήματος για το ελεύθερο εμπόριο κι επέστρεψε για να οργανώσει μια ένωση ελεύθερου εμπορίου στο Παρίσι. Είχε ζωή μόνο δεκαοχτώ μηνών ‐ ο Bastiat δεν υπήρξε ποτέ καλός οργανωτής. Ωστόσο, έφτασε το 1848 και ο Bastiat εξελέγη στην Εθνοσυνέλευση. Αυτή τη φορά ο κίνδυνος τού φαινόταν ότι βρισκόταν στο άλλο άκρο ‐ ότι οι άνθρωποι θα έδιναν υπερβολική σημασία στις ατέλειες του συστήματος και, στη θέση του, θα διάλεγαν στα τυφλά το σοσιαλισμό.
Άρχισε να γράφει ένα βιβλίο με τίτλο Οικονομικές αρμονίες (Economic Harmonies), στο οποίο σκόπευε να δείξει ότι η φαινομενική αταξία του κόσμου δεν ήταν παρά επιφανειακή∙ πως από κάτω η ωστική δύναμη χιλιάδων διαφορετικών συντελεστών που επιδίωκαν το ατομικό συμφέρον τους μετατρεπόταν στην αγορά σε ένα υψηλότερο κοινωνικό αγαθό. Η υγεία του όμως ήταν πλέον σε πολύ άσχημη κατάσταση. Ανάσαινε με δυσκολία και το πρόσωπό του ήταν ωχρό από τις ταλαιπωρίες της αρρώστιας
του. Μετακόμισε στην Πίζα, όπου διάβασε στις εφημερίδες την είδηση του θανάτου του και τις κοινότοπες εκφράσεις θλίψης που τη συνόδευαν: θλίψη για την απώλεια του «σπουδαίου οικονομολόγου», του «διαπρεπούς συγγραφέως». Έγραψε σ’ ένα φίλο του: «Δόξα τω Θεώ που δεν είμαι νεκρός.
Σε διαβεβαιώνω πως θα άφηνα την τελευταία μου πνοή χωρίς καμιά οδύνη, με χαρά σχεδόν, αν ήμουν σίγουρος πως θα άφηνα στους φίλους που με αγαπάνε όχι έντονη λύπη, αλλά μια γλυκιά, τρυφερή, κάπως μελαγχολική ανάμνηση της παρουσίας μου»185. Πάσχισε να τελειώσει το βιβλίο του προτού τελειώσει ο ίδιος. Μα ήταν πολύ αργά. Το 1850 απεβίωσε, ψιθυρίζοντας στο τέλος κάτι που ο ιερέας ο οποίος τον άκουγε νόμισε ότι ήταν: «Αλήθεια, αλήθεια…»186 Είναι μια πολύ μικρή μορφή στον οικονομικό αστερισμό. Υπήρξε εξαιρετικά συντηρητικός, μα δεν είχε επιρροή ούτε καν μεταξύ των συντηρητικών.
Η αποστολή του φαίνεται πως ήταν να ξεφουσκώνει τους φανφαρονισμούς της εποχής του∙ πέρα, όμως, από τα περιπαικτικά και τα πνευματώδη σχόλια, βρίσκεται το ανησυχητικό ερώτημα: το σύστημα έχει πάντα λογική; Υπάρχουν παράδοξα όπου συγκρούονται το δημόσιο με το ιδιωτικό συμφέρον; Μπορούμε να εμπιστευθούμε τον αυτόματο μηχανισμό του ιδιωτικού συμφέροντος, όταν διαστρέφεται σε κάθε στροφή από τον κάθε άλλο παρά αυτόματο μηχανισμό της πολιτικής δομής που ορθώνει; Αυτά τα ερωτήματα ποτέ δεν αντιμετωπίστηκαν με ευθύτητα στα ουράνια δώματα της ορθοδοξίας.
Ο επίσημος κόσμος της οικονομικής επιστήμης έδωσε ελάχιστη σημασία στα παράδοξα που προσκόμισε ο γελωτοποιός του. Αντίθετα, συνέχισε να πλέει αμέριμνα προς την ανάπτυξη των ποσοτικών λεπτομερειών ενός κόσμου που αναζητούσε την απόλαυση και τα ερωτήματα που έθεσε ο Bastiat παρέμειναν αναπάντητα. Σίγουρα, η Μαθηματική Ψυχολογία δεν ήταν το όργανο με το οποίο θα επιλυόταν το δίλημμα του Αρνητικού Σιδηρόδρομου και του Στομωμένου Τσεκουριού∙ ο Stanley Jevons, ο οποίος υπήρξε μαζί με τον Edgeworth ένας μεγάλος υποστηρικτής της μετατροπής των οικονομικών σε «επιστήμη», παραδέχτηκε: «Όσο για την πολιτική, ομολογώ πως βρίσκομαι σε μια ομίχλη».
Δυστυχώς, δεν ήταν ο μόνος.Κι έτσι ο υπόκοσμος συνέχισε να ευημερεί. Το 1879 απέκτησε ένα νέο μέλος από την Αμερική, έναν γενειοφόρο, ευγενικό άντρα γεμάτο αυτοπεποίθηση, ο οποίος είπε ότι «η Πολιτική Οικονομία… έτσι όπως διδάσκεται τώρα, είναι απελπιστική και γεμίζει απόγνωση. Μα αυτό συμβαίνει επειδή έχει εκφυλιστεί και περιοριστεί δραστικά∙ οι αλήθειές της έχουν αλλοιωθεί και οι αρμονίες της έχουν αγνοηθεί∙ η λέξη που ήταν έτοιμη να αρθρώσει φιμώθηκε στα χείλη της και η διαμαρτυρία της ενάντια στο άδικο μετατράπηκε σε επικύρωση των αδικιών»188. Και δεν ήταν μόνο αυτό.
Γιατί αυτός ο αιρετικός δεν υποστήριζε απλώς ότι η οικονομική επιστήμη απέτυχε να δει την απάντηση στο αίνιγμα της φτώχειας, παρ’ όλο που απλωνόταν ξεκάθαρα μπρος στα μάτια της, αλλά επέμενε ότι με τη δική του θεραπεία, ένας ολόκληρος καινούριος κόσμος ήταν έτοιμος να αποκαλυφθεί: «Οι λέξεις δεν μπορούν να περιγράψουν τη σκέψη! Πρόκειται για τη Χρυσή Εποχή την οποία ύμνησαν οι ποιητές και περιέγραψαν με αλληγορίες οι διορατικοί οραματιστές!… Είναι η κορύφωση του Χριστιανισμού ‐ η Πόλη του Θεού, με τοίχους από ιάσπιδα και πύλες μαργαριταρένιες!»189 Ο νεοφερμένος ήταν ο Henry George190. Δεν ήταν άξιον απορίας που κατατάχτηκε στον υπόκοσμο, μια και οι απομονωμένοι θεματοφύλακες του αληθινού δόγματος θα πρέπει σίγουρα να θεώρησαν την προηγούμενη καριέρα του ως ακατάλληλη προετοιμασία για σοβαρό στοχασμό.
Ο Henry George έκανε τα πάντα στη ζωή του: υπήρξε τυχοδιώκτης, χρυσοθήρας, εργάτης, ναυτικός, στοιχειοθέτης, δημοσιογράφος, κυβερνητικός γραφειοκράτης, λέκτορας. Δεν είχε σπουδάσει καν∙ στα δεκατρία του χρόνια παράτησε το σχολείο και σάλπαρε σαν παιδί για τα τουρκέτα πάνω στο Hindoo, ένα ιστιοφόρο 586 κόρων με προορισμό την Αυστραλία και την Καλκούτα. Την εποχή που οι συνομήλικοί του μάθαιναν λατινικά, εκείνος αγόρασε μια μαϊμού για κατοικίδιο, είδε έναν άντρα να πέφτει από τα άρμενα και έγινε ένα αδύνατο, ζωηρό, ανεξάρτητο αγόρι με πάθος για τις περιπλανήσεις.
Όταν γύρισε από την Ανατολή, έπιασε δουλειά σ’ ένα τυπογραφείο της γενέτειράς του Φιλαδέλφειας κι έπειτα, στα δεκαεννιά του χρόνια, έφυγε πάλι, αυτή τη φορά για την Καλιφόρνια, με την ανακάλυψη του χρυσού στο μυαλό του. Προτού φύγει, βαθμολόγησε τον εαυτό του σ’ ένα φρενολογικό διάγραμμα: Ερωτοληψία Φιλογονία Ικανότητα σύναψης δεσμών Φιλοπατρία Αυτοσυγκράτηση Μεγάλη Μέτρια Μεγάλη Μεγάλη Μικρή και ούτω καθεξής, αποτιμώντας ως «μεγάλο» το διατροφικό του ένστικτο, «μικρή» την κτητικότητά του, «μεγάλη» την αυτοεκτίμησή του και «μικρή» τη φιλοπαιγμοσύνη του.
Σε αρκετές κατηγορίες δεν ήταν κακές οι εκτιμήσεις του, αν και ήταν περίεργο που έκρινε ως «μεγάλη» την Επιφυλακτικότητά του, γιατί όταν ο George έφτασε στον Άγιο Φραγκίσκο το 1858 το ‘σκάσε βγαίνοντας στην ακτή και, παρ’ όλο που είχε προσληφθεί για ένα χρόνο, κατευθύνθηκε προς τη Βικτόρια και τα κοιτάσματα χρυσού. Βρήκε χρυσό, που αποδείχτηκε ότι ήταν σκέτος σιδηροπυρίτης, και αποφάσισε ότι η ζωή στη θάλασσα ήταν τελικά αυτή που του ταίριαζε περισσότερο.
Ωστόσο ‐μια που η Αυτοσυγκέντρωσή του ήταν μικρή‐ έγινε στοιχειοθέτης σ’ ένα τυπογραφείο του San Francisco, έπειτα ζυγιστής σ’ ένα μύλο ρυζιού κι ύστερα, όπως είπε κι ο ίδιος, «ένας αλήτης». Άλλη μια εξόρμηση στα κοιτάσματα χρυσού απέβη εξίσου άκαρπη και ο George επέστρεψε άφραγκος στο San Francisco. Γνώρισε την Άννι Φοξ και κλέφτηκαν∙ εκείνη ήταν μια δεκαεφτάχρονη αθώα κοπελίτσα κι αυτός ένας όμορφος νεαρός με μουστάκι και μυτερό γενάκι σε στιλ Μπιλ Κόντι. Η εύπιστη δεσποινίς Φοξ πήρε μαζί της ένα ογκώδες πακέτο στο ταξίδι του μυστικού της γάμου∙ ο νεαρός τυχοδιώκτης φαντάστηκε πως περιείχε τα κοσμήματά της, αλλά τελικά αποδείχτηκε ότι ήταν το Οικιακό Βιβλίο Ποίησης κι άλλα βιβλία.
Τα επόμενα χρόνια έζησαν μέσα στην πιο φριχτή φτώχεια. Ο Henry George δούλευε ως ανεξάρτητος τυπογράφος, μα δεν έβρισκε πάντα δουλειά και, όταν την έβρισκε, ήταν κακοπληρωμένη. Όταν η Άννι γέννησε το δεύτερο παιδί τους, ο George έγραψε: «Περπατούσα στο δρόμο κι αποφάσισα να ζητήσω χρήματα από τον πρώτο περαστικό που η εμφάνισή του θα μου έδειχνε πως του περίσσευαν. Σταμάτησα έναν άγνωστο και του είπα ότι ήθελα 5 δολάρια. Με ρώτησε τι τα ήθελα. Του είπα πως η γυναίκα μου ήταν λεχώνα και δεν είχα να της δώσω να φάει. Μου έδωσε τα χρήματα. Αν δεν μου τα ‘δίνε, νομίζω πως ήμουν τόσο απελπισμένος πια που θα τον σκότωνα».191 Τώρα ‐σε ηλικία είκοσι έξι ετών‐ άρχισε να γράφει. Βρήκε μια δουλειά ως στοιχειοθέτης στην εφημερίδα San Francisco Times κι έστειλε ένα άρθρο του στον Νώε Μπρουκς, το διευθυντή σύνταξης. Ο Μπρουκς υποψιάστηκε πως ο νεαρός από κάπου το είχε αντιγράψει, όταν όμως δεν είδε τίποτα παρόμοιο σε άλλες εφημερίδες για αρκετές ημέρες,το δημοσίευσε κι έπειτα κατέβηκε στην αίθουσα στοιχειοθεσίας να τον γνωρίσει. Βρήκε έναν αδύνατο νεαρό, μάλλον μικρόσωμο, ο οποίος στεκόταν πάνω σε μια ντάνα για να φτάνει την κάσα με τα τυπογραφικά στοιχεία. Έτσι ο George έγινε δημοσιογράφος. Μέσα σε λίγα χρόνια, έφυγε από τους Times και πήγε στη San Francisco Post, μια εφημερίδα που αναλάμβανε κοινωνικές σταυροφορίες. Ο George άρχισε να γράφει για θέματα πέρα από τα τετριμμένα: για τους Κινέζους εργάτες και τις συμβάσεις τους, για τη γη που άρπαζαν οι κατασκευαστές σιδηροδρόμων, για τις δολοπλοκίες των τοπικών τραστ. Έγραψε μια μακροσκελή επιστολή στον John Mill στη Γαλλία σχετικά με το ζήτημα των μεταναστών κι εκείνος την τίμησε με μια μακροσκελή καταφατική απάντηση.
Και μέσα στα καινούρια του πολιτικά ενδιαφέροντα, έβρισκε χρόνο να ασχοληθεί με τολμήματα αντάξια της καλύτερης δημοσιογραφικής παράδοσης: όταν στο λιμάνι αγκυροβόλησε το πλοίο Σανράιζ, με μια κρυφή ιστορία για τον καπετάνιο και τον υποπλοίαρχο που κακομεταχειρίζονταν το πλήρωμα σε τέτοιο βαθμό ώστε δυο άτομα προτίμησαν να πέσουν στη θάλασσα και να πνιγούν, ο George και η Post ξετρύπωσαν την ιστορία και οι υπεύθυνοι αντιμετώπισαν τη δικαιοσύνη. Η εφημερίδα πουλήθηκε και ο Henry George κατάφερε να εξασφαλίσει μια πολιτική αργομισθία ‐ έγινε Επιθεωρητής Μετρητών Αεριόφωτος. Δεν ήθελε, όμως, να ζει μες στην τεμπελιά∙ αντίθετα, είχε αρχίσει να μελετά τα έργα των μεγάλων οικονομολόγων κι είχε πια διαμορφωθεί ξεκάθαρα το κυρίαρχο ενδιαφέρον του∙ θεωρούνταν ήδη κάτι σαν αυθεντία στην περιοχή.
Χρειαζόταν χρόνο για να μελετάει, να γράφει και να δίνει ομιλίες στις εργατικές τάξεις για τις ιδέες του σπουδαίου Mill. Όταν το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας ίδρυσε έδρα πολιτικής οικονομίας, θεωρήθηκε ευρέως ως ένας από τους επικρατέστερους υποψήφιους για τη θέση. Για να την πάρει, όμως, έπρεπε να δώσει μια διάλεξη ενώπιον διδακτικού προσωπικού και φοιτητών και ο George είχε την απερισκεψία να εκφράσει απόψεις όπως: «Επικαλούμαστε διαρκώς το όνομα της πολιτικής οικονομίας ενάντια σε κάθε προσπάθεια των εργατικών τάξεων να αυξήσουν τους μισθούς τους»192 κι έπειτα, για να επιτείνει την κατάπληξη του ακροατηρίου του, πρόσθεσε: «Για τη μελέτη της πολιτικής οικονομίας δεν χρειάζεστε ειδικές γνώσεις, εκτεταμένες βιβλιοθήκες, δαπανηρά εργαστήρια. Δεν χρειάζεστε καν εγχειρίδια και δασκάλους, αρκεί να βάλετε το μυαλό σας να δουλέψει».
Αυτή ήταν η αρχή και το τέλος της ακαδημαϊκής του καριέρας. Βρέθηκε καταλληλότερος υποψήφιος για την έδρα και ο George επέστρεψε στη συγγραφή φυλλαδίων και στις μελέτες. Και τότε, ξαφνικά, «μέρα μεσημέρι, στη μέση του δρόμου, μου παρουσιάστηκε μια σκέψη, ένα όραμα, μια επιταγή ‐πείτε το όπως θέλετε… Αυτό ήταν που με ώθησε να γράψω την Πρόοδο και φτώχεια (Progress and Poverty) και με στήριξε, ενώ θα είχα καταρρεύσει. Κι όταν τέλειωσα την τελευταία σελίδα, μες στα μαύρα μεσάνυχτα, όταν ήμουν ολομόναχος, έπεσα στα γόνατα κι έκλαψα σαν μικρό παιδί».193 Όπως ήταν αναμενόμενο, επρόκειτο για ένα βιβλίο γραμμένο από τα βάθη της καρδιάς, μια κραυγή διαμαρτυρίας ανάμικτη με ελπίδα. Κι όπως επίσης ήταν αναμενόμενο, έπασχε από υπερβολικό πάθος και ελάχιστη επαγγελματική φρόνηση. Πόσο διαφορετικό όμως ήταν από τα ανιαρά κείμενα της εποχής ‐ δεν ήταν ν’ απορεί κανείς που οι θεματοφύλακες της οικονομικής επιστήμης δεν μπορούσαν να λάβουν σοβαρά υπόψη τους μια επιχειρηματολογία που ήταν διατυπωμένη με τον εξής τρόπο: Πάρτε τώρα… κάποιον ασυγκίνητο επιχειρηματία, ο οποίος δεν ενστερνίζεται καμιά θεωρία, ξέρει όμως πώς να βγάζει λεφτά. Πείτε του: «Έχουμε ένα μικρό χωριό· σε δέκα χρόνια θα είναι μια μεγάλη πόλη – σε δέκα χρόνια ο σιδηρόδρομος θα έχει αντικαταστήσει τις άμαξες, το ηλεκτρικόθα έχει πάρει τη θέση του κεριού· θα αφθονούν όλα τα μηχανήματα και οι βελτιώσεις που τόσο πολύ πολλαπλασιάζουν την αποτελεσματικότητα της εργασίας.
Σε δέκα χρόνια θα έχουν αυξηθεί καθόλου οι τόκοι;» Θα σας απαντήσει: «Όχι!» «Θα έχουν αυξηθεί τα ημερομίσθια των απλών εργατών…;» Θα σας πει: «Όχι, τα ημερομίσθια των απλών εργατών δεν θα έχουν αυξηθεί…» «Τότε, τι θα έχει αυξηθεί;» «Οι γαιοπρόσοδοι, η αξία της γης. Πήγαινε κι αγόρασε ένα κομμάτι γη και φρόντισε να μην το πουλήσεις». Και αν, κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, ακολουθήσετε τη συμβουλή του, δεν χρειάζεται να κάνετε τίποτα περισσότερο.
Θα μπορείτε να κάθεστε και να καπνίζετε την πίπα σας· θα μπορείτε να είστε αραχτοί σαν τους ζητιάνους της Νάπολης ή του Μεξικού· θα μπορείτε να πάτε βόλτα με αερόστατο στον ουρανό ή να χωθείτε σε μια τρύπα στο έδαφος· και χωρίς να κάνετε την παραμικρή εργασία, χωρίς να προσφέρετε ίχνος ευημερίας στην κοινότητα, σε δέκα χρόνια θα είστε πλούσιος! Στην καινούργια πόλη εσείς μπορεί να έχετε μια πολυτελή έπαυλη, ανάμεσα όμως στα δημόσια κτίριά της θα βρίσκεται ένα πτωχοκομείο!
Δεν χρειάζεται να επεξηγήσουμε όλη τη συναισθηματικά φορτισμένη επιχειρηματολογία∙ η ουσία της βρίσκεται σ’ αυτό το απόσπασμα. Ο Henry George εξοργίζεται βλέποντας τους ανθρώπους των οποίων το εισόδημα ‐πολλές φορές αμύθητο‐ δεν προέρχεται από υπηρεσίες που παρείχαν στην κοινότητα, αλλά απλώς επειδή είχαν την καλή τύχη να έχουν στην ιδιοκτησία τους ένα κομμάτι γης σε προνομιακή θέση.
Ο Ricardo, φυσικά, τα είχε δει όλα αυτά πολύ πιο πριν. Μα, στην καλύτερη περίπτωση, είχε απλώς ισχυριστεί πως η τάση μιας αναπτυσσόμενης κοινωνίας να κάνει πλούσιους τους ιδιοκτήτες γης θα είχε δυσμενείς συνέπειες για τους καπιταλιστές. Για τον Henry George αυτή ήταν απλώς η αιχμή του δόρατος. Η αδικία των γαιοπροσόδων όχι μόνο αποστερούσε τον καπιταλιστή από το τίμιο κέρδος του, αλλά πρόσθετε ένα βάρος και στους ώμους του εργάτη. Και μια ακόμα πιο ολέθρια συνέπεια ‐ θεώρησε πως αυτό ήταν το αίτιο εκείνων των βιομηχανικών «παροξυσμών», όπως τους αποκάλεσε, οι οποίοι κατά καιρούς κλόνιζαν συθέμελα την κοινωνία.
Το επιχείρημα δεν αναπτυσσόταν με αρκετή σαφήνεια. Στηριζόταν κατεξοχήν στο γεγονός ότι, αφού η έγγειος πρόσοδος θεωρούνταν εξαρχής σαν ένα είδος κοινωνικού εκβιασμού, αντιπροσώπευε φυσικά μια άδικη κατανομή προϊόντων υπέρ των γαιοκτημόνων και σε βάρος των εργατών και των βιομηχάνων. Κι όσο για τους παροξυσμούς, ο George ήταν πεπεισμένος πως η γαιοπρόσοδος οδηγούσε αναπόφευκτα σε άγρια κερδοσκοπία με την αξία της γης (κάτι που όντως συνέβη στη Δυτική Ακτή) και, εξίσου αναπόφευκτα, σε μια ενδεχόμενη κατάρρευση, η οποία θα συμπαρέσυρε και το υπόλοιπο οικοδόμημα των τιμών.
Έχοντας ανακαλύψει τα πραγματικά αίτια της φτώχειας και τον κύριο παράγοντα αναστολής της προόδου, ήταν εύκολο για τον George να προτείνει μια λύση ‐ ένα μοναδικό μεγάλο φόρο. Θα ήταν φόρος στη γη, ένας φόρος που θα απορροφούσε όλες τις γαιοπροσόδους. Κι έπειτα, όταν το καρκίνωμα θα είχε αφαιρεθεί από το σώμα της κοινωνίας, θα μπορούσε να έρθει ο χρυσούς αιών. Αυτός ο μοναδικός φόρος όχι μόνο θα καθιστούσε περιττή την ανάγκη για άλλα είδη φόρων, αλλά επίσης με την κατάργηση της γαιοπροσόδου «θα ανέβαζε τους μισθούς, θα αύξαινε τα κέρδη του κεφαλαίου, θα ξερίζωνε την εξαθλίωση, θα εξάλειφε τη φτώχεια, θα πρόσφερε επικερδή απασχόληση σ’ όποιον το επιθυμούσε, θα απελευθέρωνε τις ανθρώπινες δυνάμεις, θα εξάγνιζε την κυβέρνηση και θα ανύψωνε τον πολιτισμό σε ακόμα ευγενέστερες σφαίρες»195. Θα ήταν ‐ δεν υπάρχει άλλη λέξη‐ η υπέρτατη πανάκεια.
Πρόκειται για μια δυσπροσδιόριστη θεωρία, αν προσπαθήσουμε να την αξιολογήσουμε. Φυσικά, είναι μια αφελής θεωρία και μόνο κάποιος με τις μεσσιανικές τάσεις του George θα μπορούσε να εξισώσει τη γαιοπρόσοδο με την αμαρτία. Παρομοίως, όταν αποδίδεις τις βιομηχανικές κρίσεις στην κερδοσκοπία με τη γη, αποδίδεις σε μια μικρή πλευρά της διευρυνόμενης οικονομίας σημασία τελείως δυσανάλογη προς την πραγματικότητα: η κερδοσκοπία με τη γη μπορεί να δημιουργεί προβλήματα, αλλά έχουν υπάρξει σοβαρότατες οικονομικές κρίσεις σε χώρες όπου η αξία της γης είναι κάθε άλλο παρά υπερτιμημένη.
Δεν χρειάζεται, λοιπόν, να σταθούμε περισσότερο εδώ. Όταν φτάσουμε, όμως, στο κεντρικό σώμα του επιχειρήματος, εκεί πρέπει να σταθούμε. Γιατί ενώ η τεχνική διάγνωση του George είναι επιφανειακή και εσφαλμένη, η βασική του κριτική για την κοινωνία είναι ηθική και όχι μηχανιστική. Γιατί, διερωτάται ο Henry George, πρέπει να υπάρχει η γαιοπρόσοδος;
Γιατί πρέπει κάποιος να επωφελείται απλώς και μόνο από το γεγονός της ιδιοκτησίας, όταν δεν παρέχει υπηρεσίες ως αντάλλαγμα στην κοινότητα; Ίσως να μπορούμε να δικαιολογήσουμε την ανταμοιβή ενός βιομηχάνου θεωρώντας τα κέρδη του ως επιβράβευση για την προορατικότητα και την επινοητικότητά του∙ πού βρίσκεται όμως η προορατικότητα ενός ανθρώπου του οποίου ο παππούς είχε αγοράσει ένα λιβάδι που, δύο γενιές αργότερα, η κοινωνία το έκρινε κατάλληλο για να ορθώσει εκεί έναν ουρανοξύστη; Προκλητικό το ερώτημα, αλλά δεν είναι τόσο απλό να καταδικάσουμε πάραυτα το θεσμό της προσόδου.
Οι ιδιοκτήτες γης δεν είναι οι μόνοι παθητικοί καρπωτές της ανάπτυξης της κοινωνίας. Ο κάτοχος μετοχών σε μια αναπτυσσόμενη εταιρία, ο εργάτης του οποίου η παραγωγικότητα αυξάνεται από τις τεχνολογικές εξελίξεις, ο καταναλωτής που το πραγματικό του εισόδημα μεγαλώνει όσο ευημερεί το έθνος ‐ όλοι αυτοί είναι επίσης καρπωτές της κοινής προόδου.
Τα μη δεδουλευμένα κέρδη που αποκομίζει ένας ιδιοκτήτης γης του οποίου το ακίνητο βρίσκεται σε προνομιακή θέση, τα απολαμβάνουμε όλοι, σε διαφορετική μορφή ο καθένας. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο οι γαιοπρόσοδοι, αλλά κάθε μορφή μη δεδουλευμένου εισοδήματος∙ και, ενώ σίγουρα πρόκειται για σοβαρό πρόβλημα, δεν μπορούμε να το προσεγγίσουμε ικανοποιητικά μόνο μέσω της ιδιοκτησίας της γης. Κι έπειτα, το πρόβλημα της γαιοπροσόδου δεν ήταν τόσο δριμύ, όσο το θεωρούσε ο Henry George. Ένα μεγάλο μέρος των προσόδων πηγαίνει σε μικρούς ιδιοκτήτες γης, αγρότες, ιδιοκτήτες κατοικιών, απλούς πολίτες. Και ακόμα και στο μονοπωλιακό πεδίο των εισοδημάτων από προσόδους ‐στην αγορά ακινήτων κάποιας μεγαλούπολης‐ λειτουργεί μια ρευστή αγορά που διαρκώς μεταβάλλεται. Οι πρόσοδοι δεν είναι «παγωμένες» όπως στα αρχαϊκά φεουδαρχικά πρότυπα, περνάνε συνέχεια από χέρι σε χέρι, καθώς η γη αγοράζεται και πουλιέται και μεταβάλλεται συνεχώς η αξία της. Αρκεί να επισημάνουμε ότι το εισόδημα από γαιοπροσόδους στις Ηνωμένες Πολιτείες από ποσοστό 6% του εθνικού εισοδήματος που ήταν το 1929, έχει συρρικνωθεί σε λιγότερο από 2% στις ημέρες μας.
Ωστόσο, δεν έχει σημασία αν οι θέσεις του George είχαν λογική συνοχή ή αν ήταν πλήρως δικαιολογημένη η ηθική καταδίκη που περιείχαν. Το βιβλίο άγγιξε μια τρομακτικά ευαίσθητη χορδή. Το Πρόοδος και φτώχεια (Progress and Poverty) έκανε ρεκόρ πωλήσεων και ο Henry George έγινε διάσημος από τη μια μέρα στην άλλη. «Θεωρώ την Πρόοδο και Φτώχεια το καλύτερο βιβλίο που βγήκε τα τελευταία πενήντα χρόνια», έγραψε ο κριτικός του San Francisco Argonaut και η New York Tribune ισχυρίστηκε ότι «δεν υπάρχει αντάξιό του από τότε που βγήκε ο Πλούτος των Εθνών του Adam Smith»196. Ακόμα και εφημερίδες όπως η Examiner και η Chronicle, που το αποκάλεσαν «την πιο ολέθρια διατριβή πολιτικής οικονομίας που έχει κυκλοφορήσει εδώ και καιρό», απλώς το έκαναν ακόμα πιο γνωστό. Ο George πήγε στην Αγγλία και επέστρεψε ύστερα από μια σειρά διαλέξεων σαν σημαίνον πρόσωπο διεθνούς εμβέλειας.
Τον επιστράτευσαν να βάλει υποψηφιότητα για δήμαρχος της Νέας Υόρκης και στις εκλογές υπερίσχυσε του Theodore Roosevelt και ηττήθηκε, με πολύ μικρό ποσοστό διαφοράς, από τον υποψήφιο της πολιτικής οργάνωσης Τάμμανι των Δημοκρατικών. Ο ένας και μόνο φόρος είχε γίνει πλέον θρησκεία γι’ αυτόν. Οργάνωσε Λέσχες Γης και Εργασίας και έδινε διαλέξεις σε ενθουσιώδη ακροατήρια στην Αμερική και στη Μεγάλη Βρετανία. Ένας φίλος του τον ρώτησε: «Αυτό σημαίνει πόλεμο; Μπορείς να ελπίζεις ότι, εκτός κι αν έχεις να κάνεις με δειλούς, θα αποσπάσεις τη γη από τους ιδιοκτήτες της χωρίς πόλεμο;» «Δεν νομίζω», αποκρίθηκε ο George, «πως χρειάζεται να πέσει ούτε ένας πυροβολισμός. Αν παραστεί ανάγκη, όμως, ας γίνει και πόλεμος. Ποτέ δεν υπήρξε ιερότερος σκοπός.
Όχι, ποτέ ο σκοπός δεν ήταν ιερότερος!» «Εδώ έχουμε τον πιο πράο και πιο καλοσυνάτο άνθρωπο», σχολιάζει ο φίλος του Τζέιμς Ράσελ Τέιλορ, «ο οποίος θα οπισθοχωρούσε αν κάποιος πυροβολούσε οργισμένος, και όμως ήταν έτοιμος για γενικευμένο πόλεμο σε περίπτωση που το κήρυγμά του δεν γινόταν αποδεκτό. Ήταν το θάρρος… που κάνει τον έναν άνθρωπο πλειονότητα». Περιττό να ειπωθεί ότι το όλο δόγμα του ήταν ανάθεμα στον κόσμο των αξιοσέβαστων απόψεων. Ένας καθολικός ιερέας που είχε υποστηρίξει τον George στον αγώνα του να εκλεγεί δήμαρχος, αφορίστηκε προσωρινά∙ ο ίδιος ο Πάπας εξέδωσε μια εγκύκλιο για το ζήτημα της γης∙ κι όταν ο George τού έστειλε την απάντησή του περίτεχνα τυπωμένη και βιβλιοδετημένη, το Βατικανό την αγνόησε. «Δεν πρόκειται να προσβάλω τους αναγνώστες μου συζητώντας ένα ζήτημα τόσο επονείδιστο», έγραψε ο στρατηγός Φράνσις Α. Γουόκερ, ένας εξέχων επαγγελματίας οικονομολόγος των ΗΠΑ∙ ενώ, όμως, οι επίσημες αρχές αντιμετώπισαν το βιβλίο με κατάπληξη ή θυμηδία και περιφρόνηση, ο συγγραφέας του άγγιξε την καρδιά του ακροατηρίου του.
Το Πρόοδος και φτώχεια πούλησε περισσότερα αντίτυπα από όλα τα οικονομικά κείμενα που είχαν εκδοθεί ως τότε σ’ αυτή τη χώρα∙ αλλά και στην Αγγλία, το όνομα του έγινε πασίγνωστο. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά η κεντρική ιδέα του έργου του, αν και συνήθως σε μετριασμένη μορφή, αποτέλεσε μέρος της πνευματικής κληρονομιάς ανθρώπων όπως ο Woodrow Wilson, ο John Ντιούι, ο Λούις Μπράντις. Για την ακρίβεια, υπάρχουν αφοσιωμένοι οπαδοί των θεωριών του Henry George οι οποίοι παραμένουν ενεργοί και σήμερα. Το 1897, γέρος, άρρωστος, αλλά παρ’ όλα αυτά ακατάβλητος, αφέθηκε να τον παρασύρουν σε μια δεύτερη προεκλογική εκστρατεία για το αξίωμα του δημάρχου, ενώ γνώριζε πολύ καλά ότι η ένταση ίσως αποδεικνυόταν μεγαλύτερη απ’ όση μπορούσε να αντέξει η ασθενική καρδιά του.
Και όντως∙ ο άνθρωπος που αποκάλεσαν «πλιατσικολόγο», «σφετεριστή αλλότριων δικαιωμάτων», «απόστολο της αναρχίας και της καταστροφής», πέθανε την παραμονή των εκλογών. Την κηδεία του παρακολούθησαν χιλιάδες άνθρωποι. Ήταν ένας θρησκευόμενος άνθρωπος και ας ελπίσουμε ότι η ψυχή του πήγε κατευθείαν στον παράδεισο. Όσο για τη φήμη του ‐ αυτή πήγε κατευθείαν στον υπόκοσμο της οικονομικής επιστήμης, κι εκεί βρίσκεται ακόμα ο Henry George∙ μια μορφή σχεδόν μεσσιανική, ένας μισότρελος και ενοχλητικός αμφισβητίας της ηθικής των οικονομικών μας θεσμών.