Image default
Ανάλυση Πρώτο Θέμα

Ο βικτοριανός κόσμος και ο υπόκοσμος των οικονομικών IV

Ο  συγγραφέας  ήταν  ο  Μπουχάριν∙  η  περίσταση,  η  Τρίτη  Διεθνής∙  η  ημερομηνία,  1928.  Παρά  το  συγγραφέα,  την  περίσταση  και  την  ημερομηνία,  η  φωνή  που  ακούμε  είναι  του  Λένιν.  Και,  το  πιο  ανησυχητικό  απ’  όλα,  η  άποψη  του  Λένιν  για  έναν  κατεστραμμένο  και  καταστροφικό καπιταλισμό, εσωτερικά διεφθαρμένο και εξωτερικά αρπακτικό, ήταν, μέχρι  την  κατάρρευση  της  Σοβιετικής  Ένωσης,  η  επίσημη  Σοβιετική  ερμηνεία  του  κόσμου  στον οποίο ζούμε.

Ο  ιμπεριαλισμός  είναι  γεγονός  και  δεν  υπάρχει  καμιά  αμφιβολία  γι’  αυτό.  Όποιος  είναι  εξοικειωμένος με την ιστορία του τέλους του 19ου και της αρχής του 20ου αιώνα δεν μπορεί  να  μην  παρατηρήσει  την  αποκαλυπτήρια  γραμμή  της  λεηλασίας,  της  εδαφικής  επέκτασης  και της καταπιεστικής αποικιοκρατίας που διατρέχει τα ατέλειωτα επεισόδια των διεθνών  αντιζηλιών, των διενέξεων και των πολέμων. Αν και δεν είναι πια της μόδας να θεωρούμε  τον  Πρώτο  Παγκόσμιο  Πόλεμο  σαν  μια  «καθαρά»  ιμπεριαλιστική  διένεξη,  δεν  υπάρχει  αμφιβολία πως οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί υπήρξαν σε μεγάλο βαθμό υπαίτιοι για την  κήρυξή του.  

Μα  οι  κατακτήσεις  και  οι  αποικίες  είναι  τόσο  παλιές  όσο  η  αρχαία  Αίγυπτος,  και  όπως  έδειξαν  οι  πιο  πρόσφατες  ρωσικές  εισβολές  στην  Ουγγαρία,  την  Τσεχοσλοβακία  και  το  Αφγανιστάν, οι κατακτήσεις και οι αποικίες θα συνεχίσουν είτε υπάρχει ο καπιταλισμός ως  δικαιολογία  είτε  όχι.  Το  ερώτημα  που  μας  θέτει  η  οικονομική  θεωρία  του  ιμπεριαλισμού  είναι κατά πόσο οι κατακτήσεις των τελευταίων πενήντα χρόνων είχαν διαφορετικά κίνητρα  από  τις  προηγούμενες  ή  τις  μελλούμενες.  Είναι  εύκολο  να  καταλάβουμε  τη  δίψα  του  κράτους‐δυνάστη  για  εξουσία.  

Ο  ιμπεριαλισμός  μάς  ζητά  να  σκεφτούμε  κατά  πόσο  οι  πιο  απρόσωπες  δυνάμεις  της  οικονομίας  της  αγοράς  μπορούν  να  οδηγήσουν  στο  ίδιο  τελικό  αποτέλεσμα.  Οι  απολογητές  του  αποικιακού  συστήματος  υποστήριξαν  πως  δεν  μπορούσε.  Το  1868,  ο  ίδιος ο Βίσμαρκ έγραψε: «Όλα τα πλεονεκτήματα που διεκδικούνται για τη μητέρα πατρίδα  είναι,  στο  μεγαλύτερο  μέρος  τους,  ψευδαισθήσεις.  Η  Αγγλία  εγκαταλείπει  την  αποικιοκρατική  της  στρατηγική∙  τη  βρίσκει  υπερβολικά  δαπανηρή».214  Παρόμοιες  παρατηρήσεις έκαναν κι άλλοι υπερασπιστές του συστήματος: τόνισαν ότι οι αποικίες «δεν  απέδιδαν»∙  ότι  η  αποίκιση  δεν  αναλαμβανόταν  ευχαρίστως,  αλλά  γινόταν  υπό  μορφή  υποχρέωσης  από  τις  μεγάλες  δυνάμεις  λόγω  της  αποστολής  του  να  εκπολιτίσουν  τον  κόσμο∙ ότι οι αποικίες είχα περισσότερα οφέλη από τις μητροπόλεις, και τα παρόμοια. 

 Μα  το  ζήτημα  δεν  ήταν  εκεί.  Είναι  αλήθεια  ότι  κάποιες  αποικίες  δεν  απέδιδαν  ‐  το  1865,  μια Επιτροπή της Βουλής των Κοινοτήτων έφτασε στο σημείο να προτείνει την εγκατάλειψη  όλων των Βρετανικών κτήσεων εκτός της δυτικής ακτής της Αφρικής, με τη δικαιολογία ότι  αποτελούσαν εξαιρετικά ασύμφορα  εγχειρήματα. Ενώ, όμως, δεν απέδιδαν κέρδη όλες οι  αποικίες, κάποιες απ’ αυτές ήταν εκπληκτικά επικερδείς: οι φυτείες τσαγιού της Κεϋλάνης,  για  παράδειγμα,  απέδιδαν,  σε  μια  καλή  χρονιά,  μερίσματα  σε  ποσοστό  50%  του  επενδυμένου κεφαλαίου. Και, παρ’ όλο που δεν επωφελούνταν όλη η βιομηχανία από τις  αγορές  του  εξωτερικού,  κάποιοι  σημαντικοί  βιομηχανικοί  κλάδοι  με  δυσκολία  θα  λειτουργούσαν  χωρίς  αυτές:  κλασικό  παράδειγμα  αποτελεί  η  εξάρτηση  της Βρετανικής  βιομηχανίας  βάμβακος  από  την  αγορά  της  Ινδίας.  Και  για  το  σύνολο  της  Αγγλίας,  οι  επενδύσεις στο εξωτερικό σίγουρα πρόσφεραν ένα επικερδές κανάλι για τις αποταμιεύσεις:  μεταξύ  του  1870  και  του  1914,  οι  μισές  αποταμιεύσεις  της  Αγγλίας  επενδύθηκαν  στο  εξωτερικό  ενώ  η  ροή  των  μερισμάτων  και  των  τόκων  από  τις  επενδύσεις  στο  εξωτερικό  αντιστοιχούσαν στο 10% του βρετανικού εθνικού εισοδήματος.

  Φυσικά,  υπήρχαν  κι  άλλα  κίνητρα,  αναμεμιγμένα  σε  μεγάλες  δόσεις  με  τα  καθαρά  οικονομικά κίνητρα, και οι οικονομικές αντισταθμιστικές επιπτώσεις του ιμπεριαλισμού δεν  ήταν τόσο απλές όσο τις είχε περιγράψει ο John A. Hobson. Γενικά, όμως, θα δυσκολευόταν  κανείς  να  βρει  μια  εξήγηση  για  την  εισβολή  των  Ευρωπαϊκών  δυνάμεων  στην  Αφρική  και στην Ασία που να μην περιλαμβάνει κάποια γεύση των οικονομικών πλεονεκτημάτων.  Στην περίπτωση της Ολλανδίας, για παράδειγμα, η οικονομία που βασιζόταν στις τεράστιες  φυτείες της Ιάβας και της Σουμάτρας ήταν ένας χώρος για επικερδείς επενδύσεις με μεγάλη  σημασία  για  το  ολλανδικό  κεφάλαιο∙  στην  περίπτωση  της  Μαλαισίας,  οι  ανεκτίμητες  φτηνές  πρώτες  ύλες  παρείχαν  στην  Αγγλία  ένα  προσοδοφόρο  διεθνές  μονοπώλιο∙  στη  Μέση  Ανατολή,  υπήρχαν  τα  πετρέλαια  και  ο  στρατηγικός  έλεγχος  της  ναυτιλίας  μέσω  της  Διώρυγας  του  Σουέζ. 

 «Αυτό  που  λείπει  από  τις  βιομηχανίες  μας…  όλο  και  περισσότερο…  είναι  οι  αγορές»,  είπε  ένας  Γάλλος  υπουργός  το  1885∙  και  το  1926,  ο  Δρ  Σαχτ,  πρόεδρος  τότε  της  γερμανικής  Ράιχσμπανκ,  δήλωσε:  «Η  μάχη  για  τις  πρώτες  ύλες  παίζει  τον  πιο  σημαντικό  ρόλο  στην  παγκόσμια  πολιτική,  ακόμα  μεγαλύτερο  ρόλο  απ’  όσο  πριν  από  τον  πόλεμο. Η μόνη λύση για τη Γερμανία είναι η απόκτηση αποικιών». Tα κίνητρα μπορεί να  διαφέρουν  από  χώρα  σε  χώρα,  αλλά  σε  όλα  υπάρχει  ο  κοινός  παρονομαστής  του  οικονομικού κέρδους. Σημαίνει αυτό ότι ο ιμπεριαλισμός αποτελεί όντως αναπόσπαστο μέρος του καπιταλισμού; 

 Η απάντηση δεν είναι απλή. Σίγουρα, ο καπιταλισμός υπήρξε ένα επεκτατικό σύστημα από  τα  γεννοφάσκια  του,  ένα  σύστημα  που  η  κινητήρια  δύναμή  του  υπήρξε  η  προσπάθεια  να  συσσωρευτούν ακόμα μεγαλύτερες ποσότητες κεφαλαίου. Κι έτσι, από την αρχή, βλέπουμε  ότι οι καπιταλιστικές εταιρίες πρόσβλεπαν στις ξένες χώρες, τόσο για τις αγορές τους όσο  και  για  τις  φτηνές  τους  πρώτες  ύλες,  ενώ  είναι  εξίσου  σημαντικό  ότι  οι  κυβερνήσεις  των  καπιταλιστικών κρατών συνήθως υποστήριξαν και προστάτευσαν τους δικούς τους ιδιώτες  επιχειρηματίες στα εγχειρήματά τους στο εξωτερικό.  Μέχρι εδώ δεν φαίνεται να αμφισβητείται το ιμπεριαλιστικό σενάριο. Ωστόσο, με τον καιρό  βλέπουμε αυτή την πορεία της καπιταλιστικής εξάπλωσης με μάτι κάπως διαφορετικό από  αυτό του Hobson ή του Λένιν. 

Η κινητήρια δύναμη δεν μοιάζει να είναι ακινητοποιημένη σε  μια  στοίβα  αδιάθετες  αποταμιεύσεις  στο  εσωτερικό  της  χώρας,  που  απαιτούν  επένδυση  στο  εξωτερικό.  Μάλλον,  ο  βασικός  προωθητικός  μηχανισμός  φαίνεται  πως  είναι  η  εκπληκτική  ικανότητα  του  καπιταλιστικού  τρόπου  οικονομικής  οργάνωσης  να  εκτοπίζει  άλλους  τρόπους  παραγωγής  και  να  εδραιώνεται  σε  μη  καπιταλιστικά  περιβάλλοντα.  Υπάρχει  κάτι  στον  τεχνολογικό  προσανατολισμό,  την  αποτελεσματικότητα,  τον  ατόφιο  δυναμισμό  των  καπιταλιστικών  μεθόδων  παραγωγής  που  κάνει  την  εξάπλωση  του  συστήματος «ακαταμάχητη».  Κι  έτσι,  τείνουμε  σήμερα  να  βλέπουμε  την  πορεία  του  ιμπεριαλισμού  σαν  μέρος  της  διεθνοποίησης  του  κεφαλαίου,  μιας  πορείας  που  ξεκίνησε  προτού  ακόμα  διαμορφωθεί  πλήρως  ο  καπιταλισμός  και  που  δεν  έχει  ακόμα  ολοκληρωθεί.  Εδώ,  όμως,  πρέπει  να  κάνουμε  μια  σημαντική  διάκριση  ανάμεσα  στις  μορφές  διεθνοποίησης  των  διαφορετικών  εποχών.  Ο  ιμπεριαλισμός  του  είδους  που  συνέτεινε  στον  Πρώτο  Παγκόσμιο  Πόλεμο  δεν  ήταν  απλώς  η  μεταφύτευση  των  καπιταλιστικών  μεθόδων  παραγωγής  στην  Αφρική,  την  Ασία  και  τη  Λατινική  Αμερική.  Ήταν  αυτό  συν  η  απροκάλυπτη  πολιτική  παρέμβαση,  η  φοβερή εκμετάλλευση,  η  στρατιωτική  ισχύς  και μια γενική αδιαφορία για τα συμφέροντα  των  φτωχότερων  κρατών.  Για  παράδειγμα,  κάτι  που  εντυπωσιάζει  πολύ  σε  σχέση  με  τις  βρετανικές  επενδύσεις  στην  Ινδία  κατά  το  τέλος  του  19ου  και  την  αρχή  του  20ου  αιώνα,  ήταν πως σε μεγάλο βαθμό βασίστηκαν και διέπονταν από τις ανάγκες της Αγγλίας και όχι  της  Ινδίας.  Στην  περίπτωση  του  Βελγικού  Κογκό  ή  των  Ολλανδικών  Ινδιών,  το  «σε  μεγάλο  βαθμό»  μπορεί  να  αντικατασταθεί  από  το  «ολοκληρωτικά». 

 Ένα  μέρος  αυτού  του  παλιομοδίτικου  ιμπεριαλισμού  εξακολουθεί  να  ισχύει,  παρ’  όλο  που  οι  εξωτερικές  του εκφάνσεις  έχουν  αλλάξει!  Ο  Δεύτερος  Παγκόσμιος  Πόλεμος  έβαλε  ένα  γενικό  τέλος  στις  αποικιοκρατικές σχέσεις μέσα από τις οποίες η παλαιότερη οικονομική ηγεμονία ασκούσε  την εξουσία της. Εκεί όπου πριν από τον πόλεμο υπήρχαν μόνο καθυποταγμένες αποικίες,  μετά τη λήξη του αναδύθηκαν ανεξάρτητα κράτη∙ και, παρ’ όλο που πολλά απ’ αυτά ήταν  (και εξακολουθούν να είναι) φτωχά κι αδύναμα, η εθνική τους υπόσταση δεν επιτρέπει στα  Ευρωπαϊκά κράτη να ασκήσουν την αλαζονική κυριαρχία τους με τον τρόπο που συνήθιζαν  στο πρώτο μισό του αιώνα.  Η  κατάσταση  είναι  κάπως  διαφορετική  στην  περίπτωση  των  Ηνωμένων  Πολιτειών,  οι  οποίες,  πολλές  φορές  από  τον  πόλεμο  και  μετά,  χρησιμοποίησαν  στρατιωτική  δύναμη  εναντίον  υπανάπτυκτων  κρατών  ‐εναντίον  της  Κούβας,  του  Βιετνάμ,  της  Νικαράγουα  και  του  Ιράκ,  μεταξύ  άλλων‐  με  αποτέλεσμα  να  κληρονομήσουν  οι  Ηνωμένες  Πολιτείες  τον  καθόλου  ζηλευτό  τίτλο  της  υπ’  αριθμόν  ένα  ιμπεριαλιστικής  δύναμης  στον  κόσμο. 

 Μα  τα  κίνητρα που προκάλεσαν τις ιμπεριαλιστικές μας περιπέτειες δεν είναι αυτά που έστειλαν  τους Πεζοναύτες στις δημοκρατίες της μπανάνας ή τα κανονιοφόρα στην Κίνα το 19ο αιώνα.  Δεν προστατεύουμε την αμερικανική περιουσία, αλλά την αμερικανική ιδεολογία. Σαν τους  Άγγλους την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης, η κυβέρνησή μας, μέχρι την κατάρρευση  του  Σοβιετικού  καθεστώτος,  αισθανόταν  να  απειλείται  από  μια  τεράστια  επαναστατική  δύναμη ‐ τη δύναμη του παγκόσμιου κομουνισμού, του οποίου οι πιο πιθανοί νεοσύλλεκτοι  φαινόταν να είναι τα αδύναμα και ασταθή κράτη του Τρίτου Κόσμου. Το αποτέλεσμα ήταν  πως αντιδράσαμε σε σχεδόν κάθε σοσιαλιστική τάση σ’ αυτά τα κράτη, σαν να ήταν η αιχμή  του  δόρατος  ενός  κομουνιστικού  καθεστώτος  υπό  ξένη  επικυριαρχία  και  υποστηρίξαμε  κάθε αντιδραστική κυβέρνηση αυτών των κρατών σαν μέρος του ίδιου αγώνα ενάντια στον  κομουνισμό.  

Πώς θα καταλήξει αυτή η πολιτική που αιτιολογείται αμυντικά και εκδηλώνεται επιθετικά,  απομένει  να  το  δούμε.  Ίσως  οι  Ηνωμένες  Πολιτείες  κατορθώσουν  να  εγγυηθούν  την  ασφάλεια του κόσμου πιέζοντας οικονομικά και στρατιωτικά τις σοσιαλιστικές κυβερνήσεις  που  εμφανίζονται  στον  υπανάπτυκτο  κόσμο.  Ίσως  μια  τέτοια  πολιτική  καταλήξει  σε  δική  μας  απογοήτευση  και  απώλεια  ηθικού.  Όποιο  κι  αν  είναι  το  αποτέλεσμα,  πάντως,  αυτή  η  πλευρά  του  ιμπεριαλισμού  έχει  περισσότερη  σχέση  με  το  πρόβλημα  της  προστασίας  ενός  μεγάλου βασιλείου από εξωτερικές επιρροές ‐ένα πρόβλημα τόσο παλιό όσο η αρχαία Κίνα  ή η Ρώμη‐ παρά με την άμεση υποστήριξη εμπορικών επιχειρήσεων, η οποία αποτελούσε  το  απροκάλυπτο  κίνητρο  του  ιμπεριαλισμού  του  προηγούμενου  αιώνα.  Είναι  μια  άμεση  πολιτική, αντί για μια έμμεση οικονομική, μορφή ξένης κυριαρχίας.  Στο μεταξύ, υπάρχει μια δεύτερη πλευρά στο μεταβαλλόμενο πρόσωπο του ιμπεριαλισμού,  η  οποία  είναι  καταφανώς  οικονομική.  Πρόκειται  για  την  εντυπωσιακή  ανάδυση  της  πολυεθνικής εταιρίας ως του κυριότερου φορέα μέσω του οποίου το κεφάλαιο κινείται από  την πατρίδα του στο εξωτερικό.  Οι πολυεθνικές είναι γιγαντιαίες εταιρίες, όπως η Coca Cola, η IBM, η Microsoft ή η Royal  Dutch  Shell,  που  οι  κατασκευαστικές  ή  παρασκευαστικές  εργασίες  τους  είναι  διασκορπισμένες  σε  πολλά  έθνη.  Μια  πολυεθνική  κάνει  γεωτρήσεις  για  πετρέλαιο  στη  Μέση Ανατολή ή στην Αφρική, το διυλίζει στην Ευρώπη ή στην Αμερική και το πουλά στην  Ιαπωνία∙  ή  μπορεί  να  εξορύσσει  μεταλλεύματα  στην  Αυστραλία,  να  τα  κατεργάζεται  στην  Ιαπωνία και να στέλνει το τελικό προϊόν στις Ηνωμένες Πολιτείες.  Οι πολυεθνικές έφεραν δύο αλλαγές στην όλη διεθνοποίηση του κεφαλαίου.  

Πρώτον, άλλαξαν τις γεωγραφικές του ροές. Την εποχή του κλασικού ιμπεριαλισμού, όπως είδαμε,  ο  σκοπός  της  καπιταλιστικής  εξάπλωσης  εστιαζόταν  κυρίως  στην  απόκτηση  πρόσβασης  στις  πρώτες  ύλες  ή  σε  αγορές  για  βασικά  αγαθά,  όπως  τα  υφαντουργικά  προϊόντα. Οι πολυεθνικές απομακρύνθηκαν από αυτά τα βασικά αγαθά και στράφηκαν στα  προϊόντα  υψηλής  τεχνολογίας  στα  οποία  κυριαρχούν,  όπως  οι  ηλεκτρονικοί  υπολογιστές  και  τα  φαρμακευτικά  προϊόντα.  Το  αποτέλεσμα  ήταν  μια  εντυπωσιακή  μεταβολή  στην  κατανομή  κεφαλαίων  στο  εξωτερικό.  

Το  1897,  το  μισό  σχεδόν  από  τα  αμερικανικά  κεφάλαια στο εξωτερικό ήταν επενδυμένα σε φυτείες, σιδηροδρόμους ή ορυχεία. Σήμερα,  λιγότερο  από  το  ένα  πέμπτο  των  εξωτερικών  μας  επενδύσεων  βρίσκεται  σ’  αυτούς  τους  τομείς. Αντίθετα, το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων μας στο εξωτερικό έχει τοποθετηθεί  σε  βιομηχανικά  προϊόντα∙  και  τα  τρία  τέταρτα  της  ροής  των  διεθνών  επενδύσεων  πηγαίνουν στην Ευρώπη και στον Καναδά και σε άλλα αναπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη.  Ομοίως,  η  πλειονότητα  των  γαλλικών  ή  των  γιαπωνέζικων  ή  των  γερμανικών  επενδύσεων  στο εξωτερικό αναζητούν τοποθεσίες στον αναπτυγμένο κόσμο (συμπεριλαμβανομένων και  των Ηνωμένων Πολιτειών) και όχι στις παλιές αποικίες της υδρογείου.  Μια  δεύτερη  οικονομική  συνέπεια  της  ανόδου  των  πολυεθνικών  είναι  η  αξιοθαύμαστη  ικανότητά τους να συνδυάζουν υψηλή τεχνολογία με φτηνή, ανειδίκευτη εργατική δύναμη. 

 Οι  απίστευτα  πολύπλοκοι  μηχανισμοί  που  αποτελούν  το  θεμέλιο  της  σύγχρονης  οικονομικής ζωής, όπως τα εξαρτήματα των ηλεκτρονικών υπολογιστών και τα τμήματα των  συναρμολογούμενων  τηλεοράσεων,  μπορούν  να  παραχθούν  στα  Χονγκ  Κονγκ,  στις  Νότιες  Κορέες  και  τις  Ταϊλανδές  αυτού  του  κόσμου,  χρησιμοποιώντας  επιστημονικά  μηχανήματα  που  τα  χειρίζονται  άντρες  και  γυναίκες,  οι  οποίοι  πριν  από  λίγο  καιρό  δούλευαν  στους  ορυζώνες. Από τη σκοπιά του ιμπεριαλισμού, αυτή η εξέλιξη χρήζει ερμηνείας. Η ικανότητα  να  μεταφυτεύει  ολόκληρες  παραγωγικές  διαδικασίες  σε  περιοχές  του  κόσμου  που  μέχρι  χθες στηρίζονταν στην αγροτική οικονομία πέτυχε, σε βαθμό πρωτοφανή, να εξαγάγει τους  κοινωνικούς  θεσμούς  του  καπιταλισμού.  Όπως  ακριβώς  οι  ίδιοι  οι  συντελεστές  της  παραγωγής αναδύθηκαν από ένα προκαπιταλιστικό κοινωνικό περιβάλλον κατά τη μεγάλη  οικονομική  επανάσταση  που  παρακολουθήσαμε  στα  πρώτα  μας  κεφάλαια,  έτσι  και  στην  εποχή μας μια νέα οικονομική  επανάσταση  φέρνει  την οικονομία της αγοράς σε  περιοχές  που  παλιά  υπήρξαν  παθητικές  μόνο  και  διόλου  ενεργητικές  δυνάμεις  στην  παγκόσμια  οικονομία.  Σ’  αυτό  το  βαθμό,  ο  σύγχρονος  ιμπεριαλισμός  υπήρξε  μια  σημαντική  δύναμη  αναζωογόνησης του καπιταλισμού στο εξωτερικό.  Ταυτόχρονα, ο νέος ιμπεριαλισμός έχει εντατικοποιήσει σημαντικά την ανταγωνιστικότητα  του συστήματος στις αναπτυγμένες πατρίδες του. Αυτό δεν είναι μόνο το αποτέλεσμα της  αλληλοδιείσδυσης  στις  αγορές  διαφορετικών  χωρών  που  αναφέραμε  πιο  πάνω,  αλλά  συμβαίνει  επίσης  επειδή  τα  κατασκευαστικά  παραρτήματα  των  πολυεθνικών  στις  υπανάπτυκτες περιοχές μπορούν να στείλουν κύματα αγαθών χαμηλού κόστους πίσω στις  μητροπόλεις.  

Όπως  κανένα  κράτος  δεν  γνωρίζει  καλύτερα  από  τις  Ηνωμένες  Πολιτείες,  τηλεοράσεις  που  κατασκευάζονται  στο  Χονγκ  Κονγκ  ή  στην  Ταϊβάν  ή  αυτοκίνητα  που  φτιάχνονται  στη  Νότια  Κορέα  ή  συναρμολογούνται  στο  Μεξικό  μπορούν  πολύ  εύκολα  να  πουληθούν  φθηνότερα  από  τα  ίδια  προϊόντα  που  κατασκευάζονται  στην  California  ή  στις  Μεσοδυτικές Πολιτείες.  Είναι  πολύ  νωρίς  ακόμα  να  προβλέψουμε  τις  συνέπειες  αυτής  της  διεθνοποίησης  και  εντατικοποίησης  του  ανταγωνισμού  ή  ποιο  θα  είναι  το  αποτέλεσμα  των  χρηματοοικονομικών  και  πολιτικών  κρίσεων  που  έχουν  εμφανιστεί  ‐όχι  απροσδόκητα‐  σε  όλες  σχεδόν  τις  ασιατικές  «τίγρεις».  Αυτό  που  δεν  χωρά  αμφιβολία  είναι  ότι  έχουμε  μετακινηθεί  στην  κατεύθυνση  μιας  παγκοσμιοποιημένης  οικονομίας,  στην  οποία  νέες  επιχειρήσεις  με  διεθνή  δραστηριότητα  συνυπάρχουν  αμήχανα  με  τα  παλαιότερα  εθνικά σύνορα  και  προνόμια. Αποτελεί ειρωνική κατάληξη της μελέτης μας για το  πρόβλημα του  ιμπεριαλισμού  το  γεγονός  ότι  το  κίνημα  που  ξεκίνησε  για  να  ελαφρύνει  τις  πιέσεις  πάνω  στο κεφάλαιο κατέληξε να τις κάνει πολύ χειρότερες.  Ο John Hobson πέθανε το 1940∙ στους Times του Λονδίνου ένας ευπρεπώς και προσεκτικά  διατυπωμένος επικήδειος αναφερόταν τόσο στις προφητικές του ιδέες όσο και στο γεγονός  ότι ο ίδιος δεν έτυχε της γενικής αναγνώρισης.  

Πραγματικά  ο  Hobson  δεν  έτυχε  αναγνώρισης.  Ο  πιο  ξακουστός  οικονομολόγος  της  βικτοριανής  εποχής  ήταν  ένας  οικονομολόγος  τελείως  αντίθετος  με  τον  Hobson,  ο  Alfred  Marshall,  ο  οποίος  θεωρούνταν  μετριοπαθής  και  «εγκεκριμένος»,  εκεί  που  ο  Hobson  υπήρξε  διορατικός,  υπερβολικός  και,  ας  πούμε,  μη  εγκεκριμένος.  Ωστόσο,  αρμόζει  να  ολοκληρώσουμε  αυτό  το  ταξίδι  μέσα  από  τις  ερεβώδεις  περιοχές  του  υποκόσμου,  επιστρέφοντας  και  πάλι  στο  βικτοριανό  ηλιόφως.  

Οι  οικονομολόγοι  που  εργάζονταν  στο  φως του ήλιου ίσως να μην είχαν δει τα ανησυχητικά οράματα που αποκαλύπτονταν σε πιο  περιπετειώδεις ψυχές, αλλά έκαναν κάτι που δεν έκαναν οι αιρετικοί: δίδαξαν στον κόσμο  τους ‐ακόμα και στο δικό μας κόσμο‐ τα «οικονομικά» του. Και μόνο που κοιτάζει κανείς το  πορτρέτο του Alfred Marshall αρκεί για να δει το πρότυπο του δασκάλου: λευκό μουστάκι,  λευκά  τσουλούφια  στα  μαλλιά,  καλοσυνάτα,  λαμπερά  μάτια  ‐  η  κλασική  φιγούρα  του  καθηγητή. Την εποχή του θανάτου του το 1924, όταν οι σπουδαιότεροι οικονομολόγοι της  Αγγλίας τιμούσαν τη μνήμη του, ένας απ’ αυτούς, ο καθηγητής Σ. Ρ. Φέι, παρουσίασε αυτό  το αλησμόνητο πορτρέτο του βικτοριανού καθηγητή στο σπίτι του:  Ο Πιγκού μού είπε πως έπρεπε να πάω να τον δω για να διαλέξουμε θέμα για μια διατριβή. Έτσι, ένα απόγευμα, καθώς σουρούπωνε, πήγα στο Μπάλιολ Κροφτ. «Ελάτε, ελάτε», είπε τρέχοντας από ένα μικρό διάδρομο και ανέβηκα μαζί του επάνω. «Έχετε καθόλου ιδέα τι πρέπει να κάνετε;» με ρώτησε. 

«Όχι», του απάντησα. «Ακούστε, λοιπόν», είπε, βγάζοντας ένα μικρό μαύρο βιβλίο. Κι άρχισε να διαβάζει έναν κατάλογο με θέματα, αφού προηγουμένως με είχε προστάξει να σηκώνω το χέρι μου όταν άκουγα κάποιο που μου άρεσε. Μέσα στη νευρικότητά μου, προσπάθησα να κλείσω με το πρώτο θέμα, αλλά ο Marshall δεν μου έδωσε σημασία και συνέχισε να διαβάζει. Κάπου στα μισά της δεύτερης σελίδας έφτασε στην “Πρόσφατη Γερμανική Οικονομική Κρίση”. Μια που είχα περάσει ένα καλοκαίρι στο Γκράιφσβαλντ, έγνεψα ότι συναινώ. «Δεν θα σας ταίριαζε καθόλου», είπε. Έμεινα σιωπηλός για άλλα πέντε λεπτά κι έπειτα, ακούγοντας τη λέξη “Αργεντινή” έκανα άλλον ένα θόρυβο που τον ανάγκασε να σταματήσει. Ο μοναδικός μου λόγος ήταν ότι δύο θείοι μου είχαν πάει εκεί για δουλειές. «Εσείς έχετε πάει;» με ρώτησε. «Όχι», αποκρίθηκα και αυτός συνέχισε να διαβάζει. Λίγα λεπτά αργότερα σταμάτησε και ρώτησε: «Βρήκατε κάποιο θέμα που να σας αρέσει;» «Δεν ξέρω», άρχισα να λέω. «Ποτέ δεν βρίσκει κανένας», μου εξήγησε, «αλλά αυτή είναι η μέθοδος μου. Τώρα, τι θα θέλατε να κάνετε;» Ψέλλισα: «Μια σύγκριση της γερμανικής με την αγγλική εργατική δύναμη». Και τότε, μια που είχε σκοτεινιάσει πια για τα καλά, πήρε ένα φανάρι μ’ έναν ηλεκτρικό διακόπτη κι άρχισε να ψάχνει στα ράφια του, δίνοντάς μου βιβλία στα αγγλικά και στα γερμανικά – φον Νόστιτζ, Κούλμαν, γύρω στα 30 συνολικά. «Τώρα», είπε, «θα σας αφήσω να οσφρανθείτε· όταν τελειώσετε, φυσήξτε στο σωλήνα και η Σάρα θα σας φέρει τσάι». 

Όλα αυτά ήταν πολύ μακρινά από την αφρικανική διαμάχη που είχε ενοχλήσει τον Hobson  ή την ασυγκράτητη αμερικανική κερδοσκοπία που είχε διαμορφώσει το περιβάλλον για τις  ιδέες του Henry George. Ο Marshall, όπως ο σύγχρονός του Edgeworth, ήταν κατεξοχήν το  προϊόν ενός πανεπιστημίου. Παρ’ όλο που ταξίδεψε στην Αμερική και μάλιστα τη διέσχισε  από τη μια άκρη στην άλλη φτάνοντας μέχρι το Σαν Φρανσίσκο, η ζωή του, οι απόψεις του ‐ και,  αναπόφευκτα,  οι  οικονομικές  του  θεωρίες‐  αντανακλούσαν  την  αταραξία  και  το  εξευγενισμένο πνεύμα του περιβάλλοντος του Cambridge.  Μα τι ακριβώς δίδασκε; Η λέξη που συνοψίζει το βασικό μέλημα του Marshall είναι ο όρος  τον  οποίο  ήδη  ταυτίσαμε  με  το  καινούργιο  βικτοριανό  όραμα  της  οικονομίας  ‐  ο  όρος «ισορροπία».  

Αντίθετα  με  τον  Bastiat,  τον  οποίο  προσέλκυε  ο  παραλογισμός  των  οικονομικών  σοφιστειών,  ή  με  τον  Henry  George,  που  έβλεπε  τις  αδικίες  της  ζωής  να  συγκαλύπτονται από την οικονομική συγκατάθεση, ή με τον Hobson, ο οποίος έψαχνε για  κρυφές καταστροφικές τάσεις στις απρόσωπες διαδικασίες της καπιταλιστικής οικονομικής  επιστήμης,  ο  Marshall  ενδιαφερόταν  κυρίως  για  την  αυτορυθμιζόμενη,  αυτοεπανορθούμενη  φύση  του  οικονομικού  κόσμου.  Όπως  θα  έγραφε  αργότερα  ο  ευφυέστερος  μαθητής  του,  ο  John  Μ.  Keynes,  δημιούργησε  «ένα  ολόκληρο  κοπερνίκειο  σύστημα,  στο  οποίο  όλα  τα  στοιχεία  του  οικονομικού  σύμπαντος  διατηρούνται  στη  θέση  τους μέσω αμοιβαίας αντιστάθμισης και αλληλεπίδρασης».217  Πολλά απ’ αυτά τα είχαν, φυσικά, διδάξει κι άλλοι στο παρελθόν. Ο Adam Smith, ο Ricardo,  ο Mill, είχαν όλοι τους ερμηνεύσει το σύστημα της αγοράς σαν έναν ανατροφοδοτούμενο  μηχανισμό,  εξαιρετικά  πολυσύνθετο  και  αποτελεσματικό.  

Ωστόσο,  ανάμεσα  στο  καθολικό  όραμα  και  την  επεξεργασία  των  λεπτομερειών,  υπήρχε  αρκετό  ανεξερεύνητο  έδαφος  και  νεφελώδεις  αναλύσεις:  η  θεωρία  της  ισορροπίας  της  αγοράς  την  οποία  κληρονόμησε  ο  Marshall,  ήταν  πολύ  πιο  επιβλητική  από  απόσταση  παρά  από  κοντά.  Υπήρχαν  ανεπίλυτα  σημεία  ακόμα  και  για  πολύ  βασικά  ζητήματα  όπως  το  αν  οι  τιμές  στην  πραγματικότητα  αντανακλούσαν  το  κόστος  παραγωγής  κάποιου  αγαθού  ή  τον  τελικό  βαθμό  ικανοποίησης  που παρείχε  αυτό το αγαθό ‐ μ’ άλλα λόγια, τα διαμάντια είναι  τόσο ακριβά  επειδή  είναι  δύσκολο  να  βρεθούν  ή  επειδή  αρέσει  στους  ανθρώπους  να  τα  φοράνε;  Ίσως  τέτοια  ερωτήματα  να  μη  γοητεύουν  παρά  μόνο  τους  οικονομολόγους,  αλλά  για  όσο  διάστημα  παρέμεναν  αναπάντητα  ήταν  δύσκολο  να  σκεφτεί  κανείς  ξεκάθαρα  πολλά  από  τα  προβλήματα που ήθελαν να επιλύσουν οι οικονομολόγοι.  Μ’  αυτά  τα  αδιευκρίνιστα  ερωτήματα  της  οικονομικής  θεωρίας  καταπιάστηκε  ο  Marshall.  Στο  φημισμένο  σύγγραμμα  του  Αρχές  της  οικονομικής  επιστήμης  (Principles  of  Economics)  συνδύασε  ένα  μυαλό  μαθηματικής  ακρίβειας  με  ένα  στιλ  άνετο,  αναλυτικό,  γεμάτο  απλά  παραδείγματα  και  εξαιρετικά  ευκολονόητο.  Ακόμα  κι  ένας  επιχειρηματίας  μπορούσε  να  καταλάβει αυτό το είδος των οικονομικών, γιατί όλες οι δύσκολες λογικές αποδείξεις είχαν  ευτυχώς  εξοβελιστεί  στις  υποσημειώσεις  (με  αποτέλεσμα  να  πει  ο  Keynes,  με  τη  γνωστή  του  ασέβεια,  ότι  οι  οικονομολόγοι  καλύτερα  θα  έκαναν  να  διαβάσουν  τις  υποσημειώσεις  και  να  ξεχάσουν  το  υπόλοιπο  κείμενο,  παρά  το  αντίθετο).  Πάντως,  το  βιβλίο  είχε  τρομακτική  επιτυχία∙  εκδόθηκε  αρχικά  το  1890  και  προτείνεται  ακόμα  σε  όποιον  σπουδαστή φιλοδοξεί να γίνει οικονομολόγος. 

 Και  ποια  ήταν  η  σπουδαία  συμβολή  του  Marshall  στο  εννοιολογικό  κουβάρι  της  οικονομικής  επιστήμης;  Η  κύρια  συμβολή  ‐στην  οποία  ο  ίδιος  ο  Marshall  επέστρεφε  κάθε  τόσο‐  ήταν  η  επιμονή  του  στη  σπουδαιότητα  του  χρόνου  ως  υπέρτατου  στοιχείου  στην  κατανόηση της διαδικασίας της ισορροπίας.  Γιατί η ισορροπία, όπως επισήμανε ο Marshall, μετέβαλλε τη βασική της έννοια ανάλογα με  το  κατά  πόσο  η  διαδικασία  προσαρμογής  της  οικονομίας  γινόταν  σε  βραχυπρόθεσμη  ή  μακροπρόθεσμη περίοδο. Βραχυπρόθεσμα, οι αγοραστές και οι πωλητές συναντιόνταν για  να διαπραγματευτούν στην αγορά, αλλά βασικά η διαπραγματευτική διαδικασία αφορούσε  σε  μια  καθορισμένη  ποσότητα  αγαθών  ‐  τα  διαμάντια  που  οι  έμποροι  διαμαντιών  κουβαλούσαν  μαζί  τους  στις  βαλίτσες  τους.  Μακροπρόθεσμα,  όμως,  η  ποσότητα  των  διαμαντιών δεν ήταν καθορισμένη. 

Καινούργια ορυχεία μπορεί να άνοιγαν, αν η ζήτηση το  δικαιολογούσε∙  τα  παλιά  ορυχεία  θα  μπορούσαν  να  εγκαταλειφθούν  αν  υπήρχε  υπεραφθονία  προσφοράς.  Ως  εκ  τούτου,  στο  πολύ  βραχυπρόθεσμο  διάστημα,  ήταν  η  ψυχολογική χρησιμότητα των διαμαντιών ‐δηλαδή, η ζήτηση γι’ αυτά‐ που ασκούσε την πιο  άμεση επιρροή στην τιμή αγοράς τους∙ μακροπρόθεσμα, όμως, καθώς η περιοδική ροή της προσφοράς  προσαρμοζόταν  στις  επιθυμίες  των  καταναλωτών,  το  κόστος  παραγωγής  έπαιρνε πάλι το πάνω χέρι. Βέβαια, ούτε το κόστος ούτε η χρησιμότητα θα μπορούσαν ποτέ  να  διαχωριστούν  εντελώς  από  τον  καθορισμό  της  τιμής∙  η  ζήτηση  και  η  προσφορά,  όπως  έλεγε  ο  Marshall,  είναι  σαν  «τις  λεπίδες  ενός  ψαλιδιού»218,  και  είναι  το  ίδιο  ανώφελο  να  ρωτάμε κατά πόσο η προσφορά ή η ζήτηση ρυθμίζει την τιμή όσο και ν’ αναρωτιόμαστε αν  η πάνω ή η κάτω λεπίδα του ψαλιδιού κάνει όλο το κόψιμο. Ενώ όμως κόβουν και οι δύο  λεπίδες,  μία  απ’  αυτές,  ας  πούμε,  ήταν  η  ενεργητική  κόψη  και  η  άλλη  η  παθητική  ‐  η  χρησιμότητα‐ζήτηση ήταν η ενεργητική κόψη όταν το κόψιμο γινόταν στο σύντομο χρονικό  εύρος  της  δεδομένης  αγοράς,  ενώ  το  κόστος‐προσφορά  ήταν  η  ενεργητική  κόψη  όταν  το  κόψιμο  επεκτεινόταν  σε  μια  μεγαλύτερη  χρονική  περίοδο  στην  οποία  η  κλίμακα  και  οι  μέθοδοι παραγωγής υπόκεινται σε αλλαγές.  Ήταν,  όπως  κάθε  τι  που  άγγιζε  ο  Marshall  με  το  αναλυτικό  του  μυαλό,  μια  διαφωτιστική  ενόραση.  

Ωστόσο,  οι  Αρχές  εξέπεμπαν  κάτι  σπουδαιότερο  από  θεωρητική  ευφυία.  Αν  ο  Marshall ήταν το καλύτερο μυαλό στον «επίσημο» κόσμο της οικονομικής επιστήμης, ήταν  επίσης και το πιο συμπονετικό. Ένα γνήσιο ενδιαφέρον για τις φτωχές εργατικές τάξεις, για  τους  «ζαρωμένους  φουκαράδες»  που  παρατηρούσε  στα  ταξίδια  του  στις  φτωχογειτονιές  του  Λονδίνου,  και  για  την  οικονομική  επιστήμη  ως  εργαλείο  κοινωνικής  βελτίωσης  ‐  όλ’  αυτά  ήταν  αναπόσπαστα  συνυφασμένα  μέσα  στο  βιβλίο  του.  Το  ίδιο  συνυφασμένα,  θα  πρέπει  να  σημειωθεί,  ήταν  μια  ανάλυση  του  μέλλοντος  που  προειδοποιούσε  να  μην  ενδώσουμε «στις όμορφες εικόνες της ζωής, όπως θα ήταν κάτω από θεσμούς που εύκολα  κατασκευάζει [η φαντασία]», σε συνδυασμό με ελπίδες ότι η στάση των πλουσίων υπάρχει  πιθανότητα να μετατραπεί σε «ιπποτισμό»,219 για να «βοηθήσει το φοροεισπράκτορα… να  άρει τα χειρότερα δεινά της φτώχειας από τη χώρα».  Ίσως  χαμογελάμε  με  αυτούς  τους  βικτοριανούς  συναισθηματισμούς  αλλά  δεν  αποτελούν  την πλευρά του οράματος του Marshall που άφησε το βαθύτερο αποτύπωμα στην ίδια την  οικονομική επιστήμη.

 Γι’ αυτήν θα πρέπει να κοιτάξουμε στα πρώτα κεφάλαια των Αρχών,  όπου  δύο  δηλώσεις  μάς  κάνουν  εντύπωση.  Η  πρώτη  είναι  ένα  απόσπασμα  με  την  χαρακτηριστική γοητεία του Marshall που περιγράφει πώς ένα άτομο ζυγίζει τις απολαύσεις  που  παίρνει  από  μια  αγορά  σε  σχέση  με  την  απώλεια  απόλαυσης  που  του  στοιχίζει  η  δαπάνη:  Ένας πλούσιος που σκέφτεται αν θα ξοδέψει ένα σελίνι για ένα και μόνο πούρο, το ζυγίζει δίπλα σε άλλες μικρότερες απολαύσεις, σε σχέση με έναν φτωχό που σκέφτεται αν θα ξοδέψει ένα σελίνι για να προμηθευτεί καπνό που θα του κρατήσει για ένα μήνα. Ο υπάλληλος των 100 λιρών το χρόνο πηγαίνοντας με τα πόδια στη δουλειά του θα νιώσει τη βροχή να πέφτει πολύ πιο βαριά απ’ ό,τι θα τη νιώσει ο υπάλληλος των 300 λιρών το χρόνο.

Η  δεύτερη  δήλωση  βρίσκεται  λίγες  σελίδες  παρακάτω,  εκεί  που  ο  Marshall  γράφει  για  το  σκοπό της οικονομικής επιστήμης. Είναι, όπως λέει,  … η μελέτη των οικονομικών μέσων και πλευρών της πολιτικής, κοινωνικής και ιδιωτικής ζωής του ανθρώπου, αλλά ειδικότερα της κοινωνικής του ζωής… Αποφεύγει πολλά πολιτικά ζητήματα, τα οποία ο πρακτικός άνθρωπος δεν μπορεί να αγνοήσει… και συνεπώς… περιγράφεται καλύτερα από το γενικότερο όρο «Οικονομικά» παρά από τον πλέον περιορισμένο «Πολιτική Οικονομία».221

Δύο  πράγματα  είναι  αξιοσημείωτα  σ’  αυτά  τα  φαινομενικά  ανώδυνα  αποσπάσματα.  Το  πρώτο,  που  παρουσιάζεται  ευφυέστατα  με  τον  υπάλληλο  που  αποφασίζει  κατά  πόσο  θα  ξοδέψει χρήματα για να πάρει ταξί ή όχι, δεν είναι τίποτε λιγότερο από μια νέα μορφή που  συνοψίζει το μαρσαλιανό όραμα της οικονομικής επιστήμης  εξίσου προσφυώς, αν και όχι  εξίσου δραματικά, με τον μεγάλο μονάρχη της εποχής του Hobbes. Η νέα αυτή μορφή είναι το Άτομο, του οποίου οι υπολογισμοί όχι μόνο συμβολίζουν τη λειτουργία του συστήματος  της αγοράς αλλά είναι, μάλιστα, ο βράχος πάνω στον οποίο στηρίζεται η ίδια η οικονομία.  Δεν  υπάρχει  πια  το  όραμα  των  οικονομικών  ως  μελέτης  της  κοινωνικής  δυναμικής  της  Μοναρχίας ή της Κοινωνίας του Smith, για να μη γίνει λόγος για τον πόλεμο των τάξεων του  Marx.  

Στη  θέση  της  έχουμε  την  οικονομική  επιστήμη  ως  ερμηνείας  της  συλλογικής  ζωής  ατόμων, δηλαδή καθενός για τον εαυτό του.  Στενά  συνδεδεμένη  μ’  αυτό  είναι  μια  άλλη  αλλαγή  που  υποδηλώνεται  από  το  δεύτερο  απόσπασμα.  Είναι  η  εξαφάνιση  ενός  θέματος  που  αποτελούσε  χωρίς  εξαίρεση  κεντρικό  στοιχείο  των  προγενέστερων  οραμάτων  ‐  συγκεκριμένα,  το  πολιτικό  περιεχόμενο  της  οικονομικής επιστήμης. Ο Marshall βλέπει ότι σκοπός των οικονομικών είναι να απαντά σε  ερωτήματα,  όπως  με  ποιον  τρόπο  φτάνουμε  στις  τιμές  ισορροπίας,  και  όχι  το  θεμελιακό  ερώτημα  του  πώς  οι  σχέσεις  εξουσίας  και  υποταγής  που  γεννούν  τη  δομή  όλων  των  στρωματοποιημένων κοινωνιών αναδύονται σε μια κοινωνική τάξη πραγμάτων που γίνεται  αντιληπτή ως απλώς μια συλλογή ατόμων που ο καθένας τους επιδιώκει τη «χρησιμότητά»  του.  Γιατί αυτή η περίεργη απομάκρυνση από την πολιτική οικονομία; Δύο πιθανές απαντήσεις  έρχονται κατά νου. Η πρώτη είναι ότι τα γεγονότα του 1848 και ίσως και η αυξανόμενη ροή  σοσιαλιστικών  ιδεών  κατέστησαν  την  απερίφραστη  αναγνώριση,  και  πολύ  λιγότερο  την  εξέταση, της εξουσίας και της υποταγής πολύ πιο επίμαχα απ’ ό,τι στην εποχή του Smith ή  του  Mill,  όταν  αυτές  οι  κοινωνικές  σχέσεις  εκλαμβάνονταν  ως  δεδομένες. 

 Μια  δεύτερη,  πολύ  διαφορετική,  πιθανότητα  είναι  ότι  η  σταδιακή  αποδοχή  των  δημοκρατικών  αντιλήψεων κατά το 19ο αιώνα προσέδωσαν στο όραμα του Marshall μια αληθοφάνεια που  δεν θα μπορούσε να έχει σε προγενέστερη εποχή.  Αυτό  είναι  ένα  ερώτημα  που  μπορούμε  να  θέσουμε  αλλά  όχι  και  να  απαντήσουμε.  Αυτό  που  μπορούμε  να  πούμε  με  βεβαιότητα  είναι  ότι  η  Οικονομική  Επιστήμη  παίρνει  πια  τη  θέση  της  Πολιτικής  Οικονομίας,  και  ένα  νέο  κεφάλαιο  στην  ιστορία  των  οικονομικών  αρχίζει.  Όλα  αυτά  γίνονται  όλο  και  πιο  σημαντικά  καθώς  η  μελέτη  μας  προσεγγίζει  το  σήμερα.  Υπάρχει,  όμως,  ένα  τελευταίο  θέμα  που  χρήζει  κάποιας  συζήτησης.  Αφορά  το  στοιχείο  της  ανάλυσης  του  Marshall  που  αποτέλεσε  το  πιο  σημαντικό  του  δώρο  στην  οικονομική  ανάλυση  ‐  το  στοιχείο  του  χρόνου.  Διότι  ο  χρόνος  για  τον  Marshall  ήταν  αφηρημένος  χρόνος∙  ήταν  ο  χρόνος  στον  οποίο  αναπτύσσονται  οι  μαθηματικές  καμπύλες  και τα θεωρητικά πειράματα γίνονται και ξαναγίνονται, αλλά δεν ήταν ο χρόνος στον οποίο  συμβαίνει ποτέ κάτι πραγματικά. 

Δηλαδή, δεν ήταν η μη αναστρέψιμη ροή  του ιστορικού  χρόνου  ‐  και,  πάνω  απ’  όλα,  δεν  ήταν  ο  ιστορικός  χρόνος  στον  οποίο  ζούσε  ο  ίδιος  ο  Marshall.  Σκεφτείτε  για  μια  στιγμή  τι  είδε  στη  ζωή  του:  μια  βίαιη  αντικαπιταλιστική  επανάσταση  στη  Ρωσία,  έναν  παγκόσμιο  πόλεμο,  τα  πρώτα  βουητά  του  αντιαποικιοκρατικού  αγώνα.  Σκεφτείτε  τι  επρόκειτο  να  γίνει  σύντομα:  η  παρακμή  του  καπιταλισμού  στο  μεγαλύτερο  μέρος  τής  Ευρώπης,  μια  παγκόσμια  μεταστροφή  στην  αντίληψη  του  ρόλου  του  κράτους,  μια  οικονομική  κρίση  στις  Ηνωμένες  Πολιτείες  με  τρομερό αντίκτυπο σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Ωστόσο, ούτε ο Marshall, κι ακόμα λιγότερο οι  επίσημοι  συνάδελφοί  του,  κατανόησαν  απόλυτα  ή  έστω  ελάχιστα,  τη  σχέση  των  οικονομικών  με  αυτές  τις  τόσο  σαρωτικές  αλλαγές.  Η  φύση  δεν  κάνει  αιφνίδια  άλματα  ‐ natura non facit saltum‐ ήταν το αξίωμα των Αρχών στην τελευταία τους έκδοση το 1920,  όπως  και  στην  πρώτη  τους  το  1890.  

Το  γεγονός  ότι  η  ιστορία  θα  μπορούσε  να  κάνει  αιφνίδια άλματα, ότι ο κόσμος των οικονομικών επιστημών θα μπορούσε να είναι άρρηκτα  συνδεδεμένος  με  τον  κόσμο  της  ιστορίας,  ότι  η  μακροπρόθεσμη  και  η  βραχυπρόθεσμη  διάρκεια που ανέφερε το  κείμενό του υπονοούσε μια εντελώς διαφορετική αντίληψη του  «χρόνου» από το αμείλικτο τικ τακ του κοινωνικού ρολογιού ‐ όλα αυτά απείχαν πολύ από τις  έννοιες  της  ισορροπίας  που  ο  Marshall  κατέστησε  τον  πυρήνα  της  οικονομικής  του  έρευνας.  Κανένα  επιτιμητικό  σχόλιο  δεν  μπορούσε  να  γίνει  για  όσα  υποστήριζε,  επειδή  ήταν  ένας  άνθρωπος  με  ήρεμη  πίστη  και  ολόψυχες  πεποιθήσεις.  Το  πρόβλημα  ήταν  πως  τίποτε απ’ όσα είπε δεν πήγαινε αρκετά μακριά.  Αλλά ακόμα κι αυτό θα μπορούσε να του συγχωρεθεί εκ των υστέρων, αν δεν υπήρχε ένα  ζήτημα.  

Στο  διάστημα  που  ο  Marshall  κι  οι  συνάδελφοί  του  ανέπτυσσαν  το  λεπτεπίλεπτο  μηχανισμό τους της ισορροπίας, κάποιοι διαφωνούντες αιρετικοί επέμεναν πως δεν ήταν ή  ισορροπία αλλά η αλλαγή ‐η βίαιη αλλαγή‐ που χαρακτήριζε τον πραγματικό κόσμο και θα  έπρεπε να αποτελεί το αντικείμενο της οικονομικής έρευνας. Τα βασικά προβλήματα προς  οικονομική διερεύνηση ήταν γι’ αυτούς ο πόλεμος, η επανάσταση, η οικονομική κρίση, οι  κοινωνικές  εντάσεις  ‐  και  όχι  η  ισορροπία  και  οι  ωραίες  διαδικασίες  προσαρμογής  της  σταθερής  κοινωνίας  που  παρουσίαζαν  τα  εγχειρίδια.  Μα  όταν  οι  αιρετικοί  και  οι  ερασιτέχνες έκαναν αυτή την υπόδειξη στους ορθόδοξους βικτοριανούς ακαδημαϊκούς, οι  παρεμβάσεις  τους  ενόχλησαν,  οι  προειδοποιήσεις  τους  αμελήθηκαν,  οι  προτάσεις  τους  περιφρονήθηκαν.  

Η  αυταρέσκεια  του  κόσμου  της  οικονομικής  ορθοδοξίας  δεν  είναι  μόνο  ένα  θλιβερό  σύμπτωμα  εκείνης  της  εποχής∙  ήταν  μια  πρώτης  τάξεως  διανοητική  τραγωδία.  Διότι  αν  οι  ακαδημαϊκοί  έδιναν  κάποια  προσοχή  στον  υπόκοσμο,  αν  ο  Alfred  Marshall  διέθετε  το  ανησυχητικό όραμα ενός Hobson ή ο Edgeworth την αίσθηση της κοινωνικής αδικίας ενός  Henry  George,  η  μεγάλη  καταστροφή  του  20ου  αιώνα  ίσως  να  μην  είχε  ξεσπάσει  σ’  έναν  κόσμο  εντελώς  απροετοίμαστο  για  ριζοσπαστικές  κοινωνικές  αλλαγές.  Εκ  των  υστέρων,  διδασκόμαστε ότι οι ιδέες, όσο αιρετικές κι αν φαίνονται, δεν είναι ασφαλές να αγνοούνται  ‐  κυρίως  από  όλους  εκείνους  των  οποίων  τα  συμφέροντα  είναι,  με  την  καλύτερη  έννοια  αυτής της κακοπαθημένης λέξης, συντηρητικά. 

Σχετικα αρθρα

Κρυπτονομίσματα: Σε κρίσιμο σταυροδρόμι το Bitcoin μετά το ξέφρενο ράλι

admin

«Οσμή»… διόρθωσης στις αγορές με φόντο την οικονομία

admin

Νέες φοροαπαλλαγές για τις επιχειρήσεις

admin

Τι αλλάζει στην Golden Visa – Μπόνους για επένδυση σε διατηρητέα

admin

Η στεγαστική κρίση στην Ευρώπη καλά κρατεί – Τα AirBnB, ο υπερτουρισμός και το gentrification

admin

Πως η ΔΕΗ αλλάζει το χάρτη στις τηλεπικοινωνίες – Εκτός αγοράς οπτικής ίνας Vodafone και Nova

admin

Ποιοι θα δουν αυξημένες συντάξεις και αναδρομικά τον Μάρτιο

admin

Τράπεζες: Τι έδειξαν τα αποτελέσματα των 4 συστημικών – Πρώτη η Αlpha bank στα καθαρά κέρδη,τελευταία η Πειραιώς στον αναβαλλόμενο φόρο

admin

Fed: Τι δείχνουν τα στοιχεία για τον πληθωρισμό – Θα μειώσει τα επιτόκια τον Ιούνιο;

admin

Bankflation: Ο πληθωρισμός της «τραπεζικής απληστίας»

admin

Οι νέες αλλαγές που έρχονται στο Airbnb

admin

Τσουχτερά τα επιτόκια δανεισμού για τους Έλληνες επιχειρηματίες

admin