Μια πολύ παραστατική εικόνα του τρόπου με τον οποίο επιδρούν οι φορολογικοί συντελεστές στα έσοδα του κράτους, μάς δίνει η κάτωθι καμπύλη του Arthur Laffer που τη σχεδίασε τη δεκαετία του 1970.
Η λογική είναι απλή. Σε 2 περιπτώσεις το κράτος δεν εισπράττει κανένα φόρο. Όταν ο συντελεστής προφανώς είναι 0% και όταν ο συντελεστής είναι 100%. Κανείς δεν προτίθεται να εργαστεί και να παράξει εισόδημα όταν θα πρέπει να τα δώσει όλα στο κράτος.
Άρα κάπου ανάμεσα πρέπει να είναι οι συντελεστές, έχοντας κατά νου ότι, υψηλότεροι συντελεστές δεν σημαίνει και υψηλότερα φορολογικά έσοδα. Αντιθέτως και πολύ συχνά, υψηλότατοι συντελεστές συνεπάγονται χαμηλότερα φορολογικά έσοδα.
Θηριώδεις φορολογίες αποτελούν αντικίνητρο για απασχόληση και εισόδημα. Πολλοί διατηρούν και τεχνητά χαμηλότερα το εισόδημά τους, γιατί μια μικρη αύξηση θα τους οδηγήσει σε πολύ υψηλότερες κλίμακες με αποτέλεσμα ο φόρος να είναι μεγαλύτερος από το εισοδηματικό όφελος.
Ταυτόχρονα, η ληστρική φορολογία δημιουργεί τις προϋποθέσεις της φοροδιαφυγής. Στην Ελλάδα π.χ. έχουμε 6 εκ. φορολογούμενους με ετήσιο εισόδημα κάτω από 10 χιλ. και 8,2 εκ. κάτω από 20 χιλ. Συνολικα το 92%!
Υψηλοί φόροι σημαίνει απόκρυψη εισοδημάτων, μεταφορά δραστηριοτήτων στο εξωτερικό, εκμετάλλευση φορολογικών παραδείσων. Άρα όχι μόνο μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος αλλά και μικρότερη εγχώρια παραγωγή, ύφεση, ανεργία και χαμηλότερα έσοδα για το κράτος. Και αυτό έχει τα χαρακτηριστικά του ντόμινο.
Ο Γερμανός κοινωνιολόγος Henrich Popitz σωστά συμπέρανε ότι «όσο ανέρχεται το επίπεδο της φορολογικής επιβάρυνσης, τόσο κατέρχεται το επίπεδο της φορολογικής ηθικής», ενώ ο Μαρξιστής Αντόνιο Γκράμσι, μας προειδοποίησε ότι “ο φόρος σκοτώνει τον φόρο”…
Αν θέλουμε στις μέρες μας να δούμε μία ιδιαιτέρως ικανοποιητική καμπύλη Laffer απλά ας κοιτάξουμε την Κύπρο. Αφορολόγητο μέχρι 26 χιλ. χαμηλοί συντελεστές για το υπερβάλλον εισόδημα, συνολικές ασφαλιστικές εισφορές 10% και εταιρικός φόρος 12%.
Τα φαινόμενα της φοροδιαφυγής είναι ασήμαντα, το ασφαλιστικό σύστημα υγιές και τα δημοσιονομικά ισορροπημένα.
Ιστορικά, πάνω σε αυτό το μοντέλο δούλεψαν οι ΗΠΑ τη δεκαετία του ’80 (επί προεδρίας Ρήγκαν) για να δικαιολογήσουν τις μεγάλες μειώσεις φόρων της περιόδου. Οι μειώσεις αυτές έφεραν αύξηση στα έσοδα από φόρους, σε ομοσπονδιακό επίπεδο, από τα 517 δις δολάρια το 1980, στα 909 δις το 1988.
Εδώ αποδεικνύεται ότι, σε περίπτωση υπερφορολόγησης, όπως συνέβαινε στην Αμερική πριν το 1980, η μείωση των φόρων μπορεί να προκαλέσει και αύξηση εσόδων, αφού περισσότεροι θα είναι σε θέση να πληρώσουν, ενώ ακόμα και στρατηγικοί κακοπληρωτές και φοροδιαφεύγοντες λόγω των υψηλών συντελεστών, ενδεχομένως να αποφασίσουν να πληρώσουν το μερίδιο που τους αναλογεί.
Μήπως έχει έρθει, λοιπόν, η στιγμή να γυρίσουμε το διακόπτη και να αρχίσουμε να μειώνουμε φόρους;
Μήπως, για παράδειγμα, μπορούμε να μειώσουμε το συντελεστή φορολογίας των επιχειρήσεων (που προφανώς βρίσκεται στο λάθος μέρος της καμπύλης), να δώσουμε ανάσα στον ιδιωτικό τομέα και πιθανώς να αυξήσουμε και τα φορολογικά έσοδα του κράτους;
Μήπως, ακόμα, με τη μείωση των έμμεσων φόρων, απέναντι σε ήδη μειωμένα εισοδήματα, δώσουμε την ώθηση που χρειάζεται η κατανάλωση και η οικονομία;
Μερικές απορίες, εν κατακλείδι, που είναι όλο και πιο κρίσιμες, καθώς η χώρα συνεχίζει να παλεύει με τους δαίμονές της για να ξεφύγει από την οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας.
Οι πρόσφατες εξαγγελίες του πρωθυπουργού στη Θεσσαλονίκη για μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων είναι προς τη σωστή κατεύθυνση Προφανώς αλλά εξαιρετικά δειλές.
Η ελληνική οικονομία για να μπορέσει να επανακτήσει ένα μέρος της λάμψης που είχε πριν τη μεγάλη οικονομική κρίση της περασμένης δεκαετίας θα πρέπει άμεσα να μειώσει τον συντελεστή φορολόγησης-των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και όχι των μεγάλων-τουλάχιστον στο 15%.
Αυτό θα δώσει την απαιτούμενη επιπλέον ώθηση στην μικρομεσαία ελληνική επιχείρηση που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της Ελληνικής οικονομίας ενώ θα δώσει και αποφασιστικό χτύπημα στην ανεργία των νέων.
Ι.Α.Φ