Μπορούμε να το δείξουμε καλύτερα με ένα παράδειγμα από το 1868. Εκείνη την εποχή, ο Τζέι Γκουλντ ανταγωνιζόταν τον Βαντερμπιλτ για τον έλεγχο της Σιδηροδρομικής Γραμμής Ίρι, σε μια επεισοδιακή υποσημείωση της βιομηχανικής ιστορίας, κατά την οποία ο Γκουλντ και οι άντρες του αναγκάστηκαν να το σκάσουν μέσα σε μια βάρκα από τον ποταμό Χάντσον και να οχυρωθούν σ’ ένα ξενοδοχείο του New Jersey. Μα το αξιοσημείωτο εδώ δεν είναι οι πρωτόγονες μέθοδοι μάχης, αλλά η απόλυτη αδιαφορία τους για την ίδια τη σιδηροδρομική γραμμή. Γιατί ενώ μαχόταν τον Βαντερμπιλτ, ο Γκουλντ έλαβε ένα γράμμα από κάποιον επόπτη που του έλεγε: Οι γραμμές έχουν σπάσει, ραγίσει και φθαρεί πέρα από κάθε προηγούμενο και δεν υπάρχει ούτε ένα μίλι στη γραμμή σας ανάμεσα στο Jersey City και τη Σαλαμάνκα ή το Μπάφαλο όπου μπορεί με ασφάλεια ένα τρένο να κινηθεί στη συνηθισμένη ταχύτητα, ενώ πολλά σημεία της γραμμής μπορούν να διανυθούν με ασφάλεια μόνο αν μειωθεί η ταχύτητα όλων των τρένων στα 10 ή 15 μίλια την ώρα.
Όταν πολλαπλασιάστηκαν τα ατυχήματα, ένας από τους αντιπροέδρους της σιδηροδρομικής γραμμής είπε: «Ο κόσμος ας φροντίσει μόνος του για την ασφάλειά του. Εγώ μετά βίας προλαβαίνω να φροντίσω το σιδηρόδρομο» ‐ εννοώντας ότι προσπαθούσε να υποστυλώσει μανιωδώς τα οικονομικά αναχώματα που κατέρρεαν. Κι ο Γκουλντ δεν αποτελούσε εξαίρεση. Ελάχιστοι από τους ήρωες της Χρυσής Εποχής της αμερικανικής οικονομίας ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για τις στέρεες πραγματικότητες που υπήρχαν κάτω από τη δομή που είχαν δημιουργήσει με τις μετοχές, τα ομόλογα και τις πιστώσεις.
Αργότερα, κάποιος Henry Ford μπορεί να καθιέρωνε μια περίοδο όπου οι μεγαλοβιομήχανοι ενδιαφέρονταν έντονα για την παραγωγή, αλλά οι Χάριμαν, οι Morgan, οι Φρικ κι οι Ροκφέλερ νοιάζονταν πολύ περισσότερο για τη διαχείριση και την εκμετάλλευση τεράστιων ποσοτήτων άυλου πλούτου παρά για τη μονότονη απασχόληση της παραγωγής αγαθών. Ο Henry Βίλαρντ, για παράδειγμα, ανακηρύχτηκε το 1883 ήρωας του επιχειρηματικού κόσμου∙ την ίδια χρονιά κάρφωσε το Χρυσό Πάσσαλο, που συνέδεε τη μεγάλη διηπειρωτική σιδηροδρομική του γραμμή, τη Νόρθερν Πασίφικ. Χιλιάδες άνθρωποι τον επευφήμησαν και ο Ινδιάνος αρχηγός Καθιστός Ταύρος (που βγήκε από τη φυλακή ειδικά γι’ αυτό το σκοπό) εκχώρησε επισήμως τα κυνηγετικά εδάφη της φυλής των Σιου για να γίνει η σιδηροδρομική γραμμή∙ οι οικονομολόγοι αποφάνθηκαν πως οι οικονομικές ατασθαλίες του Βίλαρντ δεν σήμαιναν τίποτα μπροστά στην οργανωτική του ιδιοφυία. Οι θαυμαστές του μπορεί να είχαν διαφορετική άποψη αν γνώριζαν την ύπαρξη ενός γράμματος που έγραψε ο Τζέιμς Χιλ, ένας ανταγωνιστής του.
Είχε επιθεωρήσει την αυτοκρατορία του Βίλαρντ με λιγότερο ενθουσιώδες βλέμμα και δήλωνε: «… οι σιδηροδρομικές γραμμές είναι σε καλό έδαφος, που ένα μέρος του είναι πλούσιο και αποδίδει μεγάλα φορτία∙ αλλά η κεφαλαιοποίηση είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ όσο δικαιολογεί το αποτέλεσμα ενώ η επιλογή των διαδρομών και των κλίσεων είναι φριχτή. Οι γραμμές θα πρέπει κυριολεκτικά να ξαναχτιστούν από την αρχή».243 Ένα τελευταίο παράδειγμα: η ίδρυση της Ανωνύμου Εταιρίας Χάλυβα των ΗΠΑ το 1901. Από τη σκοπιά του Veblen, η κοινοπραξία του χάλυβα ήταν μια τεράστια κοινωνική μηχανή για την παραγωγή χάλυβα, ένα σύνολο από εργοστάσια, κλίβανους, σιδηροδρομικές γραμμές και μεταλλεία, κάτω από μια κοινή διεύθυνση για τον πιο αποδοτικό συντονισμό τους. Μα αυτό ήταν ένα ασήμαντο ζήτημα για τους άντρες που «έφτιαξαν» την Ανώνυμη Εταιρία Χάλυβα.
Η τελική γιγάντια εταιρία είχε ενεργητικό κάπου $682 εκατομμύρια, αλλά έναντι αυτών είχαν πουληθεί ομόλογα αξίας $303 εκατομμυρίων, προνομιούχες μετοχές αξίας $510 εκατομμυρίων και απλές μετοχές αξίας $508 εκατομμυρίων. Με άλλα λόγια, η χρηματιστηριακή αξία της ήταν διπλάσια από την πραγματική και πίσω από την κοινή μετοχή της δεν βρισκόταν τίποτε παραπάνω από την άυλη ουσία της «καλής πίστης». Στην πορεία, όμως, της δημιουργίας αυτών των άυλων αγαθών, η εταιρία Τζ. Π. Morgan είχε εισπράξει μια αμοιβή $12,5 εκατομμυρίων και τα κέρδη από τις προεγγραφές σε μεσάζοντες έφτασαν τα $50 εκατομμύρια.
Συνολικά, η ίδρυση της επιχείρησης κόστισε 150 εκατομμύρια. Κι όλα αυτά μπορεί να συγχωρούνταν αν το καινούργιο μονοπώλιο είχε χρησιμοποιηθεί για το σκοπό που είχε ο Veblen κατά νου ‐ σαν μια εξαιρετικά αποτελεσματική μηχανή για την παραγωγή χάλυβα. Δεν έγινε όμως έτσι. Επί δεκατρία χρόνια, οι χαλύβδινες ράβδοι πουλιόνταν $28 ο τόνος, ενώ η κατασκευή τους κόστιζε λιγότερο από τα μισά. Με άλλα λόγια, όλο το κέρδος από την τεχνολογική ενοποίηση υπονομεύτηκε με σκοπό να διατηρηθεί η αυταπάτη της χρηματιστηριακής αξίας. Με τα δεδομένα εκείνου του καιρού, η θεωρία του Veblen δεν φαίνεται τόσο παρατραβηγμένη. Ήταν, βέβαια, προκλητική επειδή πρακτικές που θεωρούνταν πολύ εξελιγμένες, αυτός τις περιέγραψε σχεδόν σαν να ήταν μια άγρια τελετουργία.
Ωστόσο, το βασικό του ισχυρισμό τον τεκμηρίωναν τα γεγονότα: ο ρόλος των μεγάλων βαρόνων των επιχειρήσεων ήταν πράγματι πολύ διαφορετικός από το ρόλο των ανθρώπων που ουσιαστικά κινούσαν τον παραγωγικό μηχανισμό. Το τολμηρό παιχνίδι της οικονομικής απάτης σίγουρα χρησίμευσε τόσο για να διαταράξει τη ροή των προϊόντων όσο και για να την προωθήσει. Παραδόξως, το βιβλίο προκάλεσε λιγότερο σάλο από τη Θεωρία της αργόσχολης τάξης. Η Επιχειρηματική πρωτοβουλία ποτέ δεν ξεπέρασε τα όρια του ειδικευμένου αναγνωστικού κοινού για να συναρπάσει τους διανοούμενους όπως το προηγούμενο. Ήταν πιο δύσκολο∙ πιο τεχνικό∙ περιλάμβανε ως και μερικούς τύπους, ίσως για να αποδείξει ο Veblen στους ακαδημαϊκούς ότι μπορούσε να γράψει και «τεχνικά» οικονομικά αν ήθελε. Κάτω, όμως, από την ψυχρή, απαθή πρόζα ήταν αδύνατο να παραβλέψει κανείς την εχθρότητα.
Για τον Veblen, οι επιχειρηματίες ήταν βασικά άρπαγες, όσο κι αν αυτοί ή οι απολογητές τους κάλυπταν τις δραστηριότητές τους με την περίπλοκη εκλογίκευση της προσφοράς και ζήτησης ή της οριακής χρησιμότητας. Αργότερα, σ’ ένα δοκίμιο για τον Μεγαλοβιομήχανο (Captain of Industry), ο Veblen περιέγραψε τον επιχειρηματία όπως πραγματικά τον έβλεπε∙ το ακόλουθο απόσπασμα εξηγεί τι εννοεί με τη φράση «άγρυπνη αναμονή», που την είχε χρησιμοποιήσει για να περιγράψει την επιχειρηματική λειτουργία: Αναμφίβολα, αυτή η διατύπωση, «άγρυπνη αναμονή», θα έχει χρησιμοποιηθεί πρωτίστως για να περιγράψει την ψυχική κατάσταση ενός φρύνου ο οποίος έχει φτάσει στην ηλικία της γνώσης και έχει βρει την καθορισμένη θέση του κατά μήκος κάποιου πολυσύχναστου σημείου όπου πολλές μύγες κι αράχνες περνάνε και ξαναπερνάνε, καθώς πορεύονται προς την ολοκλήρωση της μοίρας εκείνης στην οποία τις έταξε μια παντογνώστρια και ελεήμων Θεία Πρόνοια· όμως, με ένα εύκολο ρητορικό σχήμα, θεωρήθηκε επίσης κατάλληλη για να περιγράψει αυτή την ώριμη τάξη των μεγαλοβιομήχανων που διέπονται από σταθερές επιχειρηματικές αρχές. Υπάρχει μια κάποια αδιατάρακτη αυταρέσκεια χαραγμένη στο πρόσωπο ενός φρύνου στη συγκεκριμένη στάση, ενώ ο χαριτωμένος όγκος του διαβεβαιώνει για μια πυραμιδοειδή σταθερότητα αρχών.
Ωστόσο, η Θεωρία της επιχειρηματικής πρωτοβουλίας απέφυγε τέτοιες ρητορείες, επειδή ο Veblen είχε ένα σοβαρό σκοπό στο μυαλό του ‐ να παρουσιάσει μια θεωρία κοινωνικής αλλαγής. Πιο συγκεκριμένα, επρόκειτο για μια θεωρία της αναπόφευκτης παρακμής του επιχειρηματία και του συστήματος που τον συντηρούσε. Ο Veblen πίστευε ότι οι μέρες των ηγετών των επιχειρήσεων ήταν μετρημένες, ότι παρά τη δύναμή τους είχε παραταχθεί απέναντι τους ένας ακαταμάχητος αντίπαλος. Δεν ήταν το προλεταριάτο (μια που η Θεωρία της αργόσχολης τάξης είχε καταδείξει πως ο απλός λαός θαύμαζε τους ηγέτες του), αλλά ένας ακόμα πιο αδυσώπητος εχθρός: η μηχανή. Γιατί η μηχανή, πίστευε ο Veblen, «αποβάλλει τις ανθρωπομορφικές συνήθειες της σκέψης».245 Ανάγκαζε τους ανθρώπους να σκεφτούν ρεαλιστικά, με ακριβείς όρους, μετρήσιμους, χωρίς προκαταλήψεις και ανιμισμό. Ως εκ τούτου, αυτοί που έρχονταν σε επαφή με τη διαδικασία της μηχανής δυσκολεύονταν όλο και περισσότερο να πιστέψουν τις ανυπόστατες θεωρίες περί «φυσικού νόμου» και κοινωνικής διαφοροποίησης που περιβάλλουν την αργόσχολη τάξη.
Με αυτό τον τρόπο ήταν η κοινωνία διαιρεμένη∙ όχι ο φτωχός εναντίον του πλούσιου, αλλά ο τεχνικός κατά του επιχειρηματία, ο μηχανικός κατά του πολέμαρχου, ο επιστήμονας εναντίον του τυπολάτρη. Σε μια μεταγενέστερη σειρά βιβλίων, κυρίως στο Οι μηχανικοί και το σύστημα τιμών (The Engineers and the Price System) και το Απουσιάζοντες ιδιοκτήτες και επιχειρηματική πρωτοβουλία (Absentee Ownership and Business Enterprise), εξήγησε με περισσότερες λεπτομέρειες την «επανάσταση». Κάποια στιγμή η κοινωνία θα επιστράτευε ένα σώμα μηχανικών για να ξεκαθαρίσει το χάος του επιχειρηματικού συστήματος. Κατείχαν ήδη στα χέρια τους την πραγματική εξουσία της παραγωγής, αλλά ακόμα δεν είχαν συνειδητοποιήσει την ασυμβατότητα του επιχειρηματικού συστήματος με ένα σύστημα πραγματικής βιομηχανίας.
Κάποια μέρα, όμως, θα έπαιρναν κοινές αποφάσεις, θα ξεφορτώνονταν τους «εκπροσώπους της απουσιάζουσας ιδιοκτησίας» και θα διοικούσαν την οικονομία σύμφωνα με τις αρχές μια τεράστιας, σωστά οργανωμένης μηχανής παραγωγής. Κι αν δεν γινόταν κάτι τέτοιο; Τότε η αρπακτικότητα των επιχειρήσεων θα αυξανόταν ώσπου τελικά θα εκφυλιζόταν σε ένα σύστημα ωμής βίας, απροκάλυπτων προνομίων και αυθαίρετης εξουσίας στο οποίο ο επιχειρηματίας θα παραμέριζε για να επανεμφανιστεί ο παλιός πολέμαρχος. Ένα τέτοιο σύστημα, εμείς θα το αποκαλούσαμε φασισμό.
Μα για τον Veblen που έγραφε το 1921, όλα αυτά ήταν πολύ μακρινά. Η τελευταία πρόταση του βιβλίου Οι μηχανικοί και το σύστημα τιμών έλεγε: «Δεν υπάρχει τίποτα στην κατάσταση που λογικά θα μπορούσε να ταράξει τις ευαισθησίες των Θεματοφυλάκων ή εκείνου του μαζικού σώματος των εύπορων πολιτών που απαρτίζουν τις τάξεις των απουσιαζόντων ιδιοκτητών, τουλάχιστον όχι ακόμα».
Το «τουλάχιστον όχι ακόμα» είναι χαρακτηριστικό του Veblen. Παρά το επιμελημένα απρόσωπο ύφος του, ένα αίσθημα εχθρότητας διαφαίνεται παντού στα γραπτά του. Κι ωστόσο, δεν είναι προσωπική εχθρότητα, δεν πρόκειται για τη μοχθηρία κάποιου που έχει προσβληθεί προσωπικά, αλλά για τη σκωπτική και ειρωνική αποστασιοποίηση ενός ανθρώπου που στέκεται χώρια, ενός ανθρώπου που βλέπει πως όλα αυτά είναι μεταβατικά και πως οι τύποι και η υποκρισία με τον καιρό θα δώσουν τη θέση τους σε κάτι άλλο. Δεν είναι τώρα η κατάλληλη στιγμή να αξιολογήσουμε τα όσα είπε∙ αυτό θα γίνει αργότερα. Μπορούμε όμως να παρατηρήσουμε μια παράξενη σύγκριση.
Η γενική προσέγγιση του Veblen μάς θυμίζει μια άλλη φυσιογνωμία που καθόλου δεν έμοιαζε στον Veblen ‐ εκείνον τον αλλόκοτο, μισότρελο ουτοπικό σοσιαλιστή, τον κόμη Ανρίντε Saint‐Simon. Θυμηθείτε πως ο Saint‐Simon επίσης εγκωμίαζε τον παραγωγό και χλεύαζε τον διακοσμητικό επίσημο. Ίσως μας βοηθήσει να μετριάσουμε την επίκρισή μας για την περιφρόνηση του Veblen απέναντι στον επιχειρηματία ηγεμόνα αν σκεφτούμε πως κάποια εποχή τα ειρωνικά σχόλια του Saint‐Simon για τον «Μ. τον αδελφό του Βασιλιά» θα πρέπει να σκανδάλισαν με παρόμοιο τρόπο το δημόσιο αίσθημα.
Το 1906 ήταν η τελευταία χρονιά του Veblen στο Chicago. Είχε αρχίσει να γίνεται διάσημος στο εξωτερικό, είχε παραστεί σε ένα επίσημο γεύμα στο οποίο παρευρέθη και ο Βασιλιάς της Νορβηγίας και, σε μια ασυνήθιστη επίδειξη συναισθηματισμού, έστειλε το μενού στη μητέρα του, η οποία συγκινήθηκε βαθιά που ο γιος της είχε γνωρίσει ένα βασιλιά. Στο σπίτι του, όμως, τα πράγματα δεν πήγαιναν και τόσο καλά. Είχε παρατραβήξει το σχοινί με τις ερωτοτροπίες του και, παρά τα βιβλία του και την καινούργια του θέση ως επίκουρου καθηγητή, η συμπεριφορά του δεν διαφήμιζε το πανεπιστήμιο με τον τρόπο που έκρινε σωστό ο πρόεδρος Χάρπερ.
Έψαξε να βρει θέση σε άλλο πανεπιστήμιο. Αλλά οι άσχημες πλευρές του ήταν πιο γνωστές από τις καλές του πλευρές και δυσκολεύτηκε πάρα πολύ. Τελικά πήγε στο Στάνφορντ. Η φήμη του τον είχε προλάβει: η τρομακτική του ευρυμάθεια, η απρόσιτη προσωπικότητά του, οι εξωσυζυγικές του περιπέτειες. Όλα αυτά τα δικαίωσε απόλυτα. Εντυπωσίασε τους ελάχιστους από τους συναδέλφους του οι οποίοι μπορούσαν ν’ ανεχθούν την εκνευριστική του άρνηση να δεσμευτεί σε οτιδήποτε και έγινε γνωστός ως «ο τελευταίος άνθρωπος που γνώριζε τα πάντα».
Ωστόσο, η κατάσταση στο σπίτι του παρέμεινε αμετάβλητη: κάποτε, ένας φίλος του, θέλοντας να φανεί διακριτικός, χρησιμοποίησε τη λέξη «ανιψιά» για να αναφερθεί σε μια νεαρή κυρία που έμενε στο σπίτι του. «Δεν ήταν ανιψιά μου», είπε ο Veblen. Και το ζήτημα τελείωσε εκεί. Η γυναίκα του τον χώρισε το 1911. Θα πρέπει να υπήρξε αφόρητος σύζυγος (άφηνε τα γράμματα από τις θαυμάστριές του στις τσέπες του, όπου ήταν σίγουρο ότι εκείνη θα τα έβρισκε) κι ωστόσο, όσο κι αν ακούγεται θλιβερό, αυτή ήταν που ήλπιζε ότι κάποτε ο γάμος τους θα έστρωνε. Αυτό δεν έγινε ποτέ, παρά μόνο προσωρινά∙ κάποτε που η Helen νόμισε ότι ήταν έγκυος, ο Veblen την έστειλε πανικόβλητος στο σπίτι της. Θεωρούσε τον εαυτό του τελείως ακατάλληλο για πατέρα και εκλογίκευε τους φόβους του με ανθρωπολογικά επιχειρήματα σχετικά με τον επουσιώδη ρόλο του αρσενικού στο νοικοκυριό. Τέλος το
διαζύγιο έγινε αναπόφευκτη αναγκαιότητα. «Ο κύριος Veblen», έγραψε η Helen στο τέλος ενός εκτεταμένου γράμματος γεμάτου αυτολύπηση, «παρ’ όλο που η συμφωνία είναι να μου δίνει $25 το μήνα, μάλλον δεν πρόκειται να το κάνει». Είχε απόλυτο δίκιο. Τη χρονιά του διαζυγίου του, εκείνος έφυγε πάλι κι αυτή τη φορά πήγε στο πανεπιστήμιο του Missouri. Έμεινε στο σπίτι του φίλου του Ντάβενπορτ, γνωστού οικονομολόγου ‐ ενός μοναχικού και ιδιόρρυθμου ανθρώπου που έγραφε στο κελάρι του. Ωστόσο ήταν μια περίοδος μεγάλης παραγωγικότητας για τον Veblen. Θυμήθηκε τα χρόνια που πέρασε στο Chicago και συνόψισε τον ξεπεσμό των κέντρων μάθησης σε κέντρα δημοσίων σχέσεων υψηλόβαθμης εξουσίας και φούτμπολ στο πιο τσουχτερό σχόλιο που γράφτηκε ποτέ για τα αμερικανικά πανεπιστήμια: Η τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Αμερική (The Higher Learning in America). Όσο ακόμα το επεξεργαζόταν, ο Veblen είπε μισοαστεία μισοσοβαρά ότι θα έβαζε υπότιτλο «Σπουδή στην απόλυτη διαφθορά». Μα το πιο σημαντικό ήταν πως έστρεψε το βλέμμα του στην Ευρώπη, όπου η απειλή του πολέμου ήταν άμεση, και έγραψε για τη Γερμανία, παρομοιάζοντας το δυναστικό και φιλοπόλεμο καθεστώς της με την ταινία του εντέρου, με τα εξής καυστικότατα λόγια: «… η σχέση της ταινίας με τον ξενιστή της δεν είναι εύκολο να ωραιοποιηθεί με τα λόγια ή έστω να επισημοποιηθεί με τόσο πειστικό τρόπο ώστε να διασφαλιστεί η φιλόστοργη διατήρηση της με πρόφαση τη χρήση και τη συνήθεια».
Το βιβλίο για την Αυτοκρατορική Γερμανία (Imperial Germany) είχε μια ασυνήθιστη τύχη ‐ παρ’ όλο που το γραφείο προπαγάνδας της κυβέρνησης ήθελε να το χρησιμοποιήσει για τους σκοπούς του πολέμου, το Ταχυδρομείο βρήκε ότι περιείχε ένα σωρό απαξιωτικές παρατηρήσεις για τη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες με αποτέλεσμα να απαγορεύσει την αποστολή του. Όταν ξέσπασε τελικά ο πόλεμος, πρόσφερε τις υπηρεσίες του στην Washington: αυτός ο άνθρωπος, για τον οποίο ο πατριωτισμός δεν ήταν παρά ένα ακόμα σύμπτωμα μιας βάρβαρης κουλτούρας, δεν ήταν απαλλαγμένος απ’ αυτόν. Μα στην Washington, τον πήγαιναν από δω κι από κει∙ όλοι τον είχαν ακουστά, αλλά κανένας δεν τον ήθελε. Τέλος, τον τοποθέτησαν σε ένα ασήμαντο πόστο στη Διεύθυνση Τροφίμων.
Εκεί ο Veblen συμπεριφέρθηκε όπως συνήθιζε: έγραφε υπομνήματα για το πώς να συλλέγουν καλύτερα τις σοδειές ‐ μια, όμως, που οι προτάσεις του συμπεριλάμβαναν μια ολοκληρωτική αναδιοργάνωση των αγροτικών, κοινωνικών και επιχειρηματικών μεθόδων, κρίθηκαν «ενδιαφέρουσες» και αγνοήθηκαν. Πρότεινε να επιβληθεί ένας βαρύς φόρος σε όσους προσλάμβαναν οικιακούς υπηρέτες ώστε να απελευθερωθεί εργατικό δυναμικό∙ κι αυτό επίσης αγνοήθηκε. Ήταν μια χαρακτηριστική πρόταση του Veblen: οι μπάτλερ κι οι λακέδες, είπε, «είναι συνήθως εξαιρετικά εύρωστοι και έχουν όλα τα προσόντα να γίνουν φορτοεκφορτωτές και αχθοφόροι, μόλις η δουλειά της μέρας σφίξει κάπως τους μυς τους και μειώσει το πάχος τους».
Το 1918 πήγε στη New York για να συνεργαστεί με το Dial, ένα φιλελεύθερο περιοδικό. Είχε εκδώσει πρόσφατα την Έρευνα για τη φύση της ειρήνης (An Inquiry into the Nature of the Peace), στην οποία δήλωνε ευθαρσώς ότι οι εναλλακτικές λύσεις που είχε ν’ αντιμετωπίσει η Ευρώπη ήταν μια διαιώνιση της παλαιάς τάξης με όλα τα βάρβαρα κίνητρά της για πόλεμο ή η εγκατάλειψη του ίδιου του επιχειρηματικού συστήματος. Στην αρχή, το πρόγραμμα συζητήθηκε πολύ κι έπειτα έχασε το ενδιαφέρον του∙ ο Veblen το υποστήριξε στο Dial, αλλά με κάθε τεύχος η κυκλοφορία του μειωνόταν. Του ζήτησαν να διδάξει στη νεοσύστατη Νέα Σχολή Κοινωνικών Ερευνών1 με μια παρέα από ξακουστά ονόματα: τον John Ντιούι, τον Τσαρλς Α. Μπίαρντ, τον Ντιν Ρόσκο Πάουντ. Μα ούτε εκεί ήταν επιτυχημένος, εξακολουθούσε να μασά τα λόγια του μέσα στην τάξη κι ενώ στην αρχή οι διαλέξεις του ξεχείλιζαν από κόσμο, μετά από λίγο απόμειναν να τον παρακολουθούν μια χούφτα άνθρωποι. Ήταν ένα περίεργο μίγμα φήμης και αποτυχίας.
Ο Χ. Λ. Μένκεν έγραψε ότι «ο βεμπλενισμός βρισκόταν στην πλήρη αίγλη του. Υπήρχαν βεμπλενιστές, λέσχες Veblen, γιατρικά του Veblen για όλα τα προβλήματα του κόσμου. Στο Chicago υπήρχαν τα Κορίτσια του Veblen ‐ ίσως να ήταν τα Κορίτσια του Γκίμπσον (οι εξιδανικευμένες νεαρές αμερικανίδες της δεκαετίας του 1890, όπως παρουσιάστηκαν στις εικονογραφήσεις του Τσαρλς Ντάνα Γκίμπσον ‐ Σ.τ.Μ.) που τις πήραν τα χρόνια κι απελπίστηκαν». Ωστόσο, για τον ίδιο τον Veblen δεν υπήρχε τίποτα. Μια προτομή του στο φουαγιέ της Νέας Σχολής τού προκάλεσε τόση αμηχανία, ώστε μεταφέρθηκε τελικά σε μια λιγότερο περίοπτη θέση στη βιβλιοθήκη. Ήταν σχεδόν ανήμπορος και στην καθημερινή του ζωή τον φρόντιζαν μερικοί αφοσιωμένοι παλιοί φοιτητές του, μεταξύ των οποίων ο Γουέσλεϊ Μίτσελ και ο Ίζαντορ Λούμπιν, που είχαν γίνει πλέον σημαντικοί και καταξιωμένοι οικονομολόγοι. Για ένα διάστημα, περίμενε ανυπόμονα κάποιο σημάδι ότι ξημέρωνε ένας καινούργιος κόσμος: η εποχή των μηχανικών και των τεχνικών ήλπιζε ότι η Ρωσική Επανάσταση ίσως προανήγγειλε μια τέτοια εποχή.
Απογοητεύθηκε όμως από αυτά που είδε και, όπως έγραψε ο Οράτιος Κάλεν της Νέας Σχολής, «όταν δεν προέκυψε η επανάσταση, [ο Veblen] παρουσίασε σημάδια κάμψης της αποφασιστικότητάς και του ενδιαφέροντός του, σαν να στράφηκε προς το θάνατο…» Πολύ καθυστερημένα τού προσέφεραν την προεδρία της Αμερικανικής Οικονομικής Ένωσης. Την απέρριψε με το σχόλιο: «Δεν μου την πρόσφεραν τότε που τη χρειαζόμουν». Τέλος, ξαναγύρισε στην California. Ο Joseph Dorfman, στη μνημειώδη βιογραφία του, διηγείται πώς έφτασε στο μικρό του σπίτι στη Δύση και, πιστεύοντας ότι κάποιος είχε αρπάξει παράνομα το οικόπεδό του, «πήρε ένα μικρό τσεκούρι κι έσπασε μεθοδικά τα παράθυρα με μια βαρύθυμη ένταση που έμοιαζε με τρέλα, την ένταση ενός συνήθως νωθρού ανθρώπου που τον σπρώχνει ο θυμός να αναλάβει ξαφνική δράση».
Αλλά ήταν τελικά μια παρεξήγηση και βολεύτηκε εκεί, ανάμεσα στα χειροποίητα χωριάτικα έπιπλα που θα πρέπει να του θύμιζαν την παιδική του ηλικία, φορώντας τραχιά εργατικά ρούχα που τα αγόραζε ταχυδρομικώς από τους καταλόγους της Σίαρς Ρόμπακ, μην πειράζοντας τίποτα στη φύση, ούτε ένα ζιζάνιο, κι αφήνοντας τα ποντίκια και τα κουνάβια να περνάνε μεσ’ από τα πόδια του και να εξερευνούν το σπίτι του, ενώ καθόταν ακίνητος, βυθισμένος σε θλιβερές, απόμακρες σκέψεις. Η ζωή που θυμόταν δεν ήταν ούτε ευτυχής ούτε επιτυχής. Η δεύτερη σύζυγός του, την οποία παντρεύτηκε το 1914, υπέφερε από μανίες καταδίωξης και κλείστηκε σε ψυχιατρικό άσυλο∙ οι φίλοι του βρίσκονταν μακριά∙ το έργο του το είχαν περιλάβει οι ερασιτέχνες, περιφρονήθηκε ευρέως από τους οικονομολόγους και ήταν άγνωστο στους μηχανικούς. Ήταν πια εβδομήντα χρονών και είχε σταματήσει να γράφει. «Αποφάσισα να μην παραβιάζω την αργία της Κυριακής», δήλωσε. «Είναι μια τόσο ωραία Κυριακή».
Τον περιτριγύριζαν κόλακες και έπαιρνε γράμματα από άτομα που δήλωναν μαθητές του. «Μπορείτε να μου πείτε σε ποιο σπίτι στο Chicago εκπονήσατε τα πρώτα σας γραπτά και, αν είναι δυνατόν, σε ποιο ακριβώς δωμάτιο;» τον ρώτησε ένας. Κάποιος άλλος, αφού διάβασε τη Θεωρία της επιχειρηματικής πρωτοβουλίας, του έγραψε για να του ζητήσει τη συμβουλή του πώς να βγάλει λεφτά. Το 1929, λίγους μήνες πριν από το μεγάλο κραχ, πέθανε. Άφησε μια διαθήκη250 και την εξής ανυπόγραφη εντολή γραμμένη με μολύβι: «Είναι επίσης επιθυμία μου, στην περίπτωση του θανάτου μου, να αποτεφρωθώ, αν είναι βολικό, όσο πιο γρήγορα και φτηνά γίνεται, χωρίς κανενός είδους τελετουργικό ή τελετή∙ να πεταχτούν οι στάχτες μου στη θάλασσα ή σε κάποιο μεγάλο ποτάμι που καταλήγει στη θάλασσα∙ καμιά ταφόπλακα, κανένα μάρμαρο, ομοίωμα, στήλη, επιγραφή ή μνημείο οποιουδήποτε είδους ή φύσης να μη στηθεί στη μνήμη ή στο όνομά μου σε κανένα μέρος ποτέ∙ να μην εκδοθούν ή δημοσιευθούν επικήδειοι, επιμνημόσυνα κείμενα, πορτρέτα ή βιογραφίες μου ούτε γράμματα γραμμένα προς ή από εμένα και επίσης να μην αναπαραχθούν, αντιγραφούν ή κυκλοφορήσουν με κανένα τρόπο». Όπως πάντα, η παράκλησή του αγνοήθηκε: αποτεφρώθηκε και οι στάχτες του διασκορπίστηκαν στον Ειρηνικό, αλλά η μνημόνευσή του μέσω του γραπτού λόγου ξεκίνησε αμέσως. Τι να πούμε γι’ αυτή την περίεργη προσωπικότητα;
Δεν χρειάζεται καν να επισημάνουμε ότι ήταν άνθρωπος των άκρων. Ο χαρακτηρισμός του για την αργόσχολη τάξη, για παράδειγμα, ήταν ένα αριστούργημα της τέχνης της προσωπογραφίας στη μια σελίδα και μια καρικατούρα στην επόμενη. Όταν διακρίνει τη σιωπηρή συνισταμένη του πλούτου στα καθιερωμένα πρότυπα ομορφιάς, όταν αναφέρει πονηρά ότι «η γυαλάδα στο καπέλο ενός τζέντλεμαν ή σ’ ένα ζευγάρι λουστρίνια δεν διαθέτει περισσότερη ενδογενή ομορφιά από τη γυαλάδα που υπάρχει σ’ ένα φθαρμένο μανίκι»251 έχει απόλυτο δίκιο και πρέπει να αποδεχτούμε ταπεινά το κριτήριο του σνομπισμού που έχει περάσει στο γούστο μας. Όταν, όμως, γράφει: «Η χυδαία υπόνοια της φειδούς, που είναι σχεδόν αναπόσπαστη από την αγελάδα, αποτελεί μια διαρκή αντίρρηση στη διακοσμητική χρήση του ζώου»,252 φτάνει στα όρια του παραλόγου. Ο ασυγκράτητος Μένκεν253 τον έψεξε γι’ αυτό:
«Έχει κάνει ποτέ ο συμπαθής καθηγητής μια βόλτα στην εξοχή, όσο στοχάζεται αυτά τα μεγάλα προβλήματα; Και έχει, στη διάρκεια αυτής της βόλτας, διασχίσει ποτέ του ένα λιβάδι όπου βόσκει μια αγελάδα; Και έχει, καθώς το διασχίζει, περάσει ποτέ πίσω από την ίδια την αγελάδα; Και περνώντας πίσω της, έχει πατήσει ποτέ από απροσεξία….;» Παρόμοια κριτική μπορεί να κάνει κανείς για το χαρακτηρισμό του Veblen για τον επιχειρηματία ή και την ίδια την αργόσχολη τάξη. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο οικονομικός τιτάνας των αλκυονίδων ημερών του αμερικανικού καπιταλισμού ήταν ένας ληστρικός βαρόνος και το πορτρέτο το οποίο ζωγράφισε ο Veblen, αν και άγριο, βρίσκεται ανησυχητικά κοντά στην αλήθεια. Όμως, όπως ο Marx, έτσι κι ο Veblen δεν ερεύνησε σοβαρά το βαθμό που ο θεσμός της επιχείρησης, σαν τη μοναρχία της Αγγλίας, ίσως προσαρμοζόταν σ’ έναν ευρύτατα αλλαγμένο κόσμο. Επιπλέον ‐και πιο κοντά στην προσέγγιση του ίδιου του Veblen‐ δεν είδε ότι η μηχανή, αυτός ο απόλυτος αναδιοργανωτής της ζωής, θα μετέβαλλε τόσο τη φύση της επιχειρηματικής λειτουργίας όσο και τις διανοητικές προσεγγίσεις του εργάτη και πως ο ίδιος ο επιχειρηματίας θα αναγκαζόταν να μπει σ’ ένα πιο γραφειοκρατικό καλούπι εξαιτίας των καθηκόντων του ως διαχειριστή μιας τεράστιας μηχανής σε μόνιμη λειτουργία. Είναι αλήθεια ότι η εμμονή του Veblen με τη μηχανή μάς κάνει κάπως επιφυλακτικούς∙ πρόκειται για μια αταίριαστη νότα σ’ έναν φιλόσοφο που κατά τα άλλα στερείται παντελώς λυρισμού. Μπορεί πράγματι οι μηχανές να μας κάνουν να σκεφτόμαστε πρακτικά ‐ αλλά για ποιο πράγμα;
Ο Τσάρλι Τσάπλιν στους Μοντέρνους καιρούς δεν ήταν ένας ευτυχισμένος ή προσαρμοσμένος άνθρωπος. Ένα σώμα μηχανικών μπορεί όντως να διοικούσε πιο αποδοτικά την κοινωνία μας, μα αν θα τη διοικούσαν πιο ανθρώπινα είναι άλλο ζήτημα. Ωστόσο, ο Veblen εντόπισε πραγματικά μια κεντρική διαδικασία αλλαγής, μια διαδικασία που έμοιαζε δυσανάλογα μεγαλύτερη από οποιαδήποτε άλλη στην εποχή του και που παραδόξως έχουν παραβλέψει όλες οι έρευνες των συγχρόνων του οικονομολόγων. Αυτή η διαδικασία ήταν η εμφάνιση της τεχνολογίας και της επιστήμης ως κυρίαρχων δυνάμεων κοινωνικής αλλαγής στη σύγχρονη εποχή ‐ και μάλιστα ως της θεσμικής δύναμης που η μαζική της έλευση αποτέλεσε το καθοριστικό στοιχείο της σύγχρονης εποχής. Κι έτσι, από πολλές απόψεις, το όραμά του ήταν ιστορικό όσο και οικονομικό.
Ο Veblen είδε ότι η τεχνολογική εποχή ήταν από τα σημαντικότερα ιστορικά ορόσημα και ότι η εισαγωγή των μηχανών στα πιο μικρά διάκενα καθώς και στους μεγαλύτερους χώρους της ζωής επιτύγχανε μια επανάσταση ανάλογη με εκείνη κατά την οποία οι άνθρωποι έμαθαν να εξημερώνουν τα ζώα ή να ζουν σε πόλεις. Όπως όλοι αυτοί που ανακαλύπτουν κάτι που είναι προφανές αλλά μέχρι τότε κανένας δεν το έχει δει, ο Veblen υπήρξε υπερβολικά ανυπόμονος∙ διαδικασίες που θα χρειάζονταν γενιές ή ίσως και αιώνες ολόκληρους, εκείνος περίμενε ότι θα ωρίμαζαν μέσα σε δεκαετίες ή και χρόνια. Ωστόσο είναι προς τιμήν του ότι αντιλήφθηκε τη μηχανή σαν το πρωταρχικό γεγονός της οικονομικής ζωής της εποχής του και γι’ αυτή τη μοναδική συγκλονιστική ανακάλυψη πρέπει να τοποθετηθεί στη χορεία των φιλοσόφων του οικονομικού κόσμου. Κι επίσης έδωσε στην οικονομική επιστήμη ένα καινούργιο οπτικό πρίσμα για τον κόσμο. Μετά την άγρια περιγραφή του Veblen για τα ήθη της καθημερινής ζωής, ήταν όλο και πιο δύσκολο να διατηρηθεί η νεοκλασική εικόνα που παρουσίαζε την κοινωνία σαν ένα ευγενικά επιτηδευμένο τέιο.
Η περιφρόνησή του για τη βικτοριανή σχολή εκφράστηκε δηκτικά όταν έγραψε κάποτε: «Μια συμμορία από κατοίκους των Αλεουτίων Νήσων, τσαλαβουτώντας στα φύκια και στον αφρό, με τσουγκράνες και μαγικά ξόρκια για να πιάσουν οστρακόδερμα, θεωρείται… ότι εμπλέκονται σε έναν αγώνα ηδονιστικής εξισορρόπησης γαιοπροσόδων, μισθών και τόκων»,254 και όπως ακριβώς χλεύασε την απόπειρα των κλασικών να αμβλύνουν τον πρωτόγονο ανθρώπινο αγώνα στριμώχνοντάς τον σ’ ένα απρόσωπο πλαίσιο χωρίς σάρκα και αίμα, έτσι τόνισε και το μάταιο της προσπάθειας να κατανοηθεί ο σύγχρονος άνθρωπος με όρους που προέρχονταν από ένα ατελές και ξεπερασμένο σύνολο προκαταλήψεων.
Ο άνθρωπος, είπε ο Veblen, δεν μπορεί να γίνει κατανοητός μέσα από επιτηδευμένους «οικονομικούς νόμους», στους οποίους τόσο η έμφυτη αγριότητά του όσο και η δημιουργικότητά του ασφυκτιούν κάτω από ένα μανδύα εκλογίκευσης. Καλύτερα να τον αντιμετωπίσει κανείς με το λιγότερο κολακευτικό αλλά περισσότερο θεμελιώδες λεξιλόγιο του ανθρωπολόγου ή του ψυχολόγου: ένα πλάσμα γεμάτο έντονες και παράλογες ορμές, μωρόπιστο, απαίδευτο, μυσταγωγικό. Αφήστε στην άκρη τα κολακευτικά μυθεύματα, ζητήστε από τους οικονομολόγους, κι ανακαλύψτε για ποιο λόγο ο άνθρωπος φέρεται στην πραγματικότητα έτσι όπως φέρεται. Ο μαθητής του, ο Γουέσλεϊ Κλαιρ Μίτσελ,255 ένας σπουδαίος οικονομικός ερευνητής κι ο ίδιος, τον συνόψισε μ’ αυτό τον τρόπο: «Υπήρξε η ανησυχητική επιρροή του Thorstein Veblen ‐ αυτού του επισκέπτη από έναν άλλο κόσμο, ο οποίος διαμέλισε τις τρέχουσες κοινοτοπίες που ασυνείδητα αποκτούσε ο φοιτητής, λες και οι πιο οικείες από τις
καθημερινές του σκέψεις ήταν τα παράξενα προϊόντα που επεξεργάζονταν μέσα του εξωγενείς δυνάμεις. Στις κοινωνικές επιστήμες δεν έχει υπάρξει άλλος τέτοιος ελευθερωτής της σκέψης από τη διακριτική τυραννία των περιστάσεων ούτε άλλος που να διεύρυνε τόσο τον τομέα της έρευνας».