Κάθε πίστωση βασίζεται, μεταξύ άλλων, στην αξιολόγηση της φερεγγυότητας του δανειολήπτη. Στην Ελλάδα έχουμε δει με τον πλέον ζωηρό τρόπο τη σημασία της φερεγγυότητας στη βιωσιμότητα της οικονομίας, καθώς η κρίση δημόσιου χρέους της προηγούμενης δεκαετίας καθρεφτίστηκε στις μεταβολές της φερεγγυότητας της ελληνικής κυβέρνησης, όπως αυτή προσδιοριζόταν από τις γνωματεύσεις των οίκων αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας όπως η S&P, η Moody’s και η Fitch.
Αυτοί οι οίκοι είναι χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις που βαθμολογούν τη φερεγγυότητα των δανειοληπτών ανάλογα με την πιθανότητα εμφάνισης πιστωτικού γεγονότος. Το πιστωτικό γεγονός κυμαίνεται από αδυναμία έγκαιρης εξόφλησης μιας χρηματοοικονομικής οφειλής έως την αδυναμία ρευστοποίησης της περιουσίας του δανειολήπτη σε περίπτωση χρεοκοπίας.
Είναι έγκυρες οι εκτιμήσεις πιθανότητας πιστωτικού γεγονότος; Η πρόταση «Θα υπάρξει πιστωτικό γεγονός στο δημόσιο χρέος της Ελλάδας μέσα στους επόμενους μήνες με πιθανότητα 1%» μπορεί να επικυρωθεί ή να διαψευσθεί απολύτως; Μπορούμε να ξέρουμε εάν αυτός που διατύπωσε αυτή την πρόταση έπεσε μέσα ή έξω;
Ας υποθέσουμε ότι μετά από ένα χρόνο υπάρχει πιστωτικό γεγονός με το ελληνικό χρέος. Σε μια πρώτη ματιά, η πρόβλεψη μοιάζει ακριβής καθώς η πρόβλεψη ήταν πως δεν θα γίνει πιστωτικό γεγονός με πιθανότητα 99%. Η πρόβλεψη, ωστόσο, θα ήταν ακριβής ακόμα και αν συνέβαινε το πιστωτικό γεγονός, καθώς αυτό είχε προβλεφθεί με πιθανότητα 1%. Όπως φαίνεται, η δυνατότητα απόλυτης επικύρωσης ή διάψευσης της πρόβλεψης υπάρχει μόνο σε προβλέψεις που αποδίδουν πιθανότητα 100% ή 0% σε ένα ενδεχόμενο. Τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα στην πράξη, γιατί οι ταξινομήσεις των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας δεν αναφέρονται ρητά σε πιθανότητες, αλλά θέτουν σε γενικούς όρους το ενδεχόμενο έκθεσης του πιστωτή σε πιστωτικό κίνδυνο.
Βέβαια, οι προβλέψεις είναι αναπόφευκτο μέρος κάθε οικονομικού προγράμματος και η αξιοπιστία τους μας είναι απαραίτητη. Μια σκέψη θα ήταν να πάρουμε ένα μεγάλο δείγμα περιπτώσεων πρόβλεψης και να δούμε εάν είναι ακριβείς ή όχι. Π.χ., μπορούμε να μελετήσουμε όλους τους δανειολήπτες που είχαν αξιολόγηση B- τα τελευταία δέκα χρόνια και να δούμε ποια είναι η συχνότητα των πιστωτικών γεγονότων για τους δανειολήπτες με αυτή την αξιολόγηση. Αν σε 1000 περιπτώσεις δανειοληπτών εμφάνισαν πιστωτικό γεγονός οι 60, τότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι η πιθανότητα είναι 6%.
Ωστόσο, ένα πιστωτικό γεγονός είναι κοινωνικό φαινόμενο και, επομένως, είναι ιστορικά μοναδικό. Ενδεικτικά, η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας σήμερα, αφορά τη δυναμική μιας εθνικής οικονομίας που είχε ύφεση 8,2% το 2020, είχε απώλεια του 23% του ΑΕΠ από το 2008 έως το 2015, έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά επιχειρηματικότητας, δημόσιας διοίκησης και ποιότητας θεσμών και χρηματοδοτείται από έναν ιστορικά μοναδικό θεσμό όπως ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας. Με όλα αυτά τα δεδομένα, βλέπουμε πως είναι αδύνατον να μαζέψουμε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα 1000 δανειοληπτών παρόμοιων με την Ελλάδα του 2022 και να αξιολογήσουμε εάν οι πιθανότητες πιστωτικών γεγονότων είναι έγκυρες με τρόπο οριστικό.
Παρ’ όλα αυτά, οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας παραμένουν καθοριστικές για την πρόσβαση κυβερνήσεων και επιχειρήσεων στην αγορά χρέους και, επιπλέον, είναι κεντρικές στην αξιολόγηση της βιωσιμότητας των τραπεζών. Συχνά, μάλιστα, δεν αποτυπώνουν την πιστοληπτική ικανότητα, αλλά τείνουν να την επηρεάζουν δραστικά, διαμορφώνοντας το κλίμα στην αγορά.
Αν οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας δεν μπορούν να διαψευσθούν ούτε να επικυρωθούν γιατί έχουν τόση σημασία; Ο πρώτος λόγος έχει να κάνει με το ρυθμιστικό πλαίσιο του χρηματοπιστωτικού συστήματος το οποίο επιβάλει τη χρήση αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας. Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με την πίστη που αποδίδουμε σε γνώμες που θεωρούμε ότι προκύπτουν ως αποτέλεσμα επιστημονικής ανάλυσης που βασίζεται σε ποσοτικές μεθόδους (με άλλα λόγια, πιστεύουμε πως η συγκέντρωση δεδομένων, και η συστηματική ανάλυσή τους με μαθηματικά είναι αξιόπιστη, ακόμα και αν δεν βλέπουμε ποτέ ολοκληρωμένα αυτά τα υποδείγματα ή εάν είναι ανέφικτο να ελέγξουμε την αξιοπιστία τους). Ο τρίτος λόγος αφορά την ισχύ των τριών μεγάλων οίκων αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας σχετικά με τη διαμόρφωση γνώμης. Στην Ευρώπη, το μερίδιο αγορά που καλύπτουν αυτές οι τρεις επιχειρήσεις είναι περίπου 90% και οι γνωματεύσεις τους γενικά συγκλίνουν.
Συνοψίζοντας, οι εκτιμήσεις για τις πιθανότητες πιστωτικών γεγονότων δεν διαψεύδονται ούτε επικυρώνονται με κάποια ολοκληρωτική σιγουριά. Οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας είναι τεχνικές-επιστημονικές αφηγήσεις που πείθουν όσους συμμετέχουν στην αγορά κεφαλαίου για λόγους που έχουν να κάνουν κυρίως με το ρυθμιστικό πλαίσιο στην αγορά κεφαλαίου, τις αναλυτικές μεθόδους στις οποίες βασίζονται και την ολιγοπωλιακή δομή του κλάδου. Καθώς πρόκειται για πειστικές αφηγήσεις στην παγκόσμια «συζήτηση» της αγοράς κεφαλαίου, αυτό που χρειάζεται η αγορά των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας είναι αυτό που χρειάζεται κάθε συζήτηση για να είναι ενδιαφέρουσα: πολυφωνία.
Ενδεικτικές πηγές
Ανδρικόπουλος, Α. 2015. Κρίση και ρεαλισμός. Προπομπός, Αθήνα.
De Finetti, B. (1931) Probabilism. Erkenntnis 31, 169-223.
Gärtner M., Griesbach B., Jung, F. (2011) PIGS or lambs? The European sovereign debt crisis and the role of rating agencies. International Advances in Economic Research 17(3), 288–299.
Ανδρέας Ανδρικόπουλος
Αναπληρωτής Καθηγητής Χρηματοοικονομικής
Διευθυντής του ΠΜΣ Executive MBA
Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων