Σχεδόν τρία έτη μετά από το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης, η παγκόσμια οικονομία, και ιδιαίτερα η ευρωπαϊκή, συνεχίζει να βιώνει γεωπολιτικές και οικονομικές διαταραχές, ενώ η υψηλή αβεβαιότητα που επικρατεί επηρεάζει σημαντικά τις προβλέψεις για το 2023. Οι πληθωριστικές πιέσεις συνεχίζουν αμείωτες, εξαιτίας κυρίως των ενεργειακών ανατιμήσεων, ενώ οι κυβερνήσεις προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές συνέπειες στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, στο πλαίσιο του δημοσιονομικού χώρου που διαθέτουν. Οι ευρωπαϊκές χώρες, λόγω της εγγύτητας σε εδάφη που διεξάγεται ο πόλεμος, αλλά και της ενεργειακής τους εξάρτησης από τη Ρωσία, εκτιμάται ότι θα οδηγηθούν σε επιβράδυνση της οικονομικής τους δραστηριότητας. Η αρχική ευφορία της μεταπανδημικής εποχής, που οδήγησε σε αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης και κατ’ επέκταση του ΑΕΠ των χωρών, στο πρώτο εξάμηνο του 2022, έχει δώσει τη θέση της στην αβεβαιότητα.
Αναμφίβολα, η ραγδαία αύξηση του πληθωρισμού, που προέρχεται κυρίως από τους κλάδους της ενέργειας και των τροφίμων, έχει επηρεάσει το σύνολο των οικονομιών της Ευρωζώνης. Για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων, οι χώρες έχουν ήδη εφαρμόσει σημαντικά δημοσιονομικά μέτρα στήριξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Ωστόσο, ο δημοσιονομικός χώρος είναι περιορισμένος, αφού τα κράτη-μέλη είναι εισαγωγείς ενέργειας, με αποτέλεσμα οι διαταραχές των τιμών της ενέργειας να μεταφέρουν εισόδημα από αυτές τις χώρες προς τις χώρες-εξαγωγείς ενέργειας. Μάλιστα, σύμφωνα με εκτιμήσεις, η αύξηση του κόστους ενέργειας για το 2021 και το 2022 έχει οδηγήσει σε σωρευτική απώλεια εισοδήματος περίπου 3,3% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ -περίπου Ευρώ 1.000 ανά άτομο- το οποίο είναι αδύνατο να αντισταθμιστεί από τις δημοσιονομικές παρεμβάσεις (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Φθινοπωρινές προβλέψεις, Νοέμβριος 2022).
Σύμφωνα με τις προβλέψεις της φθινοπωρινής έκθεσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι ευρωπαϊκές οικονομίες εισέρχονται σε φάση επιβράδυνσης. Η παγκόσμια οικονομία αναμένεται να καταγράψει ρυθμούς ανάπτυξης 3,1% για το 2022 και 2,5% για το 2023. Η Ζώνη του Ευρώ εκτιμάται ότι θα μεγεθυνθεί κατά 3,2% το 2022 και μόλις 0,3% το 2023, με τις προβλέψεις να έχουν αναθεωρηθεί επί τα χείρω, σε σχέση με την προηγούμενη έκθεση. Αντίστοιχη πορεία, αναιμικής ανάπτυξης ή ακόμα και ύφεσης, παρουσιάζουν οι εκτιμήσεις για άλλες, μεγάλες οικονομίες το 2023, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία (Γράφημα 4). Επιπλέον, ο πληθωρισμός στη Ζώνη του Ευρώ (ΖτΕ) εκτιμάται ότι θα διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα (6,1%) το επόμενο έτος, αλλά θα είναι χαμηλότερος από το 8,5% της φετινής περιόδου. Η σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής, με τις επαναλαμβανόμενες αυξήσεις των βασικών επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες, αποτελεί την απάντησή της στον αυξανόμενο πληθωρισμό (και την απειλή του παρατεταμένου
υψηλού πληθωρισμού), αλλά αναμένεται να συμβάλει καθοριστικά στην επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης, το επόμενο έτος.
Σε αντίθεση με τις αναθεωρημένες προς τα κάτω προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την παγκόσμια και ευρωπαϊκή οικονομία, υπάρχουν και στοιχεία που είναι άξια αναφοράς, καθώς υπάρχει σημαντική βελτίωσή τους. Αρχικά, θα πρέπει να επισημανθεί η διατήρηση του χαμηλού ποσοστού ανεργίας σε μόλις 6,8% για το 2022 και 7,2% το 2023 για τη Ζώνη του Ευρώ, με σημαντικές αποκλίσεις, όμως, μεταξύ των κρατών-μελών. Επιπροσθέτως, χρήζει ειδικής μνείας η περιστολή των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του δημοσίου χρέους των κρατών ως ποσοστό του ΑΕΠ (Γράφημα 5), το οποίο, καθώς είναι σε τρέχουσες τιμές, επηρεάζεται από τον πληθωρισμό. Η επίπτωση του πληθωρισμού στον παρονομαστή του λόγου είναι σημαντική αν αναλογιστούμε ότι οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις δεν έχουν αρθεί πλήρως για την αντιμετώπιση των ενεργειακών αυξήσεων, ενώ και η αύξηση των επιτοκίων έχει αρνητικό αντίκτυπο στο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους.
Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι επιλύεται το θέμα του δημοσίου χρέους στην ΕΕ, καθώς μόλις οκτώ σε σύνολο είκοσι κρατών-μελών (με την Κροατία) της Ζώνης του Ευρώ, παρουσιάζουν δημόσιο χρέος κάτω του ανώτατου ορίου του 60% του ΑΕΠ. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, θέλοντας να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του χρέους και η ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς, κατέθεσε τις προτάσεις της για δημοσιονομική προσαρμογή, μέσα από μια σειρά δεσμεύσεων για μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις. Στόχος του αναθεωρημένου Συμφώνου
Σταθερότητας είναι να δοθεί η δυνατότητα στα κράτη-μέλη, μέσω των σχεδίων που θα καταθέσουν και σε συνεργασία με τις αρμόδιες ευρωπαϊκές αρχές, να αποκτήσουν την «ιδιοκτησία» και την εύκολη εφαρμογή του προγράμματος. Με βάση την πρόταση, η οποία θα εξετασθεί από τις κυβερνήσεις των χωρών, παραμένουν τα κριτήρια για έλλειμμα μικρότερο από 3% του ΑΕΠ και για δημόσιο χρέος κάτω του 60% του ΑΕΠ. Όμως, δίνεται μεγαλύτερη δυνατότητα στα κράτη-μέλη για τον σχεδιασμό της δημοσιονομικής τους πορείας, ενώ καταργείται η μη βιώσιμη προσαρμογή για ετήσια μείωση του χρέους, κατά το 1/20 επί της υπέρβασης από το ανώτατο όριο του 60% του ΑΕΠ, που στερούσε πολύτιμους πόρους από την πραγματική οικονομία και οδηγούσε σε άνιση ανάπτυξη των κρατών (Πίνακας 1).
Συνοψίζοντας, το νέο αναθεωρημένο δημοσιονομικό πλαίσιο δίνει μεγαλύτερο περιθώριο ευελιξίας στα κράτη-μέλη, ώστε να σχεδιάσουν τη δημοσιονομική τους πολιτική, ενώ διασφαλίζει την υλοποίηση των μεταρρυθμιστικών και επενδυτικών δεσμεύσεων. Ταυτόχρονα, θέτει σε εφαρμογή αυστηρότερα εργαλεία επιβολής, με τις οικονομικές κυρώσεις να δύνανται να αναστείλουν χρηματοδοτήσεις, σε περίπτωση που οι χώρες δεν έχουν λάβει αποτελεσματικά μέτρα για τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος.