Image default
Ανάλυση Πρώτο Θέμα

Οι αντιφάσεις του J. SCHUMPETER (Ι)

Το  1930,  κι  ενώ  όλοι  ήταν  απασχολημένοι  με  την  ύφεση  που  βάθαινε  ολοένα  και  περισσότερο, ο Keynes φλερτάριζε με μια εντελώς διαφορετική ιδέα. Πηγαίνοντας κόντρα  στην ίδια του την άποψη ότι μακροπρόθεσμα όλοι θα πεθάνουμε, έστρεψε το βλέμμα του  στο μακρινό ‐το μακροπρόθεσμο‐ μέλλον και κατέληξε σε μια προφητεία που ήταν εντελώς  αντίθετη  με  τις  τρέχουσες  ανησυχίες  για  τη  στασιμότητα.  Αυτό  που  είδε  ο  Keynes  στο  μέλλον,  αν  αποκλειστούν  καταστροφικές  εξελίξεις  όπως  μια  ανεξέλεγκτη  αύξηση  του  πληθυσμού ή ένας εξαιρετικά καταστροφικός πόλεμος, δεν ήταν η συνέχιση της δυστυχίας  και της αμφιβολίας που επικρατούσαν εκείνο τον καιρό, αλλά μια προοπτική τόσο ρόδινη  που  ήταν  σχεδόν  απίστευτη  ‐  και  δεν  υστερούσε  σε  σχέση  με  τη  γη  της  γενικευμένης  αφθονίας που διακήρυσσε ο Adam Smith. 

 Ο Keynes τιτλοφόρησε αυτή την παρέκκλισή του στο μέλλον Οικονομικές προοπτικές για τα  εγγόνια  μας  (Economic  Possibilities  for  Our  Grandchildren)  ‐  εγγόνια  που  ο  ίδιος  δεν  μπόρεσε να αποκτήσει. Και ποιες ήταν αυτές οι προοπτικές; Αποφεύγοντας τον υπερβολικό  λυρισμό, μπορούμε να πούμε ότι αναφέρονταν σε κάποια μορφή χρυσού αιώνα: μέχρι το  2030, όπως πίστευε ο Keynes, ήταν πιθανό να έχει λυθεί το οικονομικό πρόβλημα ‐ όχι μόνο  το  προσωρινό  πρόβλημα  εκείνης  της  οικονομικής  κρίσης  αλλά  το  ίδιο  το  προαιώνιο  πρόβλημα  του  να  μην  υπάρχουν  αρκετά  για  όλους.  Για  πρώτη  φορά  στην  ιστορία,  η  ανθρωπότητα  ‐το  βρετανικό  παράρτημά  της,  τουλάχιστον‐  μετά  από  τον  πόλεμο  κατά  της  ένδειας,  θα  βρισκόταν  σ’  ένα  νέο  περιβάλλον,  όπου  όλοι  θα  μπορούσαν  εύκολα  να  εξασφαλίσουν μια χορταστική μερίδα στο κοινοβιακό τραπέζι.  Επρόκειτο  για  μια  ακόμη  εξόρμηση  του  Keynes  προς  μια  αναπάντεχη  κατεύθυνση. 

 Μετά  τον  Α’  Παγκόσμιο  Πόλεμο,  όταν  ο  κόσμος  περνούσε  μια  περίοδο  αυταρέσκειας,  ο  Keynes  ήταν  εκείνος  που  άρχισε  να  κρούει  τον  κώδωνα  του  κινδύνου.  Τώρα,  στη  δεκαετία  του  1930, όταν ο κόσμος διερχόταν φάση απαισιοδοξίας, ο Keynes και πάλι μίλησε με παρρησία  για  το  τέλος  των  δοκιμασιών  του.  Αλλά  δεν  το  έκανε  απλώς  για  να  διασκεδάσει  τους  φόβους.  Αντίθετα,  έπιανε  την  άκρη  ενός  νήματος  που  στο  παρελθόν  όλοι  οι  μεγάλοι  σχεδιαστές  της  οικονομίας  είχαν  προσπαθήσει  να  ξεμπερδέψουν  ‐  την  τάση  του  καπιταλισμού για επέκταση.  Σε  καιρούς  ύφεσης  εύκολα  ξεχνά  κανείς  αυτή  την  τάση.  Ωστόσο,  αν  ανατρέξουμε  στα  διακόσια  χρόνια  ιστορίας  του  καπιταλισμού,  παρατηρούμε  ότι  το  σύστημα  δεν  χαρακτηρίζεται  μόνο  από  μια  τυχαία  διαδοχή  ενθαρρυντικών  εξάρσεων  και  απογοητευτικών κάμψεων της επιχειρηματικής δραστηριότητας αλλά και από μια σταθερή,  αν και εξαιρετικά ακανόνιστη, ανοδική πορεία. 

Τα 40 εκατομμύρια των Άγγλων την εποχή  του Keynes είναι βέβαιο ότι δεν θεωρούσαν τους εαυτούς τους ιδιαίτερα ευνοημένους από  τη θεία πρόνοια, αλλά δεν χωρά αμφιβολία ότι, παρά τη δυσπραγία των ημερών τους, είχαν  πολύ καλύτερη θέση στο τραπέζι της Φύσης από τα 10 εκατομμύρια των Άγγλων την εποχή  του Malthus.  Ο λόγος δεν ήταν ότι η ίδια η Φύση είχε γίνει πιο γενναιόδωρη. Αντιθέτως, όπως ορίζει ο  πασίγνωστος  Νόμος  της  Φθίνουσας  Απόδοσης,  η  Φύση  αποδίδει  τους  καρπούς  της  πολύ  πιο  απρόθυμα  όταν  οι  καλλιέργειες  γίνονται  πιο  εντατικές.  Το  μυστικό  της  οικονομικής  ανάπτυξης βρισκόταν στο γεγονός ότι κάθε γενιά εκμεταλλευόταν τη Φύση, όχι μόνο με τη  δική  της  ενεργητικότητα  και  τα  δικά  της  μέσα,  αλλά  και  με  όλο  τον  εξοπλισμό  που  είχαν  συγκεντρώσει  και  της  είχαν  κληροδοτήσει  όλοι  οι  πρόγονοί  της.  Και  καθώς  αβγάτιζε  η  κληρονομιά  ‐καθώς  κάθε  γενιά  προσέθετε  στον  πλούτο  του  παρελθόντος  το  δικό  της  μερίδιο  από  νέες  γνώσεις,  εργοστάσια,  εργαλεία  και  τεχνικές‐  η  παραγωγικότητα  των  ανθρώπων  αυξανόταν  με  εκπληκτική  ταχύτητα.  

Στις  ΗΠΑ  ένας  εργάτης  εργοστασίου  στη  δεκαετία  του  1960  εργαζόταν  με  τεχνολογικές  δυνατότητες  που  τον  έκαναν  να  μοιάζει  υπεράνθρωπος σε σύγκριση με τον προκάτοχό του των μετεμφυλιακών χρόνων. Αν αυτή η  διαδικασία  της  σταθερά  αυξανόμενης  παραγωγικότητας  έμελλε  να  συνεχιστεί  για  έναν  ακόμα  αιώνα  ‐για  τρεις  γενιές  μονάχα‐  τότε  ο  καπιταλισμός  θα  είχε  κάνει  το  θαύμα  του.  Όπως  υπολόγιζε  ο  Keynes,  εκατό  ακόμα  χρόνια  συσσώρευσης  πλούτου  στους  ίδιους  ρυθμούς με τα προηγούμενα εκατό χρόνια θα πολλαπλασίαζε τον πραγματικό παραγωγικό  πλούτο της Αγγλίας κατά εφτάμισι φορές. 

Μέχρι το 2030, κάθε εργάτης θα υποστηριζόταν  από  τόσα  μηχανήματα  που  θα  τον  έκαναν  να  φαίνεται  υπεράνθρωπος  σε  σχέση  με  τον  παππού του του 1930.  Μια  τόσο  μεγάλη  αύξηση  της  παραγωγικότητας  θα  μπορούσε  να  αλλάξει  τα  πράγματα  ριζικά. Η οικονομική επιστήμη ως επιστήμη της ανεπάρκειας θα εξοστρακιζόταν στα βιβλία  της ιστορίας. Το νέο πρόβλημα της κοινωνίας θα ήταν όχι πώς να βρει ελεύθερο χρόνο αλλά  πώς  να  γεμίσει  τις  ατέλειωτες  ελεύθερες  ώρες.  Χαμογελώντας,  ο  Keynes  μνημόνευσε  τον  παραδοσιακό επιτάφιο της γριάς καθαρίστριας:  Μην πενθείτε για μένα, φίλοι, μη με κλάψτε άλλη μέρα,  Γιατί δεν πρόκειται να κάνω τίποτε από ‘δώ και πέρα.  Με ψαλμωδίες και γλυκιά μουσική τα ουράνια αντηχούν  αλλ’ εγώ δεν θα είμαι απ’ αυτούς που τραγουδούν.295  Ήταν βέβαια μια θεωρητική εξόρμηση στο μέλλον και κανένας δεν την πήρε στα σοβαρά. Το  1930  ο  ήχος  των  μηχανημάτων  ήταν  τόσο  ανησυχητικός  ώστε  το  σενάριο  του  Keynes  δεν  φαινόταν παρά μια ευχάριστη φαντασίωση. 

Ο ίδιος ο Keynes γρήγορα το λησμόνησε στην  προσπάθειά του να αναλύσει τη φύση της ανεργίας που παρέλυε τον κόσμο.  Είτε  αισιόδοξα  είτε  ζοφερά,  τα  σενάρια  του  Keynes  είναι  σημαντικά  για  εμάς.  Με  τις  Οικονομικές προοπτικές για τα εγγόνια μας αντιμετωπίζουμε για πρώτη φορά το ζήτημα του  μέλλοντός μας. Άλλωστε, ό,τι εξετάσαμε ως τώρα είχε να κάνει με το παρελθόν: η εξέλιξη  του  ρυθμιζόμενου  και  κωδικοποιημένου  κόσμου  του  17ου  αιώνα  στον  ατομικιστικό  καπιταλισμό της αγοράς του Adam Smith∙  η αποδέσμευση  εκείνου του καπιταλισμού από  την  οικονομία  των  γαιοκτημόνων  που  προέβλεπε  ο  Ricardo  ή  την  κοινωνία  του  υπερπληθυσμού και της στοιχειώδους διαβίωσης που φοβόταν ο Malthus∙ η αναμενόμενη  αυτοκαταστροφή του που έβλεπε ο Marx∙ η χρόνια τάση για ύφεση που ανέλυσε ο Keynes ‐  όλες αυτές οι περιπέτειες του καπιταλισμού, όσο ενδιαφέρουσες κι αν ήταν, στερούνταν το  στοιχείο  της  αγωνίας  αφού  ανά  πάσα  στιγμή  γνωρίζαμε  την  τελική  έκβαση.  

Τώρα  η  θέση  μας  είναι  λιγότερο  ευνοϊκή.  Καθώς  ερχόμαστε  στους  σύγχρονους  οικονομολόγους,  παύουμε  να  συζητάμε  τις  ιδέες  που  βοήθησαν  να  διαμορφώσουν  το  παρελθόν  μας:  αυτό  που  διακυβεύεται  τώρα  είναι  η  δική  μας  κοινωνία,  η  δική  μας  μοίρα,  η  κληρονομιά  των  δικών μας παιδιών.  Έτσι πρέπει να στραφούμε από τη μελέτη του παρελθόντος στην εκτίμηση του μέλλοντος.  Ποια  είναι  η  σημερινή  θέση  του  καπιταλισμού;  Ποια  είναι  τα  σήματα  που  δείχνουν  το  δρόμο  προς  το  αύριο;  Αυτά  είναι  τα  σημαντικά  ερωτήματα  του  σύγχρονου  κόσμου  στα  οποία πρέπει να στρέψουμε τώρα την προσοχή μας.    Έτσι ερχόμαστε σ’ έναν φιλόσοφο του οικονομικού κόσμου ο οποίος, ίσως περισσότερο κι  από τον Keynes, μας μιλά με μια φωνή που, χωρίς καμιά αμφιβολία, είναι των ημερών μας. 

Η  φωνή  ανήκει  σ’  έναν  μικρόσωμο,  μαυριδερό,  αριστοκρατικό  άνδρα,  που  του  άρεσε  να  χρησιμοποιεί πομπώδεις εκφράσεις και θεατρικές χειρονομίες. Όταν, εν μέσω της Μεγάλης  Ύφεσης, έδινε διαλέξεις για την οικονομία στο Χάρβαρντ, ο Joseph Schumpeter έμπαινε με  μεγάλες  δρασκελιές  στην  αίθουσα  διαλέξεων  και,  αφού  έβγαζε  το  πανωφόρι  του,  ανακοίνωνε στο έκπληκτο ακροατήριο με τη βιεννέζικη προφορά του: «Κύριοι, ανησυχείτε  για την οικονομική κρίση. Δεν θα έπρεπε. Για τον καπιταλισμό, η οικονομική κρίση είναι ένα  καλό κρύο douche». Επειδή ήμουν ένας από τους ακροατές του, μπορώ να πιστοποιήσω ότι  οι  περισσότεροι  από  εμάς  δεν  γνωρίζαμε  τότε  τη  σημασία  του  douche,  αλλά  αντιλαμβανόμασταν  ότι  το  μήνυμά  του  ήταν  πολύ  περίεργο  και  αντίθετο  σ’  αυτά  που  υποστήριζε ο Keynes. 

 Ο  ίδιος  ο  Schumpeter  ήταν  ο  πρώτος  που  θα  επισήμαινε  ότι  δεν  συνέπλεε  με  τον  Keynes  στις απόψεις τους για την οικονομική ζωή. Οι δύο άνδρες συμμερίζονταν πολλές απόψεις  για την κοινωνία ‐πάνω απ’ όλα, το θαυμασμό τους για την εξευγενισμένη ζωή της αστικής  τάξης και την πίστη τους στις γενικές αξίες του καπιταλισμού‐ αλλά διατύπωναν διαμετρικά  αντίθετες  απόψεις  για  το  μέλλον.  Για  τον  Keynes,  όπως  είδαμε,  ο  καπιταλισμός  απειλούνταν εγγενώς από το ενδεχόμενο της στασιμότητας ‐ η αισιόδοξη προοπτική για τα  εγγόνια  μας  εξαρτιόταν,  στην  πραγματικότητα,  από  την  κατάλληλη  υποστήριξη  της  κυβέρνησης.  Για  τον  Schumpeter,  ο  καπιταλισμός  ήταν  εγγενώς  δυναμικός  και  προσανατολισμένος  στην  ανάπτυξη.  

Δεν  θεωρούσε  τις  δημόσιες  δαπάνες  αναγκαίες  ως  μόνιμο βοηθητικό μηχανισμό, αν και συμφωνούσε ότι μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για  να ελαφρύνουν τα κοινωνικά προβλήματα σε περίοδο ύφεσης.  Ωστόσο,  παρά  την  πίστη  του  στην  εγγενή  ανοδική  τάση  του  καπιταλισμού,  η  μακροπρόθεσμη εκτίμηση του Schumpeter ήταν εντελώς αντίθετη από εκείνη του Keynes.  Με  τον  σχεδόν  διεστραμμένα  πειρακτικό  τρόπο  του,  υποστήριζε  ότι  «βραχυπρόθεσμα»  ο  καπιταλισμός  θα  ακολουθούσε  πράγματι  μια  μακρά  ανοδική  διαδρομή,  προσέθετε  όμως  ότι σ’ αυτά τα πράγματα το βραχυπρόθεσμο διάστημα είναι ένας αιώνας.296 Μετά ερχόταν  η ανησυχητική τελική εκτίμησή του: «Μπορεί να επιζήσει ο καπιταλισμός; Όχι, δεν νομίζω  ότι  μπορεί». Θα  πρέπει  να  μάθουμε  περισσότερα  γι’  αυτόν  τον  περίεργα  αντιφατικό  άνθρωπο.

 Ο Joseph Alois Schumpeter γεννήθηκε στην Αυστρία το 1883 ‐την ίδια χρονιά με τον Keynes‐ και ήταν γόνος παλιάς αλλά όχι αριστοκρατικής οικογένειας. Ο πατέρας του πέθανε όταν ο  Joseph ήταν τεσσάρων χρόνων και, εφτά χρόνια αργότερα, η μητέρα του παντρεύτηκε έναν  διακεκριμένο  στρατηγό.  Έστειλαν  τον  νεαρό  Schumpeter  στο  Θηρεσιανό,  ένα  ιδιωτικό  σχολείο  για  τους  γόνους  της  αριστοκρατίας.  Ο  συγχρωτισμός  του  νεαρού  με  ένα  εντελώς  διαφορετικό  κοινωνικό  στρώμα  αποτέλεσε,  κατά  γενική  ομολογία,  αποφασιστικό  παράγοντα  στη  διαμόρφωση  των  απόψεών  του.  Σύντομα  ο  Schumpeter  υιοθέτησε  τη  συμπεριφορά και τα γούστα των συμμαθητών του, και διαμόρφωσε τους αριστοκρατικούς  τρόπους  που  τον  διέκριναν  σε  όλη  του  τη  ζωή.  Σε  περισσότερα  από  ένα  πανεπιστήμια  εκνεύριζε τους συναδέλφους του εμφανιζόμενος στις συνελεύσεις των καθηγητών με στολή  ιππασίας και του άρεσε να λέει ότι πάντα είχε τρεις επιθυμίες ‐να γίνει μεγάλος εραστής,  μεγάλος ιππέας και μεγάλος οικονομολόγος‐ αλλά ότι δυστυχώς η ζωή έκανε αληθινές μόνο  τις  δύο  από  τις  τρεις  ευχές  του.  Πάντως,  παρ’  όλες  τις  αριστοκρατικές  του  συνήθειες,  θα  δούμε  ότι  στο  τέλος  ο  Schumpeter  απονέμει  τις  δάφνες  της  ιστορίας  σε  μια  διαφορετική  ομάδα.  Αλλά  αυτή  η  αναπάντεχη  τροπή  θα  πρέπει  να  περιμένει  μέχρι  το  τέλος  του  κεφαλαίου. 

Έγινε δεκτός στο πανεπιστήμιο της Βιέννης, σπουδαίο κέντρο εντρύφησης στην οικονομική  επιστήμη  εκείνο  τον  καιρό,  και  αμέσως  διακρίθηκε  ως  φοιτητής  ‐«ποτέ  του  δεν  υπήρξε  αρχάριος»299 κατά την άποψη του διάσημου οικονομολόγου Άρθουρ Σπίτχοφ‐ αλλά σχεδόν  αμέσως  και  σαν  «τρομερό  παιδί»,  που  δεν  άργησε  να  διακυβεύσει  το  μέλλον  του  διαφωνώντας  ανοιχτά  με  τον  ακόμα  πιο  διάσημο  καθηγητή  του  Ευγένιο  φον  Μπομ‐ Μπάβερκ.  Μετά  τη  Βιέννη  ακολούθησε  μια  σύντομη  παραμονή  στην  Αγγλία,  όπου  έκανε  κι  έναν  ατυχή,  και  βραχυχρόνιο  γάμο,  και  κατόπιν  ανέλαβε  την  καλοπληρωμένη  θέση  του  οικονομικού συμβούλου μιας πριγκίπισσας της Αιγύπτου. Εκεί ο Schumpeter κατάφερε να  κάνει  το  θαύμα  του  μειώνοντας  στο  μισό  το  ενοίκιο  των  ακινήτων  της  πριγκίπισσας  ενώ  ταυτόχρονα  διπλασίασε  τα  εισοδήματά  της  ‐  απλώς  με  το  να  εισπράττει  ο  ίδιος  το  συμφωνημένο  μισθό  του. 

 Ακόμα  πιο  σημαντικό,  όμως,  είναι  ότι,  ενώ  ήταν  ακόμη  στην  Αίγυπτο,  κυκλοφόρησε  το  πρώτο  του  βιβλίο  για  τη  φύση  της  οικονομικής  θεωρίας,  ένα  βιβλίο που του εξασφάλισε την πρώτη του καθηγητική έδρα στην Αυστρία ενώ, τρία χρόνια  αργότερα, σε ηλικία μόλις 27 χρόνων, κυκλοφόρησε τη Θεωρία της οικονομικής ανάπτυξης  (The  Theory  of  Economic  Development),  που  αμέσως  αναγνωρίστηκε  ως  ένα  μικρό  αριστούργημα. 

Σχετικα αρθρα

ΕΚΤ για κόστος στέγασης στην Ευρώπη: Δεύτερη ακριβότερη η Ελλάδα, φθηνότερη η Γερμανία

admin

Δημοσκόπηση Reuters: Η παγκόσμια οικονομία θα συνεχίσει την ανάπτυξή της μέχρι το 2025

admin

Eπιστολές Στουρνάρα στους servicers: «Συμμορφωθείτε με το νέο θεσμικό πλαίσιο, αλλιώς… ποινές»

admin

Κυρ. Μητσοτάκης: Όσο καλύτερα πηγαίνει η οικονομία τόσο περισσότερο θα αυξάνονται οι μισθοί

admin

Financial Times: Tο οικονομικό παράδοξο της Ελλάδας – Ισχυρή ανάπτυξη, αλλά η φτωχότερη στην ΕΕ

admin

Έκθεση ΤτΕ: Σε καλύτερη θέση οι ελληνικές τράπεζες έναντι πιθανών αναταράξεων

admin

Βρετανία: Πώς «βοηθά» τη Μόσχα στον πόλεμο κατά του Κιέβου

admin

Alpha Bank: Τι είπε ο CFO Λαζ. Παπαγαρυφάλλου στο «The Banker» των Financial Times

admin

Πως ετοιμάζεται η δύση για μια δεύτερη θητεία Trump

admin

ΙΟΒΕ: Η εγχώρια οικονομία καταγράφει θετική δυναμική εν μέσω εξωτερικών κινδύνων

admin

Πώς αλλάζει το δημοσιονομικό σκηνικό με το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας

admin

Reuters: Η Ελλάδα σχεδιάζει πρόωρη αποπληρωμή δανείων ύψους €5 δισ. σε χώρες της ευρωζώνης – Νέα έξοδος στις αγορές

admin