Συνηθίζεται σε κάθε προεκλογική περίοδο η συζήτηση για τα προγράμματα των κομμάτων να συνοδεύεται κι από εξαγγελίες για μέτρα και αποφάσεις που πρόκειται να εφαρμοστούν στην διάρκεια της επόμενης κυβερνητικής θητείας. Σε αυτό το φόντο η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, την οποία αντιπροσωπεύει η ΓΣΕΒΕΕ, κρίνει απαραίτητη την συζήτηση και την δέσμευση των κομμάτων σε μια σειρά αιτημάτων που έχουν αποδειχθεί όρος ζωής για εκατοντάδες χιλιάδες πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα. Τα αιτήματα μας είναι πολλά και συγκεκριμένα και ξεκινούν από την φορολογία και το ασφαλιστικό και καταλήγουν στο ενεργειακό και την καινοτομία. Στην παρούσα συγκυρία ωστόσο ξεχωρίζουμε τέσσερα αιτήματα, η υλοποίηση των οποίων θα κρίνει την επιβίωση των ΜμΕ.
Πρώτο, κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος. Πρόκειται για έναν κεφαλικό φόρο που βαραίνει κατά τον ίδιο τρόπο όλες τις επιχειρήσεις ανεξαρτήτως των εσόδων και των κερδών τους ή του προσωπικού που απασχολούν. Η κυβέρνηση μάλιστα, βάσει των εξαγγελιών του κ. πρωθυπουργού στην Θεσσαλονίκη τον Σεπτέμβριο του 2022, έκανε τα πράγματα χειρότερα, ανακοινώνοντας την απαλλαγή όσων επιχειρήσεων προβούν σε προσλήψεις προσωπικού. Κι οι αυτοαπασχολούμενοι; Κι οι επιχειρήσεις που πασχίζουν να διατηρήσουν 1-2 θέσεις εργασίας; Στην πράξη, …τιμωρούνται, συνεχίζοντας να πληρώνουν έναν φόρο που τις βαρύνει μόνον και μόνον επειδή έκαναν έναρξη δραστηριοτήτων σε οικονομική συγκυρία λιγότερη ασφυκτική από την σημερινή!
Δεύτερο, ρύθμιση οφειλών προς δημόσιο και ασφαλιστικά ταμεία σε 120 δόσεις. Η αύξηση των επιτοκίων του ευρώ την Πέμπτη 2/2, πέμπτη κατά σειρά άνοδος από τον Ιούλιο του 2022, και η προαναγγελία νέας αύξησης των επιτοκίων τον Μάρτιο, με μαθηματική βεβαιότητα οδηγεί σε ένα νέο κύμα αδυναμίας πληρωμών, λόγω των σημαντικών επιβαρύνσεων που θα δημιουργηθούν σε οφειλέτες. Υπό το πρίσμα αυτής της αναμενόμενης επιδείνωσης επείγει η «διάσωση» όσων επιχειρήσεων και πολιτών βαρύνονται ήδη με χρέη προς τα δημόσια ταμεία. Η επαναφορά της ρύθμισης των 120 δόσεων θα έχει πολλαπλά οφέλη. Όχι μόνο θα εξασφαλίσει την επιβίωση επιχειρήσεων που οδηγούνται στην χρεοκοπία, αλλά επίσης θα αυξήσει και τα δημόσια έσοδα, έστω σε βάθος χρόνου.
Τρίτο, επιδότηση του ηλεκτρικού ρεύματος. Η έγκριση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή της έξτρα κρατικής επιδότησης, ύψους 1,36 δισ. ευρώ, προς ελληνικές βιομηχανίες αλουμινίου, χαρτιού, χαλκού, σιδήρου, χάλυβα, ακόμη και διυλιστήρια, ισοδυναμεί με μια έμμεση παραδοχή ότι οι τρέχουσες επιδοτήσεις δεν είναι αρκετές. Η ανεπάρκεια τους ωστόσο ισχύει πολύ περισσότερο για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Σε αυτές πρέπει να στρέψει την προσοχή της η κυβέρνηση επιδοτώντας ακόμη και το 100% του επιπλέον ενεργειακού κόστους, χωρίς το όριο της μηνιαίας κατανάλωσης των 2.000 kWh.
Τέλος, άμεση ανάγκη υπάρχει για την μείωση του ΦΠΑ. Το ύψος του ΦΠΑ ενθαρρύνει την φοροαποφυγή σε όλη την κλίμακα των επιχειρήσεων στην Ελλάδα, και από το ένα άκρο της αλυσίδας αξίας ως το άλλο, και γι’ αυτό πρέπει να μειωθεί. Ειδικά στην εστίαση ο ΦΠΑ πρέπει να μειωθεί στο 6%, από 13% που είναι προσωρινά μέχρι τον Ιούνιο του 2023. Η μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση στο 6% θα συμβάλει στην φορολογική συνείδηση και θα αυξήσει τα φορολογικά έσοδα του δημοσίου.
Γιώργος Καββαθάς, Πρόεδρος ΓΣΕΒΕΕ