
Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-09 ήταν το αποτέλεσμα απερίσκεπτου δανεισμού και στεγαστικής έκρηξης, ενώ η τωρινή έχει να κάνει, τουλάχιστον για τις αμερικανικές τράπεζες, με τη διακράτηση μεγάλου αριθμού παλαιότερων πολυετών ομολόγων χαμηλής απόδοσης σε σχέση με τις ανάγκες ρευστότητας που δημιουργεί η σημαντική άνοδος των επιτοκίων στις ΗΠΑ -αλλά και την Ευρωζώνη- από την περασμένη άνοιξη.
Η Credit Suisse, από την άλλη, ήταν μια διαφορετική περίπτωση, καθώς είχε υποπέσει σε ολισθήματα και είχε πληγεί από παλαιότερες επενδύσεις της σε τοξικούς τίτλους, όπως στο Fund Archegos, που της προκάλεσαν ζημιές αρκετών δισ. δολαρίων. Επίσης, μια σειρά από σκάνδαλα επί πολλά έτη, αλλαγές στην κορυφή της διοίκησης και μια στρατηγική στερούμενη ενθουσιασμού ήταν μεταξύ των παραγόντων που συνέβαλαν στη χαώδη κατάσταση στην οποία περιήλθε η δεύτερη σε μέγεθος τράπεζα της Ελβετίας, με 167 χρόνια ζωής.
Ωστόσο, συνολικά 14 χρόνια μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, τίθενται και πάλι ερωτήματα σχετικά με το πόσο εύθραυστες είναι οι τράπεζες κι αν οι ρυθμιστικές αρχές έχουν πιαστεί “στα πράσα”, όπως έγραψε ο Economist.
Οι αναλυτές, ακόμη, επικεντρώνονται κατά πολύ στις συνέπειες που θα έχει η τραπεζική αναταραχή στις αποφάσεις των Κεντρικών Τραπεζών για περαιτέρω άνοδο των επιτοκίων.
Τις προηγούμενες μέρες η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έδειξε πως παραμένει ανεπηρέαστη, προχωρώντας στην έκτη κατά σειρά αύξηση των βασικών επιτοκίων της με 50 μονάδες βάσης, ενώ η FED συνεδριάζει για τον ίδιο λόγο τις επόμενες. Για την ΕΚΤ ήταν τρίτη διαδοχική αύξηση των ευρωπαϊκών επιτοκίων κατά 50 μ.β. και η έκτη συνολικά από τον Ιούλιο του 2022, όταν ξεκίνησε τη σύσφιξη της πολιτικής της για να αντιμετωπίσει το ράλι του πληθωρισμού. Έτσι, από το καλοκαίρι του 2022 οι αυξήσεις της ΕΚΤ φτάνουν πλέον τις 350 μονάδες βάσης συνολικά, στην επιθετικότερη εκστρατεία συστολής της νομισματικής πολιτικής στην ιστορία της Ευρωζώνης.
Ωστόσο, η γενική εκτίμηση είναι πως και οι δύο Κεντρικές Τράπεζες θα αναγκαστούν, υπό την πίεση της χρηματοπιστωτικής αναταραχής κι αβεβαιότητας, να μειώσουν τον ρυθμό αύξησης των επιτοκίων και το τελικό ύψος που αυτά θα καταλήξουν, παρά τη διατήρηση του πληθωρισμού ακόμη σε υψηλά επίπεδα.
Χρήστος Παπάζογλου
Καθηγητής Διεθνούς Οικονομίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Εμπειρογνώμονας επί σειρά ετών στην Τράπεζας της Ελλάδος