Του Marcus Ashworth –Οι κεντρικές τράπεζες βρίσκονται στα πρόθυρα του να κηρύξουν τον ετήσιο κύκλο αύξησης των επιτοκίων λήξαντα. Ο λόγος; Οι τράπεζες ανέλαβαν το τιμόνι και πατάνε φρένο.
Ο πρόεδρος της ομοσπονδιακής κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ (Federal Reserve), Jerome Powell, έθεσε τις βάσεις στη συνέντευξη Τύπου μετά τη συνεδρίαση της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Ανοικτής Αγοράς (FOMC) στις 22 Μαρτίου. Όταν ρωτήθηκε για την αυστηροποίηση των όρων τραπεζικής πίστης, απάντησε: “Θεωρούμε ότι είναι δυνητικά αρκετά πραγματική και αυτό συνηγορεί στο να είμαστε σε εγρήγορση καθώς προχωράμε μπροστά και εξετάζουμε περαιτέρω αυξήσεις επιτοκίων από πλευράς μας, θα παρακολουθούμε με προσοχή”. Αυτός είναι κωδικός τρόπος να πει κανείς ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής αναμένουν πως οι αυστηρότερες χρηματοοικονομικές συνθήκες θα αντικαταστήσουν το αμβλύ εργαλείο το οποίο χρησιμοποίησαν οι ίδιοι για περίπου έναν χρόνο.
Νομοτέλεια
Νομοτελειακά, το υψηλότερο κόστος επιτοκίου αποδυναμώνει τους πιθανούς εταιρικούς και ιδιώτες δανειολήπτες και πολλοί αποπληρώνουν πρόωρα τα χρέη τους, εάν αυτό είναι δυνατόν. Ενώ το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα παραμένει πλημμυρισμένο από ρευστότητα – και οι κεντρικές τράπεζες έχουν ήδη πέσει από πάνω προκειμένου να κρατούν τις στρόφιγγες πλήρως ανοιχτές – ένας ανησυχητικός φόβος για την ασφάλεια των τραπεζικών καταθέσεων και η απροθυμία να αναλάβει κανείς νέο χρέος συνιστούν το φόντο μιας πιθανής πιστωτικής κρίσης.
Τα σημάδια σύντομα θα αρχίσουν να εμφανίζονται. Την επόμενη εβδομάδα, θα έχουμε την έρευνα της κεντρικής τράπεζας του Ηνωμένου Βασιλείου (Bank of England) για τις πιστωτικές συνθήκες και, έναν μήνα αργότερα, την τριμηνιαία ανασκόπηση της νομισματικής πολιτικής της.
Η αποτίμηση του τέλους του 2022 έδειξε ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα του Ηνωμένου Βασιλείου βρίσκονται στην πιο επιφυλακτική τους φάση από την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση μέχρι σήμερα. Η τριμηνιαία έρευνα για τον τραπεζικό δανεισμό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αναμένεται στα τέλη Απριλίου, αρκετά πριν από τη συνεδρίασή της στις 4 Μαΐου. Η έκθεση του Ιανουαρίου έδειξε ότι η αύξηση των δανείων σε ευρώ είναι πλέον αρνητική σε ορισμένες χώρες του νότου. Η επόμενη σχετική έρευνα της Fed δεν αναμένεται μέχρι τις 8 Μαΐου, σχεδόν μία εβδομάδα μετά τη συνεδρίαση της FOMC, ωστόσο οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα έχουν λογικά στη διάθεσή τους μια ολοκληρωμένη επισκόπηση των πιθανών συμπερασμάτων της.
Όπως έγραφε ο συνάδελφός μου Paul Davies τον περασμένο μήνα μετά τις τρεις χρεοκοπίες τραπεζών στις ΗΠΑ, “σε ένα ορισμένο σημείο, η τραπεζική σταθερότητα αποτελεί νομισματική πολιτική (…) η σύσφιξη επιταχύνεται σαν σφεντόνα μέσα από το τραπεζικό σύστημα. Σαν ελαστική ταινία τεντώνεται μέχρι να επανέλθει πίσω με μια απότομη κίνηση”. Η κατάρρευση της Credit Suisse στην αγκαλιά της UBS έχει υπογραμμίσει ότι τα προβλήματα με τους τραπεζικούς ισολογισμούς δεν αποτελούν τοπικό πρόβλημα των ΗΠΑ. Ο Daniel Kral, ανώτερος οικονομολόγος στην Oxford Economics, έγραψε στο Twitter ότι η τελευταία φορά που η πιστωτική ροή μειώθηκε τόσο απότομα ήταν κατά τη διάρκεια της κρίσης του ευρώ πριν από μια δεκαετία.
Κίνδυνοι
Με τη σειρά της, η ΕΚΤ έχει προειδοποιήσει για κινδύνους στο πεδίο του real estate. Κάτι που ίσως θα έπρεπε να είχε αναγνωρίσει νωρίτερα, καθώς η καθαρή αξία ενεργητικού των επενδυτικών κεφαλαίων σε εμπορικά ακίνητα έχει τριπλασιαστεί την τελευταία δεκαετία σε πάνω από 1 τρισεκατομμύριο ευρώ. Ο ρεπόρτερ του -, Τάσος Βώσσος, επισημαίνει ότι το μεγαλύτερο μέρος του εταιρικού χρέους στον κλάδο των επενδυτικών ακινήτων διαπραγματεύεται σε υψηλά επίπεδα απόδοσης. Το μέσο κουπόνι του χρέους σε ευρώ που σχετίζεται με ακίνητα είναι λίγο κάτω από το 1,6%, σύμφωνα με σχετικό δείκτη του -. Το κόστος αντικατάστασης ισοδύναμου χρέους στις τρέχουσες συνθήκες της αγοράς, ωστόσο, είναι περίπου 5%. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο κλάδος ακίνητης περιουσίας είναι ο πλέον ευαίσθητος στα επιτόκια.
Ο συνολικός δανεισμός στη ζώνη του ευρώ μειώθηκε στο 4,3% τον Φεβρουάριο από 4,7% τον Ιανουάριο. Ο ρυθμός αύξησης των εταιρικών δανείων μειώθηκε σχεδόν στο μισό το περασμένο τρίμηνο, από πάνω από 8%. Βρίσκεται κοντά στο να λάβει αρνητικό πρόσημο στην Ιταλία. Σημειώστε ότι αυτή ήταν η κατάσταση πριν ακόμη εκτυλιχθεί η πρόσφατη τραπεζική κρίση.
Το Ηνωμένο Βασίλειο υποφέρει από παρόμοια δεινά. Σύμφωνα με αναλυτές της Deutsche Bank, ο συνολικός δανεισμός ως μερίδιο του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος μειώθηκε στο 0,5% τον Φεβρουάριο – στα χαμηλότερα επίπεδά του από το 2013. Δεν είναι μόνο στον κλάδο των ενυπόθηκων δανείων των νοικοκυριών όπου γίνεται αισθητό το “κεντρί” των υψηλότερων επιτοκίων. Υπάρχει σαφής επιβράδυνση στον συνολικό δανεισμό. Για δεύτερο συνεχόμενο μήνα, οι επιχειρήσεις συνέχισαν τις πρόωρες εξοφλήσεις δανείων. Το - Economics εκτιμά ότι η πρόσφατη άνοδος των πιστωτικών περιθωρίων ισοδυναμεί με κάτι περισσότερο από μια αύξηση κατά 25 μονάδες βάσης – και ως εκ τούτου αναμένει ότι η BoE θα διατηρήσει τα επιτόκια αμετάβλητα τον Μάιο.
Η συνέχιση της αύξησης επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες σε ένα τέτοιο τραπεζικό περιβάλλον θα αποτελούσε σοβαρά εσφαλμένη εκτίμηση από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, ειδικά δεδομένου ότι οι προβλέψεις για τον ονομαστικό πληθωρισμό στο τέλος του έτους δείχνουν σημαντική επιβράδυνση. Δεν είναι ακριβώς αποκάλυψη ότι οι πιο σταθερές δομικές τιμές, εξαιρουμένων των τροφίμων και της ενέργειας, παραμένουν πολύ πάνω από τον στόχο του 2%. Χρειάστηκε πολύς χρόνος για να ανέβουν τόσο ψηλά, οπότε άλλος τόσος θα χρειαστεί για να πέσουν. Σίγουρα, ωστόσο, δεν είναι έξω από τις δυνατότητες των νομισματικών “αρχόντων” μας να εξετάσουν το φαινόμενο, πριν καταρρεύσει η οικονομική υποδομή. Το τίμημα μιας ανάπαυλας στη νομισματική σύσφιξη φαντάζει το λιγότερο δαπανηρό σε σχέση με τις εναλλακτικές.