Ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς κάλεσε την Τρίτη (20 Ιουνίου) την Κίνα να πιέσει τη Ρωσία να αποσύρει τα στρατεύματά της και να τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Η έκκληση του Σολτς έγινε μετά τον τελευταίο γύρο των σινογερμανικών κυβερνητικών διαβουλεύσεων στο Βερολίνο.
«Παρακάλεσα ξανά την κινεζική κυβέρνηση να ασκήσει πιο έντονα την επιρροή της στη Ρωσία όσον αφορά τον πόλεμο», δήλωσε ο Σολτς, μιλώντας μαζί με τον πρωθυπουργό της Κίνας Λι Κιάνγκ
«Η Ρωσία πρέπει να αποσύρει τα στρατεύματά της – διαφορετικά, αυτό δεν θα λειτουργήσει», είπε, προσθέτοντας ότι το Πεκίνο δεν πρέπει να προμηθεύει όπλα τη Ρωσία και ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν πρέπει να γίνει μια πάγια σύγκρουση. Ο Σολτς επεσήμανε επίσης την ευθύνη της Κίνας ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών (ΣΑΗΕ).
Η εν λόγω συνάντηση ήταν η πρώτη των δύο κυβερνήσεων ύστερα από την την έναρξη του πολέμου.
Ο Γερμανός καγκελάριος έθιξε εν συντομία και άλλα κρίσιμα θέματα, όπως οι περιορισμοί στην ελευθερία του Τύπου, ζητώντας «ελευθερία και διαφάνεια και για τους δημοσιογράφους». Κάλεσε την Κίνα να παράσχει περισσότερο χώρο στους Γερμανούς ανταποκριτές να κάνουν ρεπορτάζ για τη χώρα.
Ο Σολτς αναφέρθηκε επίσης στη δύσκολη κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Κινέζων εργαζομένων, λέγοντας ότι η βελτίωση όσον αφορά τα καθολικά ανθρώπινα δικαιώματα και τις συνθήκες παραγωγής είναι προς το συμφέρον και των δύο χωρών.
Ο πρωθυπουργός της Κίνας, για τον οποίο η συνάντηση ήταν μέρος του πρώτου επίσημου ταξιδιού του στο εξωτερικό, δεν απάντησε άμεσα στις παρατηρήσεις του Σολτς.
Αντιθέτως, εξήρε τον «πρακτικά προσανατολισμένο» χαρακτήρα των διαβουλεύσεων και τόνισε επανειλημμένα το ενδιαφέρον της Κίνας για μια στενότερη εταιρική σχέση με τη Γερμανία.
«Η Κίνα και η Γερμανία θα πρέπει να εργαστούν χέρι-χέρι για την προώθηση της παγκόσμιας ειρήνης και της παγκόσμιας ανάπτυξης», δήλωσε ο Λι, προσθέτοντας ότι η Κίνα εκτιμά τη σχέση της με τη Γερμανία και την Ευρώπη και θα συνεχίσει να καταβάλλει προσπάθειες για τη διατήρηση του διαλόγου.
Η στάση της Γερμανίας έναντι της Κίνας
Την περασμένη εβδομάδα, το Βερολίνο δημοσίευσε τη στρατηγική εθνικής ασφάλειας, την πρώτη στη μεταπολεμική του ιστορία.
Ενώ η κυβέρνηση αναμένεται να δημοσιεύσει μια πιο ολοκληρωμένη στρατηγική για τις σχέσεις με την Κίνα αργότερα μέσα στο καλοκαίρι, το εθνικό σχέδιο αναγνώρισε ότι οι ηγεμονικές φιλοδοξίες του Πεκίνου αποτελούν απειλή για τη διεθνή ασφάλεια, ενώ αναφέρθηκε στον ασιατικό γίγαντα ως ανταγωνιστή αλλά και ως εταίρο.
Η προσεκτική γραμμή της Γερμανίας έρχεται όλο και περισσότερο σε αντίθεση με τον πιο αυστηρό τόνο σε επίπεδο ΕΕ.
Το πρώτο στην ιστορία δόγμα οικονομικής ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που παρουσιάστηκε την Τρίτη (20 Ιουνίου), έλεγε τα εξής «η υπερβολική εξάρτηση από οποιαδήποτε μεμονωμένη χώρα, ιδίως όταν έχει συστημικά αποκλίνοντα μοντέλα και συμφέροντα, μειώνει τις στρατηγικές επιλογές της Ευρώπης και θέτει σε κίνδυνο τις οικονομίες και τους πολίτες μας», κατονομάζοντας σχεδόν όλες τις χώρες, την Κίνα και τη Ρωσία.
Περισσότερη συνεργασία, αλλά σε ποιον τομέα;
Παρά τη συγκρατημένη κριτική του Σολτς, και οι δύο κυβερνήσεις ήταν πρόθυμες να αναδείξουν τα περιθώρια συνεργασίας σε θέματα κοινών συμφερόντων.
Μιλώντας σε δημοσιογράφους στο Βερολίνο, οι δύο ηγέτες τόνισαν τη σημασία της συνεργασίας σε θέματα εμπορίου, υγείας και περιβαλλοντικής πολιτικής.
Ανακοίνωσαν επίσης την έναρξη ενός μηχανισμού διαλόγου και συνεργασίας για την κλιματική αλλαγή και τον πράσινο μετασχηματισμό. Για την παρακολούθηση των εξελίξεων στον τομέα αυτό, οι δύο πλευρές συμφώνησαν για ένα ετήσιο φόρουμ υψηλού επιπέδου με επικεφαλής τον ομοσπονδιακό υπουργό προστασίας του κλίματος Ρόμπερτ Χάμπεκ και τον πρόεδρο της Εθνικής Επιτροπής Ανάπτυξης και Μεταρρυθμίσεων (NDRC), Ζενγκ Σαντζιέ.
Η κυβέρνηση Σολτς επιθυμεί να ελαχιστοποιήσει τις εμπορικές διαταραχές για τις γερμανικές επιχειρήσεις, καθώς η Κίνα παραμένει ο μεγαλύτερος διμερής εμπορικός εταίρος της Γερμανίας.
Ωστόσο, η τήρηση μιας τέτοιας ισορροπίας θέλει λεπτούς χειρισμούς, μπροστά στην ολοένα και πιο επιθετική εξωτερική πολιτική της Κίνας.
Μια τέτοια σχοινοβασία ανάμεσα στο εμπόριο και τη γεωπολιτική φάνηκε τη Δευτέρα από την οριστικοποίηση της αμφιλεγόμενης συμφωνίας που θα έδινε στον κινεζικό κρατικό όμιλο Cosco μερίδιο 24,99% σε τερματικό σταθμό εμπορευματοκιβωτίων του λιμανιού του Αμβούργου.
Η συμφωνία για το λιμάνι είχε επικριθεί έντονα λόγω φόβων για αυξανόμενη επιρροή της Κίνας στις ευρωπαϊκές υποδομές.