Η πρώην υπουργός Marlène Schiappa – νυν υφυπουργός Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας – και το υπουργικό της συμβούλιο έχουν «πολιτική ευθύνη» για την κακοδιαχείριση ενός δημόσιου ταμείου που αποσκοπούσε στην καταπολέμηση του ριζοσπαστισμού και του αυτονομισμού, σύμφωνα με τα πορίσματα έκθεσης που δημοσιεύθηκε από την εξεταστική επιτροπή της γαλλικής Γερουσίας την Πέμπτη.
Το Ταμείο Marianne εγκαινιάστηκε με προϋπολογισμό λίγο πάνω από 2 εκατομμύρια ευρώ το 2021 μετά τον αποκεφαλισμό ενός δασκάλου – γνωστού επειδή έδειχνε στους μαθητές του στο πλαίσιο της ελευθερίας της έκφρασης σκίτσα του Προφήτη Μωάμεθ από τη σατιρική εφημερίδα Charlie Hebdo – από έναν ισλαμιστή τρομοκράτη.
Μετά το περιστατικό, η κυβέρνηση ξεκίνησε μια εκστρατεία «δημοκραιτκού αντιδιαλόγου» για την καταπολέμηση της ριζοσπαστικοποίησης και της αποσχιστικής ρητορικής.
Η Schiappa, τότε υπουργός για την ιθαγένεια και ιδιαίτερα αφοσιωμένη σε αυτά τα ζητήματα, εγκαινίασε το Ταμείο Marianne για τη χρηματοδότηση έργων από ενώσεις και έτσι την ένταξη της κοινωνίας των πολιτών σε αυτή την δράση. Επιλέχθηκαν συνολικά 17 ενώσεις για να συμμετάσχουν στο έργο.
Τον Μάρτιο, μια δημοσιογραφική έρευνα κατέδειξε παρατυπίες στην κατανομή των επιχορηγήσεων, με αποτέλεσμα να συσταθεί εξεταστική επιτροπή της Γερουσίας.
«Αδιαφανής και ερασιτεχνική» διαχείριση
Μετά από πολυάριθμες ακροάσεις, οι γερουσιαστές της επιτροπής κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι είχαν γίνει πολλά λάθη από τους εμπλεκόμενους πολιτικούς και διοικητικούς ηγέτες.
Η επιτροπή επεσήμανε ένα σύνολο προδιαγραφών για τους συμμετέχοντες που «συντάχθηκε βιαστικά», ένα χρονοδιάγραμμα επιλογής που επιταχύνθηκε σκόπιμα από το γραφείο της τότε υπουργού και την απουσία ενός «ειδικευμένου εξωτερικού προσώπου».
Ως αποτέλεσμα, η διαδικασία επιλογής κρίθηκε ως «πρόχειρη, αδιαφανής και αποσπασματική» και ενδεικτική μιας μορφής «ερασιτεχνισμού».
«Το γραφείο της υπουργού και η ίδια η υπουργός ξεπέρασαν τα όρια του ρόλου τους» υποστηρίζοντας έναν υποψήφιο και αποκλείοντας έναν άλλο.
«Σοβαρή δουλειά» από τους περισσότερους δικαιούχους
Όσον αφορά την παρακολούθηση της υλοποίησης από τους δικαιούχους του ταμείου, η έκθεση της Γερουσίας σημειώνει ότι «τα περισσότερα έργα έχουν ολοκληρωθεί».
Ενώ ο πραγματικός τους αντίκτυπος δεν μπορεί να μετρηθεί με ακρίβεια, «αρκετοί [από τους επιλεγμένους φορείς] έχουν πραγματοποιήσει σοβαρό και αδιαμφισβήτητο έργο», πρόσθεσε η επιτροπή.
Ωστόσο, εκφράστηκαν ανησυχίες σχετικά με δύο ενώσεις μεταξύ των 17 δικαιούχων.
Η πρώτη έλαβε το μεγαλύτερο ποσό (355.000 ευρώ) και τα αποτελέσματά της είναι «ασήμαντα σε σχέση με την επιχορήγηση» και «δεν συνάδουν με το σχέδιο που παρουσιάστηκε», σύμφωνα με τη Σύγκλητο.
Η δεύτερη θεωρείται ότι αποτελεί «λάθος εκ παραδρομής». Παρόλο που παρήγαγε μεγάλο όγκο περιεχομένου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και διέθετε τεχνικές δεξιότητες «επαγγελματικού επιπέδου», «η συμμόρφωση […] με τους στόχους του Ταμείου Marianne παρουσιάζει πραγματικές δυσκολίες».
Μακριιά από κάθε αντίλογο κατά του αυτονομισμού και της ριζοσπαστικοποίησης, παρήχθη περιεχόμενο που στόχευε πολιτικά πρόσωπα όλων των αποχρώσεων. Αυτό είναι «απαράδεκτο» δεδομένου ότι πρόκειται για δημόσιο χρήμα και δεν ανταποκρινόταν στους στόχους που είχε θέσει το ταμείο, πρόσθεσαν οι γερουσιαστές.
Πολιτική ευθύνη
Οι επίτροποι αμφισβήτησαν τον «πολύ αδύναμο» έλεγχο και την παρακολούθηση των έργων της πρώτης ένωσης και ακόμη την «ανεπαρκή» παρακολούθηση της δεύτερης.
Η έκθεση, λοιπόν, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι υπάρχει «έλλειψη καθοδήγησης» και ότι οι πολιτικές αρχές, δηλαδή η υπουργός ή το γραφείο της, παίζουν υπερβολικά μεγάλο ρόλο, τόσο λόγω του ενεργού ρόλου τους στη διαδικασία επιλογής όσο και λόγω της αδυναμίας παρακολούθησης του ταμείου. Οι επιλογές που έγιναν σε υπουργικό επίπεδο θεωρήθηκαν έτσι ως οι κύριες αιτίες των «αποτυχιών» του ταμείου, και ως εκ τούτου, ο υπουργός φέρει «πολιτική ευθύνη» γι’ αυτές.
Τον Μάιο, η Εθνική Οικονομική Εισαγγελία ξεκίνησε δικαστική έρευνα για να διαπιστώσει την ύπαρξη διαφόρων φερόμενων αδικημάτων, συμπεριλαμβανομένης της «υπεξαίρεσης δημόσιων πόρων από αμέλεια» στη διαχείριση των διαδικασιών λειτουργίας του ταμείου.
Πολιτικοί της αντιπολίτευσης έχουν ζητήσει την παραίτηση της υπουργού.
Είναι αβέβαιο ωστόσο αν θα παραμείνει στην κυβέρνηση σε περίπτωση ανασχηματισμού, παρόλο που δεν εμπλέκεται ποινικά. Τους τελευταίους μήνες, αρκετές πηγές που πρόσκεινται στο κόμμα Renaissance του Macron δήλωσαν στη EURACTIV ότι δεν θα ήταν αντίθετοι στην αποχώρηση της υπουργού, αλλά ότι αυτό δεν συνδέεται απαραίτητα με τη διαχείριση του Ταμείου Marianne.