Οι διεθνείς αγορές προσπαθούν να αποφασίσουν τις επόμενες κινήσεις τους αναφορικά με την υποβάθμιση του αξιόχρεου των ΗΠΑ από τη Fitch, ενώ εξετάζουν επίσης τις παγκόσμιες επιπτώσεις αυτής της κίνησης στη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου.
Η λίστα των χωρών που έχουν την βαθμίδα «ΑΑΑ» και από τους 3 μεγάλους οίκους αξιολόγησης μικραίνει συνεχώς. Υπενθυμίζεται πως η Fitch «έκοψε» την πιστοληπτική ικανότητα των ΗΠΑ στην κατηγορία «ΑΑ» από «ΑΑΑ», που σημαίνει πως η αμερικανική οικονομία έχασε τη βαθμίδα του κορυφαίου αξιόχρεου για πρώτη φορά από το 2011.
Η Fitch ανέφερε στο report της πως οι «επανειλημμένες» κρίσεις «για το όριο του χρέους», υπογραμμίζοντας πως οι «πολιτικές συγκρούσεις (…) και οι αποφάσεις της τελευταίας στιγμής διάβρωσαν την εμπιστοσύνη στη διαχείριση των δημοσιονομικών» στην Ουάσιγκτον.
«Η κυβέρνηση δεν διαθέτει μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό πλαίσιο (…) και έχει περίπλοκη διαδικασία κατάρτισης του προϋπολογισμού. Οι παράγοντες αυτοί, όπως και τα οικονομικά σοκ, οι μειώσεις των φόρων και νέες πρωτοβουλίες για δημόσιες δαπάνες, συνέβαλαν σε διαδοχικές αυξήσεις του χρέους κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας», ανέλυσε. «Εξάλλου, μόνο περιορισμένες πρόοδοι σημειώθηκαν για την αντιμετώπιση μεσοπρόθεσμων προκλήσεων που συνδέονται με την αύξηση του κόστους του συστήματος συντάξεων και ασφάλισης υγείας λόγω της γήρανσης του πληθυσμού», σημείωσε ο οίκος αξιολόγησης.
Η βαθμίδα «ΑΑΑ» αποδίδεται μόνο σε περιπτώσεις «εξαιρετικά ισχυρής ικανότητας» να ανταποκριθούν στις οικονομικές υποχρεώσεις, ενώ οι πιστοληπτικές βαθμολογίες της βαθμίδας ΑΑ υποδηλώνουν «πολύ ισχυρή ικανότητα», σύμφωνα με τη Fitch. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η Fitch θεωρείται ο μικρότερος σε μέγεθος από τους τρεις «μεγάλους» οίκους αξιολόγησης, στους οποίους περιλαμβάνονται η Moody’S και η S&P.
Η αντίδραση των χρηματιστηριακών δεικτών στην υποβάθμιση ήταν αρνητική, με τις ασιατικές αγορές να κλείνουν με σημαντικές απώλειες ενώ και τα ευρωπαϊκά ταμπλό καταγράφουν πτώση την Τετάρτη.
Στο επίκεντρο βρίσκεται το πως οι επενδυτές θα «παίξουν» την απόφαση της Fitch το επόμενο χρονικό διάστημα, με το - να «κοιτάει» για τις παραπάνω ενδείξεις στο 2011, όταν η S&P είχε μειώσει το αξιόχρεο των ΗΠΑ και πάλι στη βαθμίδα «ΑΑ+».
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, η υποβάθμιση του 2011 είχε βραχυπρόθεσμο αντίκτυπο. Οι επενδυτές εισέρευσαν σε αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία και οι αποδόσεις του κρατικού χρέους μειώθηκαν μέχρι το τέλος του έτους. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι η αμερικανική οικονομία έδειχνε δύναμη, ενώ την ίδια στιγμή η Ευρωπαϊκή Ένωση αγωνιζόταν να διασφαλίσει τη νομισματική της ένωση.
Οι αποδόσεις των ομολόγων
Για τα ομόλογα, οι επενδυτές βασίζονται συχνά στους βαθμούς πιστοληπτικής ικανότητας όταν αγοράζουν τα κρατικά «χαρτιά» και οι αξιολογήσεις τους μπορούν να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο στον καθορισμό του ύψους του επιτοκίου που καταβάλλει ένας δανειολήπτης για να αντλήσει κεφάλαια στις κεφαλαιαγορές.
Παρόλα αυτά, τα επιτόκια των ΗΠΑ συγκρατούνται από τη ζήτηση για το δολάριο ΗΠΑ, το διεθνές αποθεματικό νόμισμα και για τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα, τα οποία θεωρούνται το παγκόσμιο περιουσιακό στοιχείο αναφοράς χωρίς κίνδυνο.
Λίγο μετά από τις 12:00 της Τετάρτης (ώρα Ελλάδας), η απόδοση του αμερικανικού 10ετούς ομολόγου υποχωρεί κατά 20 μονάδες βάσης, στο 4,09%. Η απόδοση του 2ετούς αμερικανικού τίτλου υποχωρεί σχεδόν 1 μονάδα βάσης, στο 4,11%.
Στην υποβάθμιση του 2011, η απόδοση του 10ετούς ομολόγου μειώθηκε από περίπου 3% που κατευθυνόταν προς τον Αύγουστο σε περίπου 1,8% στα τέλη Σεπτεμβρίου.
Όπως μετέδωσε το MarketWatch, η μεγάλη αντίδραση στις χρηματοπιστωτικές αγορές από την απόφαση της Fitch μπορεί να είναι στην πραγματικότητα ένα ράλι στην αγορά περίπου 25 τρισ. δολαρίων για τίτλους του Δημοσίου.
«Δεν μπορούμε να πούμε ότι η αντίδραση θα αντικατοπτρίζει το 2011»,δήλωσε ο Τσιπ Χιού διευθύνων σύμβουλος, σταθερού εισοδήματος, στην Truist Advisory Service.
«Αλλά αν δούμε το 2011 ως σύγκριση, η άμεση αντίδραση δεν αφορά την ικανότητα των ΗΠΑ να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους για το χρέος», είπε ο Hughey, αλλά μάλλον με τις πιθανές ανησυχίες για την οικονομική ανάπτυξη που «δημιουργούσαν ζήτηση για αμερικανικά ομόλογα, παρά την υποβάθμιση».
«Δεν μπορούμε να πούμε ότι η αντίδραση θα αντικατοπτρίζει το 2011», είπε ο Hughey. «Από τη μια πλευρά, έχουμε μια άλλη ενέργεια αξιολόγησης που θα μπορούσε ενδεχομένως να αλλάξει την αντίληψη για την πιστοληπτική ικανότητα των ΗΠΑ». Ταυτόχρονα, οι ανησυχίες που ανέφερε η Fitch στην έκθεσή της θα μπορούσαν επίσης να δημιουργήσουν άγχος στην αγορά, οδηγώντας τους επενδυτές σε περιουσιακά στοιχεία που παραδοσιακά θεωρούνται ασφαλές καταφύγιο, είπε.
Μετά από την υποβάθμιση της Fitch στις ΗΠΑ, έχουν επανέλθει στο προσκήνιο οι φόβοι για μια ύφεση στην παγκόσμια οικονομία ιδιαίτερα εν μέσω των αυξήσεων στα βασικά επιτόκια των ισχυρών κεντρικών τραπεζών, που «μεταφράζονται» σε υψηλότερο κόστος δανεισμού για νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Σημειώνεται πως ο οίκος συνεχίζει να προβλέπει «ελαφριά» ύφεση του αμερικανικού ΑΕΠ το τέταρτο τρίμηνο του 2023 και το πρώτο του 2024, ενώ το τελευταίο χρονικό διάστημα αξιωματούχοι της ομοσπονδιακής τράπεζας των ΗΠΑ (Fed) εκφράζουν την αισιοδοξία τους για το ότι η οικονομία μπορεί να αποφύγει την ύφεση.
Σε αυτό το πλαίσιο, η λίστα των χωρών που έχουν την βαθμίδα «ΑΑΑ» και από τους 3 μεγάλους οίκους αξιολόγησης μικραίνει συνεχώς. Μόνο οι Αυστραλία, Γερμανία, Σιγκαπούρη και Ελβετία έχουν την κορυφαία αξιολόγηση από Fitch, Moody’s και S&P, σύμφωνα με στοιχεία του -.
Η Fitch αξιολογεί επίσης τον Καναδά με «ΑΑ+». Η Κίνα, η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο μετά τις ΗΠΑ, έχει βαθμολογία «Α+» από τον οίκο, τρεις βαθμίδες χαμηλότερα.