
Η αύξηση των πανεπιστημίων στην Ελλάδα σημαίνει αύξηση των επιλογών για τους φοιτητές, αύξηση θέσεων εργασίας για καθηγητές και στελέχη διοίκησης των πανεπιστημίων και, κυρίως, αύξηση των χώρων στους οποίους διακονείται και διαδίδεται η επιστήμη. Αυτό είναι ένα κριτήριο με σαφές αναπτυξιακό πρόσημο. Με αυτό το κριτήριο (που δεν είναι το μόνο…), η δημιουργία μη κρατικών πανεπιστημίων είναι μια καλή προοπτική.
Ωστόσο, χρειάζονται προϋποθέσεις για την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων, για δύο λόγους.
Ο πρώτος λόγος είναι αυτονόητος και είναι λόγος αρχής: τίποτα δεν είναι αρρύθμιστο σε μια οργανωμένη πολιτεία. Επομένως, η δημιουργία μη κρατικών πανεπιστημίων δεν μπορεί να είναι αυθαίρετη, πρέπει να υπόκειται σε ρυθμίσεις.
Ο δεύτερος λόγος αφορά την ελληνική οικονομία, την «αγορά» στην Ελλάδα και τη δυνατότητά της να επαινέσει ή να τιμωρήσει την καλή και την κακή πρωτοβουλία στο χώρο της εκπαίδευσης, αντίστοιχα. Ο δημόσιος τομέας -από τους πλέον ποθητούς εργοδότες στην χώρα μας- δεν ξεχωρίζει τα πανεπιστήμια ανάλογα με την ποιότητά τους στη διαδικασία των προσλήψεων ή σε άλλους μηχανισμούς διοίκησης (όλα τα πτυχία έχουν ίσο αριθμό μορίων). Ο ιδιωτικός τομέας στην Ελλάδα δεν έχει πολλές επιχειρήσεις που να διακρίνονται για τη διεθνή ανταγωνιστικότητά τους με βάση την καινοτομία και την εξωστρέφειά τους, με αποτέλεσμα να είναι λίγες οι θέσεις εργασίας που διακρίνουν ουσιαστικά τους υποψηφίους με βάση την ποιότητα του πτυχίου.
Π.χ., στις ΗΠΑ ο απόφοιτος μιας διάσημης οικονομικής σχολής μπορεί να ξεκινά με τετραπλάσιο αρχικό μισθό από τον απόφοιτο μιας μέτριας οικονομικής σχολής, γιατί υπάρχουν επιχειρήσεις που έχουν προοπτικές κέρδους, βασισμένες (και) στην αξιοποίηση καλά καταρτισμένων νέων επιστημόνων. Στην Ελλάδα αυτού του είδους η επιχειρηματικότητα και η αντίστοιχη αμειβόμενη εργασία σπανίζουν. Υπάρχουν καλά αμειβόμενοι επιστήμονες και επαγγελματίες, αλλά δεν είναι πάρα πολλοί οι εργοδότες που προσφέρουν θεαματικά διαφορετικές αμοιβές σε εργαζόμενους του ίδιου αντικειμένου, με βάση τη διαφορετική ποιότητα του πτυχίου. Σε αυτές τις συνθήκες εμφανίζονται εμπόδια στην επένδυση στην εκπαίδευση τόσο για τον ιδιώτη όσο και για τον φοιτητή. Η αγορά, λοιπόν, δεν μπορεί να έχει στην Ελλάδα τον καθοριστικό ρόλο που έχει σε άλλες οικονομίες για την αξιολόγηση των πτυχίων και αυτός είναι ένας ακόμα λόγος για τον προσδιορισμό προϋποθέσεων για την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων.
Εκτιμώ πως τρεις προϋποθέσεις είναι απαραίτητες:
Ελάχιστο οικονομικό μέγεθος: ο ελάχιστος προϋπολογισμός και η περιουσία που θα διαχειρίζεται και θα ελέγχει ένα μη κρατικό πανεπιστήμιο θα πρέπει να είναι ίση με τον αντίστοιχο μέσο όρο των τεσσάρων μικρότερων κρατικών πανεπιστημίων (ένα μικρό κτήριο και λίγα χρήματα δεν αρκούν και δεν δικαιολογούν την επένδυση για την ίδρυση ενός πανεπιστημίου).
Ελάχιστο ακαδημαϊκό μέγεθος: ο ελάχιστος αριθμός των καθηγητών και των προγραμμάτων σπουδών θα πρέπει να ισούται με τον αντίστοιχο μέσο όρο των τεσσάρων μικρότερων κρατικών πανεπιστημίων (γιατί, ενδεικτικά, με δέκα μόνιμους καθηγητές και τέσσερα διαφορετικά προγράμματα σπουδών δεν μπορεί να λειτουργήσει πανεπιστήμιο – αυτό θα αποκλείει μονοθεματικές ιδιωτικές πρωτοβουλίες μικρού μεγέθους).
Πιστοποίηση από την Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης με τους ίδιους όρους με τους οποίους πιστοποιούνται τα κρατικά πανεπιστήμια: εδώ συμπεριλαμβάνονται κριτήρια σχετικά με τα τυπικά προσόντα των καθηγητών, τον ενιαίο και τακτικό έλεγχο των διαδικασιών, τις πιστωτικές μονάδες των προγραμματικών σπουδών, τις επιδόσεις στην έρευνα, τη διαφάνεια και τη λογοδοσία της διοίκησης, τις προδιαγραφές των κτιριακών υποδομών και του τεχνολογικού εξοπλισμού κ.λπ.
Οι προϋποθέσεις αξιολογούνται, εν μέρει, με βάση τις προοπτικές. Οι προοπτικές των μη κρατικών πανεπιστημίων ενδεχομένως να υπάρχουν, αλλά θα είναι εξαρτώμενες και θα περιορίζονται από τη διάρθρωση και τη δυναμική της ελληνικής οικονομίας, καθώς και από το υψηλό κόστος λειτουργίας ενός πανεπιστημίου. Ο φοιτητής που μπορεί να επιλέξει μεταξύ ενός δημόσιου πανεπιστημίου και ενός (ιδιωτικού) μη κρατικού θα προτιμήσει το ίδρυμα με τις καλύτερες επαγγελματικές προοπτικές και, επίσης, την καλύτερη εκπαιδευτική εμπειρία σπουδών, με δεδομένα τα όνειρα, τη δουλειά, το χρόνο και το χρήμα που θα επενδύσει στις σπουδές. Θα επιλέξει το μη κρατικό πανεπιστήμιο αν αυτό υπερτερεί με βάση αυτά τα κριτήρια. Πόσο εύκολο ή πιθανό είναι όμως αυτό;
Το μικρό εύρος των επαγγελματικών και εισοδηματικών προοπτικών στην Ελλάδα μειώνει την οικονομική σημασία των σπουδών υψηλού επιπέδου και, επομένως, τη διάθεση του φοιτητή να πληρώσει δίδακτρα. Χωρίς δίδακτρα δεν μπορούν να υποστηριχθούν ούτε υψηλά αμειβόμενοι καθηγητές, ούτε υποδομές, ούτε μηχανισμοί διοίκησης. Ακόμα και εκεί που υπάρχει προοπτική είσπραξης διδάκτρων, αυτή θα πραγματοποιηθεί σε βάθος χρόνου και θα αφορά συγκεκριμένα γνωστικά αντικείμενα. Έτσι, είναι μάλλον απίθανο να δούμε ιδιώτη να κατασκευάζει πανεπιστήμιο με το μέγεθος του ΕΚΠΑ, του ΑΠΘ ή του Πανεπιστημίου Πατρών. Αυτό που θα δούμε, αν αλλάξει το θεσμικό πλαίσιο, είναι κυρίως ιδρύματα εστιασμένα σε γνωστικά αντικείμενα που μπορούν να τρέξουν με σχετικά μικρό προϋπολογισμό για τα δεδομένα του επενδυτή και μπορούν έτσι να προσελκύσουν φοιτητές. Μάλλον θα εμφανιστούν μικρά «πανεπιστήμια» οικονομικών επιστημών, λίγες σχολές κοινωνικών επιστημών, μια ιατρική σχολή από κάποιο μεγάλο ιδιώτη στο χώρο της υγείας, μια πολυτεχνική σχολή από κάποιο μεγάλο ιδιώτη στο χώρο της τεχνολογίας ή των κατασκευών κ.λπ.
Αυτές οι επενδύσεις δεν θα είναι εύκολα αποδοτικές, γι’ αυτό μιλώ για μη κρατικά, μη κερδοσκοπικά ιδρύματα. Μόνο ένας ιδιώτης με στρατηγικό ορίζοντα δεκαετιών θα μπορούσε να εμπλακεί σε μια τέτοια επένδυση και αυτός συνήθως δεν είναι ο επιχειρηματίας που επιδιώκει κέρδος σε λίγα χρόνια, αλλά ένα μεγάλο ίδρυμα ή ένα νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με στρατηγικό προσανατολισμό συμμετοχής στην αναπτυξιακή τροχιά της χώρας.
Στο ενδεχόμενο μιας συνταγματικής αναθεώρησης για την ανώτατη παιδεία, το μεγαλύτερο θύμα μιας τέτοιας αλλαγής θα είναι τα περιφερειακά πανεπιστήμια που -για αντίστοιχους λόγους- υπέστησαν σημαντικό πλήγμα όταν τα πρώην ΤΕΙ έγιναν πανεπιστήμια. Είναι τέτοια η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, όπου το κόστος διαμονής στην επαρχία για σπουδές -ελλείψει ιδιαίτερα φοιτητικών εστιών- δεν αντισταθμίζεται εύκολα από τη σπουδαία δουλειά που κάνουν τα περιφερειακά πανεπιστήμια ή την προοπτική μεγάλων μισθών στη συνέχεια (εξ ου και η πτώση των βάσεων στην επαρχία τα τελευταία χρόνια). Η ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων στα αστικά κέντρα θα επιτείνει τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα περιφερειακά πανεπιστήμια στην Ελλάδα και τα περιφερειακά πανεπιστήμια είναι απολύτως αναγκαία ως πνεύμονες επιστήμης και μηχανισμοί ανάπτυξης για τη χώρα μας. Αν η ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων πρέπει να συνδυαστεί με ένα «αντισταθμιστικό» μέτρο για τα δημόσια πανεπιστήμια, αυτό θα πρέπει να είναι η κρατική ενίσχυση της φοιτητικής στέγης. Φυσικά, πέρα από φοιτητική στέγη, χρειάζονται πολλά περισσότερα για την υποστήριξη του επιστημονικού και αναπτυξιακού έργου των κρατικών πανεπιστημίων. Η στρατηγική επένδυση στην εκπαίδευση είναι αναγκαία συνθήκη ευημερίας.
Ο Ανδρέας Ανδρικόπουλος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής του Τμήματος Ναυτιλιακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς. Τα βιβλία του Κρίση και Ρεαλισμός (2015), Κοινωνική Χρηματοοικονομική (2019) και Χρηματοοικονομική (2022) κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Προπομπός.