Δωδεκαπλασιάσθηκαν σε διάστημα έτους, από τον Ιανουάριο ως τον Ιούνιο του 2023, οι γερμανικές εισαγωγές πετρελαϊκών προϊόντων προερχόμενων από την Ινδία, αν και αυτή αγοράζει και μετατρέπει ρωσικό πετρέλαιο που πλήττεται από τις ευρωπαϊκές κυρώσεις.
Οι αγορές ινδικών πετρελαϊκών προϊόντων αυξήθηκαν από «μόνο 37 εκατομμύρια ευρώ στη διάρκεια των επτά πρώτων μηνών του 2022, σε 451 εκατομμύρια ευρώ ανάμεσα στον Ιανουάριο και τον Ιούλιο του 2023, δηλαδή αύξηση 1.127,4%», ανακοίνωσε σήμερα το εθνικό ινστιτούτο στατιστικής Destatis.
Το Destatis, για να εξηγήσει την αύξηση αυτή, σημειώνει πως «η Ινδία εισάγει μεγάλες ποσότητες αργού πετρελαίου από τη Ρωσία μετά την εισβολή στην Ουκρανία» και εξάγει στις γερμανικές επιχειρήσεις «ντίζελ» που παράγεται από αυτό το αργό.
Με αυτό τον τρόπο «είναι πολύ πιθανό η Γερμανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες να αγοράζουν έμμεσα ρωσικό πετρέλαιο», επιβεβαιώνει στο Γαλλικό Πρακτορείο ο Τζορτζ Ζάκμαν, ενεργειακός εμπειρογνώμονας της δεξαμενής σκέψης Bruegel στις Βρυξέλλες.
Πριν από την εισβολή στην Ουκρανία, η Γερμανία εισήγε το ένα τρίτο του πετρελαίου της από τη Ρωσία, αξίας άνω του 1,2 δισεκατομμυρίου ευρώ το μήνα.
Όμως από τις αρχές της χρονιάς, η Ευρωπαϊκή Ένωση επιβάλλει εμπάργκο στις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου ως αντίδραση στην εισβολή του ρωσικού στρατού στην Ουκρανία.
Εντούτοις η Μόσχα κατάφερε να κατευθύνει τις εξαγωγές των υδρογονανθράκων της προς άλλες χώρες, με πρώτες την Κίνα, την Ινδία και την Τουρκία, οι οποίες πωλούν διυλισμένα πετρελαϊκά προϊόντα στους Ευρωπαίους.
«Αν εισέρχονται στην Ευρώπη ντίζελ ή βενζίνη (…) που προέρχονται από την Ινδία και έχουν παραχθεί με ρωσικό πετρέλαιο, πρόκειται ασφαλώς για παράκαμψη των κυρώσεων και πρέπει να ληφθούν μέτρα», κατήγγειλε πρόσφατα ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας Γιοσέπ Μπορέλ.
Σύμφωνα με έρευνα του εβδομαδιαίου γερμανικού περιοδικού Der Spiegel, το πλαφόν στις τιμές, ένα άλλο σημαντικό μέτρο των Δυτικών κατά του ρωσικού πετρελαίου, έδειξε επίσης τα όριά του.
Ερωτηματικά για τους ελέγχους
Ο μηχανισμός, ο οποίος τέθηκε σε εφαρμογή από τις δυνάμεις της Ομάδας των Επτά (G7), απαγορεύει στις επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους στις χώρες της G7 να παρέχουν υπηρεσίες για τη μεταφορά ρωσικού αργού όταν η τιμή του είναι πάνω από τα 60 ευρώ το βαρέλι.
Ωστόσο «οι μεταφορείς και οι ασφαλιστές οφείλουν να ζητούν μόνο μια συνοπτική βεβαίωση από τους πελάτες τους» και «δεν είναι σαφές αν (…) οι αρχές των χωρών της G7 ελέγχουν αυτές τις βεβαιώσεις», σύμφωνα με το Der Spiegel.
Αποτέλεσμα: «στα κύρια ρωσικά λιμάνια εξαγωγής, οι τιμές του βαρελιού έχουν σαφώς ξεπεράσει το προβλεπόμενο όριο των 60 δολαρίων», υποστηρίζει αυτή την εβδομάδα το περιοδικό, το οποίο επικαλείται μελέτη του ουκρανικού οικονομικού ινστιτούτου KSE που έχει την έδρα του στο Κίεβο.
--