Κίνδυνο υποβάθμισης της πιστοληπτικής της ικανότητας διατρέχει η Ιταλία από τη στιγμή που προβλέπει αυξημένα δημοσιονομικά ελλείμματα τόσο για το τρέχον όσο και για το επόμενο έτος.
Στην προειδοποίηση αυτή προς τη Ρώμη προέβη χθες ο οίκος αξιολόγησης Scope Ratings που επισήμανε πρωτίστως ότι τα ομόλογα του ιταλικού δημοσίου δεν θα είναι πλέον επιλέξιμα για τις αγορές της ΕΚΤ ακριβώς εξαιτίας των αυξημένων ελλειμμάτων.
Οπως τόνισε ο εν λόγω οίκος, κάτι τέτοιο μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τη βαθμολογία της Ιταλίας, καθώς «οι προβλέψεις των χωρών-μελών για τα ελλείμματα έχουν σημασία και καταδεικνύουν κατά πόσον εξακολουθούν να πληρούν τα κριτήρια για το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ». Ο λόγος για το πρόγραμμα ΤΡΙ της ΕΚΤ που έχει καταστήσει σαφές ότι στοχεύει στο να προστατεύσει όσες χώρες βλέπουν να εκτοξεύονται οι αποδόσεις των ομολόγων τους χωρίς ουσιαστική δική τους υπαιτιότητα.
Η απόφαση της κυβέρνησης Μελόνι να αυξήσει τους στόχους της για το έλλειμμα τόσο του 2023 όσο και του 2024 είχε ήδη αντίκτυπο στην άνοδο των αποδόσεων των ομολόγων της και τη διεύρυνση του spread στις 200 μονάδες βάσης καταγράφοντας το υψηλότερο επίπεδο από τον περασμένο Μάρτιο.
Η κυβέρνηση Μελόνι προβλέπει πλέον πως το δημοσιονομικό της έλλειμμα θα περιοριστεί εντός του στόχου του 3% του ΑΕΠ μόνον το 2026. Εκτιμά επίσης ότι το χρέος της δεν πρόκειται να μειωθεί καθόλου μέσα στην τριετία 2023-2026. Τον περασμένο μήνα μάλιστα το ιταλικό υπουργείο Οικονομικών αναθεώρησε προς τα πάνω τις προβλέψεις του για την έκδοση νέου χρέους εντός του έτους, επικαλούμενο την επιδείνωση των οικονομικών της χώρας αλλά και τις καθυστερήσεις στην εκταμίευση των κονδυλίων που δικαιούται η Ιταλία από τα ταμεία της Ε.Ε.
Σημειωτέον, πάντως, ότι προς το παρόν τουλάχιστον η Ρώμη είναι η μοναδική κυβέρνηση χώρας-μέλους της Ευρωζώνης που έχει προχωρήσει σε τέτοιου είδους αναθεωρήσεις προς τα πάνω.
Αιτία τα αυξημένα δημοσιονομικά ελλείμματα που προβλέπονται τόσο για το τρέχον όσο και για το επόμενο έτος.
Οπως έχει επανειλημμένως τονίσει η ΕΚΤ, το πρόγραμμα ΤΡΙ έχει σχεδιασθεί ως ένα μέτρο παρέμβασης σε καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης με σκοπό να αποτρέπει τα αδικαιολόγητα άλματα στις αποδόσεις κρατικών ομολόγων.
Δεν χρησιμοποιείται, ωστόσο, για την αγορά ομολόγων χωρών που έχουν διαπράξει «λάθη πολιτικής», όπως έχει υπογραμμίσει η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ.
Και βέβαια αυτά τα λάθη πολιτικής αφορούν τη δημοσιονομική εικόνα των χωρών-μελών της Ευρωζώνης, το δημοσιονομικό έλλειμμα και το χρέος τους που πρέπει να είναι βιώσιμο και σύμφωνο με τα όρια του Συμφώνου Σταθερότητας.
Οι κυβερνήσεις της Ε.Ε., πάντως, βρίσκονται εδώ και καιρό σε διαπραγματεύσεις με αντικείμενο την αναθεώρηση αυτών των δημοσιονομικών κανόνων που θεωρητικά θα επανενεργοποιηθούν από το επόμενο έτος.
Εχει προηγηθεί η αναστολή της εφαρμογής τους στη διάρκεια του 2020 καθώς ήταν το έτος της πανδημίας και της συνεπακόλουθης ύφεσης.
Ο οίκος Scope πρόκειται να προχωρήσει σε επίσημη αναθεώρηση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ιταλίας την 1η Δεκεμβρίου. Θα έχουν, πάντως, προηγηθεί κάπου ανάμεσα στα μέσα Οκτωβρίου και τα μέσα Νοεμβρίου οι αξιολογήσεις από τους κατά πολύ μεγαλύτερους οίκους με πρώτους τους S&P Global, DBRS, Fitch και Moody’s καθώς έχουν όλοι ανακοινώσει ότι σκοπεύουν να επανεξετάσουν τη δημοσιονομική κατάσταση της τρίτης οικονομίας στην Ευρωζώνη.