Με ανάπτυξη 2,1% αποχαιρετά η Ελλάδα το 2023 σε ετήσια βάση, διατηρώντας την δυναμική που εμφάνισε καθ’ όλο το έτος. Κομβικές οι επενδύσεις για μείωση χρέους – Mεγάλο στοίχημα το διπλό κενό σε επενδύσεις και παραγωγικότητα.
Με ανάπτυξη 2,1% αποχαιρετά η Ελλάδα το 2023 σε ετήσια βάση, διατηρώντας την δυναμική που εμφάνισε καθ’ όλο το έτος, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση τρίτου τριμήνου από το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, επιβεβαιώνοντας τις προβλέψεις που διατύπωσε το Γραφείο στην έκθεσή του για το πρώτο τρίμηνο του 2023. Ωστόσο, δύο μεγάλα κενά εξακολουθούν να αποτελούν αγκάθι για την ελληνική οικονομία, στις επενδύσεις και στην παραγωγικότητα, ενώ η Ελλάδα πρέπει να ανεβάσει ρυθμούς όσον αφορά στην αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων, καθώς δεν λείπουν οι καθυστερήσεις.
Μέσα στο 2023, ευεργετικά επέδρασε η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού ο οποίος για τον Νοέμβριο στην Ελλάδα, διαμορφώθηκε στο 2,9%, με τον «πυρήνα» να αυξάνεται κατά 3,5%.
Σε δημοσιονομικό επίπεδο, υπήρξαν θετικές επιδόσεις για την ελληνική οικονομία, με το πρωτογενές πλεόνασμα να διαμορφώνεται στα 5,2 δισ. ευρώ, με ώθηση από τα ενισχυμένα φορολογικά έσοδα, την βελτίωση της απασχόλησης και των μισθών και τη μείωση της ανεργίας, τη διεύρυνση της χρήσης των ηλεκτρονικών συναλλαγών, και την άνοδο του τουρισμού.
Το δημόσιο χρέος προς το ΑΕΠ κατά την διάρκεια της περιόδου απομειώθηκε στο 160,9%, φτάνοντας σε πολύ πιο χαμηλά επίπεδα από το 2022. Κεντρικό ρόλο για την παραπέρα αποκλιμάκωση των επιπέδων χρέους καθώς και για την ανάπτυξη είναι η προσέλκυση νέων επενδύσεων. Και όλα αυτά, όπως επισημαίνει η έκθεση, σε ένα περιβάλλον που δεν λείπουν οι προκλήσεις: γεωπολιτικές εντάσεις σε Μέση Ανατολή και Ουκρανία, μια σοβούσα κρίση ακινήτων, παρενέργειες στο εμπόριο και στον χρηματοπιστωτικό τομέα, αλλά και κίνδυνος ανόδου του κόστους μεταφοράς από τα γεγονότα στην Ερυθρά Θάλασσα. Όλα τα παραπάνω σε συνδυασμό με μια παγκόσμια οικονομία που επιβραδύνεται συνεπικουρούμενη από την σφιχτή νομισματική πολιτική.
Τα ατού και οι αδυναμίες
Η έκθεση επισημαίνει πως οι καλές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας στηρίχθηκαν στην αύξηση των Επενδύσεων (4,9%), της Ιδιωτικής Κατανάλωσης (0,9%), των Εξαγωγών Αγαθών και Υπηρεσιών (1,0% συνολικά, 2,9% για υπηρεσίες και -1,1% για αγαθά).
Αντίθετα, αρνητική επίπτωση είχε η αύξηση των Εισαγωγών Αγαθών και Υπηρεσιών (2,9% συνολικά, 0,8% για υπηρεσίες και 3,4% για αγαθά) και η μείωση της Δημόσιας Κατανάλωσης (-0,7%).
Επισημαίνεται πως ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ παρουσίασε στασιμότητα σε σχέση με το δεύτερο τρίμηνο του 2023, κυρίως λόγω μικρότερης αύξησης των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου σε σχέση με το δεύτερο τρίμηνο του 2023.
Τομή, η οποία επιτεύχθηκε κατά το τρίτο τρίμηνο, αποτέλεσε η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας με την πιστοποίηση της αναβάθμισης του αξιόχρεου της ελληνικής οικονομίας και από την Fitch Ratings.
Το πιστοληπτικό προφίλ της Ελλάδας έχει βελτιωθεί σημαντικά με τις αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων να είναι πλέον κάτω από τις αντίστοιχες των ιταλικών, ενώ είναι και πολύ κοντά στην Ισπανία. Η έκθεση παρατηρεί ακόμα πως υπήρξε μεγάλη αποκλιμάκωση των spreads αμέσως μετά τις εκλογές, το αποτέλεσμα των οποίων υποδέχτηκαν θετικά οι αγορές.
Τα οφέλη της επενδυτικής βαθμίδας εντοπίζονται και στο χαμηλότερο κόστος δανεισμού αλλά κυρίως στην αύξηση των άμεσων ξένων επενδύσεων.
Εν τω συνόλω, το Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής αναφέρει πως ο στόχος που περιέχεται στον προϋπολογισμό του 2024 για πρωτογενές πλεόνασμα 2,1% είναι εφικτός, με την προϋπόθεση πως η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμό 2,5%-3%. Οι προοπτικές για το 2024-2025 είναι καλές αν η χώρα επιταχύνει σε επίπεδο επενδύσεων και υλοποίησης μεταρρυθμίσεων.
Υπογραμμίζει δε, το γεγονός πως όσο επιβραδύνεται ο πληθωρισμός πέφτουν τα έσοδα, κι ως εκ τούτου τα μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα είναι απαραίτητα.
Οι προοπτικές και οι προκλήσεις
Η έκθεση τριμήνου παρέχει επίσης, προοπτικές για το εγγύς μέλλον, υπογραμμίζοντας την ανάγκη να καλυφθούν τα δύο παραγωγικά κενά της ελληνικής οικονομίας: το επενδυτικό και το παραγωγικό κενό. Το κενό στις επενδύσεις εντοπίζεται σε επίπεδο 9,05% σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, κάτι που εν μέρει εξηγείται έχει βγει από από πολυετή ύφεση και υποεπένδυση, αλλά οπωσδήποτε θα πρέπει να πατήσει το γκάζι.
Πιο δυσοίωνα είναι τα πράγματα στο κομμάτι της παραγωγικότητας της εργασίας όπου εκεί το κενό ανέρχεται σε 55% του μέσου όρου της Ευρωζώνης. Όπως επισημαίνει το ΓΠΚΒ αυτά τα δύο κενά λειτουργούν συμπληρωματικά, καθώς οι νέες επενδύσεις βάζουν σε χρήση ανεπτυγμένες τεχνολογίες ανεβάζοντας έτσι την παραγωγικότητα της εργασίας, την ίδια στιγμή που η χαμηλή παραγωγικότητα λειτουργεί αποτρεπτικά για τους επενδυτές.
«Καμπανάκι» κρούει ακόμα η έκθεση για την ταχύτητα απορρόφησης και αξιοποίησης των πόρων των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, ΕΣΠΑ και Ταμείο Ανάκαμψης. Επισημαίνεται ακόμα πως οι υπάρχοντες ευρωπαϊκοί πόροι θα επαρκούσαν να καλύψουν τα παραγωγικά κενά, αν αξιοποιούνταν, χωρίς να χρειάζονται επιπλέον χρήματα από τους εθνικούς προϋπολογισμούς, με την προϋπόθεση πως θα αξιοποιούνται σωστά και αποτελεσματικά.
Ενώ το δανειακό σκέλος του ΤΑΑ έχει λειτουργήσει εξαιρετικά, το ΓΠΚΒ εντοπίζει καθυστερήσεις στις επιχορηγήσεις. Τέλος, επισημαίνεται πως, για την Ελλάδα ιδιαίτερα, η αξιοποίηση του ΤΑΑ είναι στρατηγικής σημασίας για τον μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας σε ένα εξωστρεφές παραγωγικό μοντέλο που να ενσωματώνει και τα πλεονεκτήματα της πράσινης μετάβασης, του ψηφιακού μετασχηματισμού και της ψηφιακής μεταρρύθμισης του κράτους και του δημοσίου, και την κοινωνική συνοχή.