Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας είναι η αρχή και όχι το τέλος μιας προσπάθειας, ανέφερε σε συνέντευξή του στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΙ, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, ενώ παρέθεσε τις μεταρρυθμίσεις στις οποίες η Ελλάδα παρουσιάζει καθυστερήσεις, κρούωντας μάλιστα τον «κώδωνα» για τη χαμηλή παραγωγικότητα.
Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας είναι η αρχή και όχι το τέλος μιας προσπάθειας, ανέφερε σε συνέντευξή του στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΙ, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, ενώ παρέθεσε τις μεταρρυθμίσεις στις οποίες η Ελλάδα παρουσιάζει καθυστερήσεις, κρούωντας μάλιστα τον «κώδωνα» για τη χαμηλή παραγωγικότητα.
Για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, ο Γ. Στουρνάρας είπε πως δεν είναι το τέλος της προσπάθειας, αλλά η απαρχή μιας νέας, «ούτως ώστε να επιστρέψουμε σε πιστοληπτική κατηγορία Α, δηλαδή έχουμε ακόμα δρόμο για να αυξήσουμε την ευημερία του ελληνικού λαού». Εξήγησε ότι από πλευράς ανάπτυξης, πηγαίνουμε καλά, δηλαδή η Ελλάδα συγκλίνει, διότι η Ευρώπη αναπτύσσεται με 0,5% εμείς αναπτυσσόμαστε με 2,5%. Άρα λοιπόν και τα επόμενα χρόνια προβλέπουμε κάτι παρόμοιο. Το θέμα, σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ, είναι «να συγκλίνουμε χωρίς μακροοικονομικές ανισορροπίες και αυτό φαίνεται το επιτυγχάνουμε. Εκεί που πρέπει να εστιάσουμε».
Χρειάζεται λίγο ακόμα μια μικρή προσπάθεια ώστε το πρωτογενές πλεόνασμα, όπως προβλέπει άλλωστε ο προϋπολογισμός του επόμενου έτους να φτάσει στο 2,1% με 2,2% τα επόμενα χρόνια και να μείνει εκεί. Αυτό θα τελειώσει δημοσιονομικά την προσπάθεια, πρόσθεσε.
Πέρα από το δημοσιονομικό, ο κ. Στουρνάρας αναφέρθηκε και σε άλλες μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν: «Έχουμε βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας σε όρους τιμών, σε όρους μοναδιαίου κόστους εργασίας όπως λέμε, μισθοί και παραγωγικότητα μαζί, συνδυασμό. Εκεί που έχουμε μείνει πίσω ακόμα, είναι αυτό που λέμε διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα.
Δηλαδή καθυστερήσεις στη δικαιοσύνη, γραφειοκρατία στο Δημόσιο, υποδομές όχι επιπέδου ευρωπαϊκής χώρας, φοροδιαφυγή. Αυτά είναι τα θέματα που πολύ σωστά η κυβέρνηση τα έχει βάλει προτεραιότητα τώρα να τα αντιμετωπίσει.
Όταν αντιμετωπίσουμε αυτές τις – ας το πω έτσι – διαρθρωτικές ανισορροπίες και έχουμε κάνει μια πρόοδο σημαντική, τότε θα φτάσουμε ξανά σε πιστοληπτική ικανότητα Α. Αρκετά υψηλότερη από ότι σήμερα».
Ξεχωριστά ο κ. Στουρνάρας σχολίασε τη «διάκριση» της Ελλάδας από τον Economist, κάνοντας λόγο για ένα περιοδικό πάρα πολύ υψηλού κύρους που είπε κάτι πολύ σημαντικό για την Ελλάδα και μάλιστα σε δύο συνεχή τεύχη.
Για το μεγάλο πρόστιμο στις τράπεζες
Κληθείς να σχολιάσει το πρόστιμο που επέβαλε η Επ. Ανταγωνισμού στις τράπεζες, ο Γ. Στουρνάρας είπε πως «δείχνει δυο πράγματα. Δείχνει κατ’ αρχήν ότι οι θεσμοί λειτουργούν. Το ότι έβαλε ένα τέτοιο πρόστιμο η Επιτροπή Ανταγωνισμού και μετά από ενδελεχή έρευνα, σημαίνει ότι οι θεσμοί λειτουργούν. Είναι ένας θεσμός, ανεξάρτητος θεσμός, η Επιτροπή Ανταγωνισμού».
Για την ακρίβεια
Σήμερα η ακρίβεια στα τρόφιμα έχει βάση την κλιματική αλλαγή, σημείωσε ο διοικητής της ΤτΕ. «Στην ενέργεια έχει βάση τη σύγκρουση στην Ουκρανία. Άρα να ξέρουμε τι είναι εξωγενές και τι είναι ενδογενές. Το ενδογενές κομμάτι, το δικό μας δηλαδή, αυτό που πρέπει να βελτιώσουμε είναι τον ανταγωνισμό. Επειδή η ελληνική οικονομία είναι μικρή, εύκολα παραβιάζονται κανόνες ανταγωνισμού, άρα λοιπόν θα πρέπει να δώσουμε πολύ μεγάλη έμφαση, δηλαδή ένα από τα προβλήματα των διαρθρωτικών ανισορροπιών είναι η έλλειψη ανταγωνισμού σε αρκετούς κλάδους. Για παράδειγμα η Τράπεζα της Ελλάδος και η κυβέρνηση τώρα, θέλουμε να ενδυναμώσουμε τις μικρότερες τράπεζες, τις λιγότερες μη συστημικές τράπεζες για να προκαλέσουμε μεγαλύτερο ανταγωνισμό στο τραπεζικό σύστημα.
Δεν επιβάλλεται ο ανταγωνισμός μόνο με πρόστιμα. Βεβαίως πολύ καλά έκανε η Επιτροπή Ανταγωνισμού και το έκανε αυτό, αλλά όμως εάν θέλουμε να έχουμε καλύτερες υπηρεσίες, φθηνότερες υπηρεσίες, τότε χρειαζόμαστε περισσότερο ανταγωνισμό».
Το πρόβλημα της παραγωγικότητας
Ο κ. Στουρνάρας τάχθηκε υπέρ των μισθολογικών αυξήσεων αρκεί οι μέσες πραγματικές αυξήσεις, δηλαδή λαμβάνοντας υπόψη και τον πληθωρισμό, να ακολουθούν κατά μέσο όρο τις αυξήσεις της παραγωγικότητας. Από εκεί και πέρα η αγορά εργασίας πρέπει να παράγει, μάλλον η παιδεία μας, τα πανεπιστήμιά μας, πρέπει να παράγουν εργαζόμενους που να μπορούν να απορροφηθούν στην αγορά εργασίας.
Άρα λοιπόν έχει πολύ μεγάλη σημασία τα πανεπιστήμιά μας, η παιδεία μας γενικά να λαμβάνει υπόψη και την αγορά εργασίας. Σήμερα η αγορά εργασίας έχει ένα σοβαρό πρόβλημα γιατί λείπουν εκατοντάδες χιλιάδες εργατικά χέρια.
Ένα κομμάτι είναι εξειδικευμένης εργασίας, άρα εκεί κάτι δεν έχουμε κάνει σωστά στο να παντρέψουμε τις ανάγκες με αυτά που παράγουν τα πανεπιστήμια. Υπάρχουν όμως και αρκετές χιλιάδες ανειδίκευτων που χρειάζονται, διότι υπήρχαν πολλοί ικανοί μετανάστες, κυρίως Αλβανοί και Ρουμάνοι οι οποίοι τώρα έχουν φύγει από την Ελλάδα και πολλοί Έλληνες δεν θέλουν να ασχοληθούν με εργασίες που έκαναν οι μετανάστες αυτοί».
Ο κ. Στουρνάρας συνέδε την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα με τις επενδύσεις. «Η Ελλάδα ακόμα λόγω της κρίσης δεν έχει φτάσει στο επίπεδο επενδύσεων που είναι επιθυμητό. Για παράδειγμα σήμερα επενδύουμε γύρω στο 13,5% με 14% του ΑΕΠ. Θα πρέπει να φτάσουμε περίπου στο 20% του ΑΕΠ.
Άρα λοιπόν οι επενδύσεις, δηλαδή όσο περισσότερο κεφάλαιο συνεργάζεται με την εργασία, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η παραγωγικότητα της εργασίας.
Επίσης οι μεταρρυθμίσεις βοηθάνε την παραγωγικότητα».
Σημαντικότατο ρόλο στην παραγωγικότητα του κεφαλαίου και της εργασίας παίζουν και οι θεσμοί, η ασφάλεια δικαίου, το κράτος δικαίου, η δικαιοσύνη, η καλή παιδεία.
Σύμφωνα με τον Κ. Στουρνάρα, «το μοντέλο οικονομίας έχει αλλάξει. Το μοντέλο οικονομίας μετά την κρίση έχει αλλάξει πάρα πολύ. Ενώ παλιά οι εξαγωγές μας, αγαθών και υπηρεσιών ήταν το 20% του ΑΕΠ και μας στηλιτεύανε έξω ότι η Πορτογαλία έχει 30% και 35%, σήμερα πλησιάζουμε το 50%. Άρα λοιπόν το μοντέλο μας έχει αλλάξει σε πολύ μεγάλο βαθμό. Οφείλει να αλλάξει κι άλλο και θ’ αλλάξει κι άλλο με τις μεταρρυθμίσεις.
Ακόμα, παρά την αύξηση των εξαγωγών ως ποσοστό του ΑΕΠ, η παραγωγικότητά μας, η συνολική παραγωγικότητα είναι το 55% του μέσου όρου της παραγωγικότητας στην Ευρώπη. Βέβαια αυτό δείχνει ότι αν είσαι χαμηλά, μπορείς να πηδήξεις ψηλότερα. Αυτό δεν το λέω αρνητικά, το λέω θετικά για να δούμε πόση ευκαιρία ακόμα έχουμε να βελτιώσουμε το επίπεδο ζωής. Διότι ο πραγματικός μισθός που είπα πριν, όταν ακολουθεί την πραγματική παραγωγικότητα και αυξάνεται και όταν η παραγωγικότητα στην Ελλάδα είναι τόσο χαμηλή και μπορεί ν’ ανέβει, αυτό σημαίνει ότι θ’ αυξηθεί ο μέσος μισθός, άρα και η ευημερία του κόσμου».