Η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία «έδειξε» συρρίκνωση της βρετανικής οικονομίας τους προηγούμενους μήνες. Οι οικονομικές συνέπειες του Μπρέξιτ έρχονται για ακόμη μια φορά στο προσκήνιο.
Πότε μιλάμε για ύφεση; Σύμφωνα με την θεωρία, έαν μια οικονομία καταγράψει συρρίκνωση για δύο τρίμηνα στη σειρά. Από εκεί και έπειτα, κάποιος αναλυτής μπορεί να προσθέσει στην λέξη ύφεση τον επιθετικό προσδιορισμό «ήπια», «μέτρια» ή «ραγδαία». Όποιο επίθετο όμως και να προηγηθεί, η ύφεση είναι ύφεση και επηρεάζει την οικονομία και την πολιτική στρατηγική κάθε χώρας.
Σε αυτή την κατεύθυνση μοιάζει να βρίσκεται, λοιπόν, η βρετανική οικονομία. Τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (ONS) για το τρίμηνο Ιουλίου – Σεπτεμβρίου, αναθεωρήθηκαν μόλις την Παρασκευή και έδειξαν συρρίκνωση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος κατά 0,1%, από 0% που ήταν η αρχική εκτίμηση. Παράλληλα, την ίδια ημέρα η υπηρεσία αναθεώρησε και τα στοιχεία του τριμήνου Απριλίου – Ιουνίου και από 0,2% ανάπτυξη τελικά έγινε μηδενική.
Υποτονική ανάπτυξη για το 2024 βλέπουν αναλυτές
Μόνη ελπίδα της κυβέρνησης στο Λονδίνο- ώστε να αποφύγει την ύφεση – μοιάζει η απογραφή του τελευταίου τριμήνου του έτους, με την Ντάουνινγκ Στριτ να εμφανίζεται αισιόδοξη. Το Γραφείο Προϋπολογισμού (OBR) πάντως προβλέπει την ανάπτυξη του τριμήνου Οκτωβρίου – Δεκεμβρίου στο εύθραυστο 0,1%.
Ο οικονομολόγος της Capital Economics, Άσλει Γούεμπ, δήλωσε στο BBC ότι «ασχέτως από την ‘μικρή ύφεση’ η γενικότερη εικόνα των αναλυτών σκιαγραφεί μια υποτονική βρετανική οικονομία για το 2024». Με τις εθνικές εκλογές να είναι μία ανάσα μακριά, καθώς αναμένονται στο τέλος του ερχόμενου έτους, η οικονομία προβλέπεται να είναι το βασικό «κλειδί».
Το τοπίο αναμένεται να ξεκαθαριστεί τον Φεβρουάριο, όταν δημοσιευθούν τα στοιχεία του τελευταίου τριμήνου του 2023. Γενικότερα, η ανάπτυξη της χώρας είναι από τις πιο αδύναμες ανάμεσα στην ομάδα των G7. Συγκεκριμένα για το διάστημα Οκτωβρίου – Δεκεμβρίου 2019 μέχρι το διάστημα Ιουλίου – Σεπτεμβρίου 2023, τα στοιχεία έδειξαν ότι το Ηνωμένο Βασίλειο είναι έκτο στην λίστα με 1,4% ανάπτυξη. Πίσω του βρίσκεται μόνο η Γερμανία.
Φταίει το Brexit;
Η αδύναμη εικόνα της οικονομίας έρχεται να διασταυρωθεί για ακόμα μια φορά με το Μπρέξιτ. Αν και οι επιπτώσεις στις επενδύσεις, σύμφωνα με οικονομικές αναλύσεις, δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρες το σίγουρο είναι ότι έχει επηρεάσει αρνητικά την αγορά εργασίας.
Τα τελευταία χρόνια οι ευρωπαίοι εργαζόμενοι απομακρύνονται από την βρετανική αγορά, δημιουργώντας σοβαρό πρόβλημα στους Βρετανούς επιχειρηματίες. Η αγορά εργασίας και το πώς αυτή διαμορφώνεται είναι από τα «κλειδιά» της ανάπτυξης μιας χώρας. Αυτή καθορίζει αν μια επιχείρηση θα μεγαλώσει και αν οι υπάλληλοι θα λάβουν μεγαλύτερες απολαβές ή θα υποστούν αναπάντεχες μειώσεις.
Παράλληλα οι συμφωνίες για τις εξαγωγές και η πλήρης ελευθερία που έταζαν οι υπέρμαχοι του Μπρέξιτ, μετά το «σπάσιμο» των δεσμών από την ΕΕ, δεν πηγαίνουν όπως ήλπιζε η συντηρητική κυβέρνηση. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι οι εξαγωγές τυριού στον Καναδά. Σύμφωνα με ρεπορτάζ του Guardian, από 1ης Ιανουαρίου κιόλας οι Βρετανοί τυροκόμοι θα έρθουν αντιμέτωποι με δασμούς έως και 245%.
Οι πολύμηνες διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο χωρών τους απέτυχαν παταγωδώς, καθώς η χώρα της Κοινοπολιτείας απέρριψε οποιαδήποτε βρετανική πρόταση. Μάλιστα δεν έδωσε καν παράταση στο καθεστώς που ήδη ισχύει – το οποίο λειτουργεί ακόμη υπό τους κανόνες της ΕΕ- με την υπουργό Εμπορίου Κέιμι Μπέιντενοκ να μένει «ξεκρέμαστη» παρά τις δικές της διαβεβαιώσεις.
Χαρακτηριστικοί είναι οι αριθμοί των παραπάνω στοιχείων. Υπολογίζεται ότι για τον Βρετανό τυροκόμο θα κοστίζει έως και 50 λίρες επιπλέον κάθε κιλό τυριού. Η σημασία της συνεργασίας των δυο χωρών αποτυπώνεται και στα επίσημα στοιχεία, καθώς το 2022 οι Βρετανοί τυροκόμοι εξήγαγαν στο Καναδά τυριά αξίας 18,7 εκατομμυρίων λιρών.
- DW