«Αντισταθείτε, αποτρέψτε, οικοδομήστε»: Με αυτές τις τρεις λέξεις, αμερικανική διακομματική επιτροπή για τις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας δημοσίευσε αυτή την εβδομάδα έκθεση για «τη στρατηγική που πρέπει να ακολουθήσει η Ουάσιγκτον ώστε να κερδίσει στον οικονομικό ανταγωνισμό της Αμερικής με το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα».
Η 53σέλιδη έκθεση, που υπογράφεται από Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικάνους, υποστηρίζει ότι η Κίνα διεξάγει μια «εκστρατεία οικονομικής επιθετικότητας πολλών δεκαετιών» που άφησε τις Ηνωμένες Πολιτείες σοβαρά ευάλωτες σε περίπτωση ευρύτερης στρατιωτικής σύγκρουσης. Η έκθεση περιλαμβάνει σχεδόν 150 συστάσεις για τη «στρατηγική των ΗΠΑ στον οικονομικό πόλεμο κατά της Κίνας».
Ανάληψη δράσης σε τρία πεδία
Οι σημαντικότεροι «πυλώνες» σε αυτή την κατεύθυνση είναι τρεις:
- Επαναπροσδιορισμός των όρων της οικονομικής σχέσης με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας.
- Διακοπή της ροής κεφαλαίων και τεχνολογίας των ΗΠΑ που τροφοδοτούν τον στρατιωτικό εκσυγχρονισμό της Κίνας.
- Επενδύσεις για την τεχνολογική πρωτοπορία και οικοδόμηση μιας συλλογικής οικονομικής ανθεκτικότητας, σε συνεργασία με συμμάχους των ΗΠΑ. Ιδιαίτερα γιατί η Αμερική εξαρτάται επικίνδυνα από την Κίνα για τις εισαγωγές κρίσιμων ορυκτών και σπανίων γαιών, που «συνιστά σαφή κίνδυνο εθνικής ασφάλειας». Η έκθεση καταλήγει μάλιστα με την επισήμανση: «Ο ανταγωνισμός, οικονομικός και μη, μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας θα συνεχίσει να θερμαίνεται το 2024».
Ο πόλεμος καλά κρατεί
Ήδη, η «αποσύνδεση» από την Κίνα συμβαίνει με διαφορετικούς τρόπους. Οι άμεσες αμερικανικές επενδύσεις στην Κίνα έφθασαν στο χαμηλό 20ετίας των 2,8 δισ. δολαρίων πέρυσι, σύμφωνα με έκθεση του Rhodium Group με έδρα τις ΗΠΑ. Κάτι ανάλογο είναι πιθανό να συμβεί και φέτος.
Σε κάθε περίπτωση, ο εμπορικός πόλεμος Ουάσιγκτον-Πεκίνου αποτελεί το σκηνικό στη διαμάχη που διεξάγουν οι δύο δυνάμεις σε κρίσιμους τομείς, όπως η τεχνολογία. Πρόσφατα, οι ΗΠΑ περιόρισαν, μεταξύ άλλων, την εξαγωγή ημιαγωγών και μηχανημάτων υψηλής απόδοσης για την παραγωγή τους στην Κίνα, με στόχο την αποσύνδεση του Πεκίνου και του στρατού του από την τρέχουσα τάση της τεχνητής νοημοσύνης (A.I.). Οι δυτικές κυβερνήσεις προ- τρέπουν επίσης τις εταιρείες τηλεπικοινωνιών να σταματήσουν να χρησιμοποιούν εξαρτήματα από κινεζικούς κατασκευαστές όπως η Huawei στα δίκτυα κινητής τηλεφωνίας τους, λόγω ανησυχιών για την ασφάλεια.
Την ίδια ώρα το Πεκίνο επέβαλε ελέγχους στις εξαγωγές πρώτων υλών από τον Αύγουστο. Νωρίτερα, απαγόρευσε επίσης σε ορισμένες κινεζικές εταιρείες και οργανισμούς να χρησιμοποιούν ημιαγωγούς από τον αμερικανικό κατασκευαστή Micron. Ακόμη και αν οι περιορισμοί που έχουν ανακοινωθεί μέχρι στιγμής δεν δημιουργούν άλυτα προβλήματα για τους δυτικούς κατασκευαστές, είναι σαφές ότι μια περαιτέρω κλιμάκωση -ιδιαίτερα για άλλα ελαφρά μέταλλα και σπάνιες γαίες- θα είχε σημαντικές επιπτώσεις. Οι δυτικές χώρες παρακολουθούν με ανησυχία τις εξελίξεις.
Μπρα ντε φερ για τον έλεγχο των στρατηγικών βιομηχανιών
Το ίδρυμα Τεχνολογίας και Καινοτομίας (ITIF), που ιδρύθηκε από τον Καναδοαμερικανό οικονομολόγο Ρόμπερτ Άτκινσον και εδρεύει στην Ουάσιγκτον, ανέφερε πρόσφατα ότι η Κίνα ελέγχει τις περισσότερες από τις πιο σημαντικές στρατηγικές βιομηχανίες στον κόσμο, επεκτείνοντας το πλεονέκτημά της σε έναν αγώνα του οποίου οι συνέπειες θα ήταν «καταστροφικές» για τις ΗΠΑ σε περίπτωση ήττας.
Η Κίνα ελέγχει επτά στις 10 κορυφαίες στρατηγικές βιομηχανίες στον κόσμο, σύμφωνα με την έκθεση Hamilton Index ITIF. Σύμφωνα με την έρευνα, η Κίνα κυριαρχεί στο 8,26% της παγκόσμιας οικονομίας, γεγονός που συνέβαλε στην αύξηση της παραγωγής της κατά 47% περισσότερο από τον μέσο όρο. Από το 2020 είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός στον τομέα της κατασκευής ηλεκτρονικών υπολογιστών, προϊόντων πληροφορικής, μηχανημάτων και μηχανικού εξοπλισμού, στους κινητήρες οχημάτων, στα βασικά μέταλλα και στον ηλεκτρολογικό εξοπλισμό.
Αντίθετα, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ο κύριος παραγωγός στον φαρμακευτικό τομέα, στις τεχνολογίες πληροφοριών και στις μεταφορές, που αποτελούσαν το 2,94% της παγκόσμιας οικονομίας. Επιπλέον, οι Ηνωμένες Πολιτείες παρήγαγαν 13% λιγότερο από τον παγκόσμιο μέσο όρο, γεγονός που έχει προκαλέσει ανησυχία στους συντάκτες της έκθεσης, οι οποί- οι επισημαίνουν ότι «ο χρόνος τε- λειώνει» για τις ΗΠΑ να ανατρέψουν αυτήν την κατάσταση. Υπό αυτή την έννοια, το ITIF θεωρεί ότι η δεκαετία του 2020 φαίνεται να είναι αποφασιστική, επειδή «από τη στιγμή που η Κίνα αποκτήσει επαρκές μερίδιο αγοράς, η παραγωγή των ΗΠΑ και των συμμάχων τους διατρέχει τον κίνδυνο να αποδυναμωθεί μόνιμα». Η έκθεση αναφέρει μάλιστα ότι η συγκέντρωση της γενικής παραγωγής σε παγκόσμιο επίπεδο μειώθηκε από 24% στο τελευταίο μέρος της δεκαετίας του 1990 σε 15% μεταξύ 2010 και 2020.
Ταυτόχρονα, η Κίνα πέτυχε αυτή την επέκταση της συγκέντρωσης στρατηγικών βιομηχανιών ακριβώς εις βάρος των Ηνωμένων Πολιτειών και άλλων χωρών του ΟΟΣΑ όπως η Ιαπωνία, η Γερμανία, η Νότια Κορέα και το Ηνωμένο Βασίλειο. Υπό αυτή την έννοια, μεταξύ 1995 και 2020, το μερίδιο αγοράς των χωρών του ΟΟΣΑ μειώθηκε κατά 26,8% σύμφωνα με τον δείκτη ITIF Hamilton, ενώ της Κίνας αυξήθηκε κατά 21,9% την ίδια περίοδο.
H μεγαλύτερη πτώση για τις χώρες του ΟΟΣΑ σημειώθηκε στα βασικά μέταλλα, με μείωση της συγκέντρωσης στην αγορά τους κατά 46,2% μεταξύ 1995 και 2020, και στον ηλεκτρολογικό εξοπλισμό, που σημείωσε πτώση 40,1%. Για άλλη μια φορά, η Κίνα ήταν η χώρα που κατέλαβε το μεγαλύτερο μέρος σε αυτόν τον τομέα, καθώς οι μεγαλύτερες αυξήσεις της όσον αφορά τη συγκέντρωση της αγοράς παγκοσμίως σημειώθηκαν στα βασικά μέταλλα, με άνοδο 39,5%, και στον ηλεκτρικό εξοπλισμό, με άνοδο 32,4%.
Στην πραγματικότητα, η Κίνα είναι «70% πιο εξειδικευμένη από τις ΗΠΑ» σε ό,τι αφορά τις στρατηγικές βιομηχανίες που αναλύθηκαν. Για να φτάσει η Ουάσιγκτον το Πεκίνο σε αυτό το θέμα, θα πρέπει να επεκτείνει την παραγωγή της κατά 1,5 τρισ. δολάρια.