Οι ελληνικές εξαγωγές ορυκτών πρώτων υλών φτάνουν το 1 δισ. και αφορούν κυρίως αλουμίνιο και χαλκό. Όμως τα αποδεδειγμένα και καταγεγραμμένα διαθέσιμα κοιτάσματα περιλαμβάνουν επίσης κοβάλτιο, λίθιο, γραφίτη, καθώς και σπάνιες γαίες.
Ευκαιρίες για την ενίσχυση των εξαγωγών, την ενδυνάμωση του γεωπολιτικού ρόλου της Ελλάδας αλλά και για την αλλαγή του παραγωγικού προτύπου μπορεί να δημιουργήσει για τη χώρα μας η αξιοποίηση των κοιτασμάτων ορυκτών πρώτων υλών στο ελληνικό υπέδαφος. Ένα θέμα που επανέρχεται δυναμικά στο προσκήνιο καθώς η Ευρώπη κινείται προς την κατεύθυνση της σταδιακής επίτευξης στρατηγικής αυτονομίας στις κρίσιμες πρώτες ύλες μέσω του «Critical Raw Material Act».
Οι ελληνικές εξαγωγές ορυκτών πρώτων υλών το 2022 ανήλθαν σε 1 δισ. ευρώ, έναντι 933 εκατ. ευρώ το προηγούμενο έτος, και αφορούν κυρίως αλουμίνιο και χαλκό, πρώτες ύλες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο κρίσιμων πρώτων υλών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ωστόσο, όπως αναφέρεται σε ανάλυση της Τράπεζας της Ελλάδας, τα αποδεδειγμένα και καταγεγραμμένα διαθέσιμα κοιτάσματα περιλαμβάνουν επίσης κοβάλτιο, λίθιο, γραφίτη, καθώς και σπάνιες γαίες. «Η εκμετάλλευση αυτών των κοιτασμάτων, σε συνδυασμό με τις τεχνολογικές και περιβαλλοντικές απαιτήσεις σε πρώτες ύλες, μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των εξαγωγών, αλλά και να ενισχύσει εγχώριες παραγωγικές επενδύσεις οι οποίες θα συμβάλουν στη διαφοροποίηση του σημερινού παραγωγικού προτύπου», σημειώνεται χαρακτηριστικά.
- ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: ΤτΕ: Η «αλυσιδωτή αντίδραση» που οδηγεί σε ανάπτυξη την ελληνική οικονομία – Τι φέρνει η επενδυτική βαθμίδα
Τι παράγει η Ελλάδα
Μεταξύ των ορυκτών πρώτων υλών, ήδη πραγματοποιείται εξόρυξη βωξίτη, νικελίου, κοβαλτίου, μαγνησίτη, χαλαζία και χαλκού. Αύξηση καταγράφεται στην παραγωγή χρυσού και γύψου και μείωση, σε συμμόρφωση και προς τις ευρωπαϊκές οδηγίες, στην παραγωγή λιγνίτη και νικελίου.
H παραγωγή της Ελλάδος με την υψηλότερη παγκόσμια κατάταξη για το 2021 αφορούσε τον περλίτη (2η θέση), τον μπεντονίτη (5η θέση) και τον μαγνησίτη (10η θέση), ενώ η εγχώρια παραγωγή βωξίτη ήταν 14η σε παγκόσμιο επίπεδο. Κατά τα πρόσφατα έτη η Ελλάδα μείωσε την παραγωγή λιγνίτη κατά 68% (μεταξύ 2017-2021), ενώ η μεγαλύτερη αύξηση καταγράφεται στον χρυσό (σε συνάρτηση και με τη σχετική επένδυση στις Σκουριές) και ακολουθεί ο γύψος, με αύξηση παραγωγής 64,5%. Μείωση κατέγραψε επίσης η παραγωγή νικελίου κατά 74,5%.
Αυξάνονται η ζήτηση και οι τιμές
Οι ανάγκες του κλάδου της μεταποίησης σε πρώτες ύλες μεταβάλλονται με την ενσωμάτωση της τεχνολογίας και της καινοτομίας και οι απαιτήσεις για όλο και πιο διαφοροποιημένες και άκρως εξειδικευμένες πρώτες ύλες αυξάνονται.
Η ενεργειακή μετάβαση επίσης απαιτεί αύξηση τόσο της παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές όσο και των δυνατοτήτων αποθήκευσής της. Για παράδειγμα, κρίσιμες πρώτες ύλες χρησιμοποιούνται στην κατασκευή εξαρτημάτων για τις ανεμογεννήτριες και τα φωτοβολταϊκά. Ταυτόχρονα, η μετάβαση στην ηλεκτροκίνηση απαιτεί την εκτεταμένη χρήση κρίσιμων ορυκτών όπως το λίθιο, το οποίο χρησιμοποιείται στην παραγωγή μπαταριών.
«Η συνεπαγόμενη αύξηση της ζήτησης κρίσιμων πρώτων υλών θα οδηγήσει σε άνοδο, ενδεχομένως και κατακόρυφη, των τιμών τους, εφόσον η προσφορά τους δεν ενισχυθεί», εκτιμούν οι αναλυτές της ΤτΕ.
Το μέγεθος της αγοράς των κρίσιμων ορυκτών πρώτων υλών που είναι απαραίτητες για την ενεργειακή μετάβαση εκτιμάται σε 320 δισ. ευρώ. Μέχρι το 2040 η ζήτηση για λίθιο αναμένεται να αυξηθεί κατά 42%, για κοβάλτιο κατά 21%, για νικέλιο κατά 19%, για γραφίτη κατά 25% και για σπάνιες γαίες κατά 7%.
Οι προκλήσεις για την Ελλάδα
Η ύπαρξη κοιτασμάτων στη χώρα μας είναι γνωστή. Αυτό όμως που δεν γνωρίζουμε ακριβώς είναι το κατά πόσο αυτά τα κοιτάσματα είναι εμπορικά αξιοποιήσιμα, δηλαδή το αν υπάρχουν οι απαραίτητες συγκεντρώσεις για να έχει νόημα η εξόρυξη. Όπως είχε δηλώσει πρόσφατα στο - ο πρόεδρος του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων (ΣΜΕ), Κωνσταντίνος Γιαζιτζόγλου: «Υπάρχουν ενδείξεις για κάποια κοιτάσματα αλλά θα πρέπει η πολιτεία να ενδυναμώσει την ΕΑΓΜΕ και να αλλάξει το θεσμικό πλαίσιο ώστε να επιταχύνονται οι έρευνες που καθυστερούν».
Μια ακόμη απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη της εξορυκτικής βιομηχανίας είναι η επίλυση διαχρονικών προβλημάτων που έχει αναδείξει πολλές φορές στο παρελθόν ο ΣΜΕ με πιο βασικό την υποστελέχωση των αρμόδιων υπηρεσιών, καθώς όπως σημειώνει ο κ. Γιαζιτζόγλου, η δημόσια διοίκηση δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, καθώς τα μέσα που διαθέτει δεν είναι ανάλογα με το αντικείμενο που πρέπει να διαχειριστούν οι αρμόδιες υπηρεσίες. Έτσι καθυστερούν συνεχώς οι αδειοδοτήσεις.
Σημειώνεται πως ο εξορυκτικός κλάδος στην Ελλάδα αντιστοιχεί στο περίπου το 3% του ΑΕΠ της χώρας, ενώ σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ, αν υπάρξουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις θα μπορεί να φτάσει το 5-6% του ΑΕΠ και να δημιουργήσει περί τις 60.000 με 70.000 θέσεις εργασίας, κατά βάση στην περιφέρεια.