Τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ έχουν ξεκινήσει μια αποστολή ώστε να δοκιμάσουν να εντιτικοποιήσουν τις από κοινού προσπάθειές τους, για να προλάβουν τους κινδύνους μιας νέας προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ και να διατηρήσουν την ενότητα της συμμαχίας μπροστά στις σοβαρότερες προκλήσεις για την ασφάλεια μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο Τραμπ σόκαρε τους Ευρωπαίους συμμάχους το περασμένο Σαββατοκύριακο με τα σχόλια του λέγοντας πως η Ρωσία μπορεί να κάνει «ό,τι διάολο θέλει» με τα μέλη του ΝΑΤΟ που δεν εκπληρώνουν τον στόχο του 2% του ΑΕΠ τους για τις αμυντικές δαπάνες.
Το ερώτημα για το πώς θα προστατευθεί η ακεραιότητα της συμμαχίας από έναν Αμερικανό πρόεδρο που αντιτίθεται στο ΝΑΤΟ είναι κυρίαρχο πλέον στην ατζέντα ενόψει της συνόδου των υπουργών Άμυνας του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες την Πέμπτη (15 Φεβρουαρίου) και της Διάσκεψης του Μονάχου για την Ασφάλεια το επόμενο Σαββατοκύριακο.
Μια συνεχής αύξηση των αμυντικών δαπανών μπορεί να βοηθήσει στο να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη του Τραμπ μέχρι τον Νοέμβριο, εάν εκλεγεί εκ νέου Πρόεδρος των ΗΠΑ, δήλωσαν αρκετοί διπλωμάτες του ΝΑΤΟ.
Βήμα 1: Επενδύστε
Το πρώτο βήμα της Ευρώπης για να «θωρακίσει» το ΝΑΤΟ έναντι του Τραμπ θα πρέπει να περιλαμβάνει υψηλότερες αμυντικές δαπάνες «για να δεσμεύσει κάθε πρόεδρο των ΗΠΑ στην ασφάλεια της ευρωπαϊκής ηπείρου», σε περίπτωση που αμφισβητήσει και πάλι τη δίκαιη κατανομή των βαρών, σύμφωνα με αρκετούς διπλωμάτες του ΝΑΤΟ.
Ένα πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση έγινε την Τετάρτη (14 Φεβρουαρίου), με τον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ να ανακοινώνει αιφνιδιαστικά νέους προβλεπόμενους στόχους δαπανών.
Το 2024, δεκαοκτώ από τα 31 μέλη θα δαπανούν περισσότερο από το απαιτούμενο 2%, δήλωσε ο Στόλτενμπεργκ, σε σύγκριση με μόνο επτά ευρωπαϊκά μέλη το 2022.
Η αύξηση των δαπανών, πρόσθεσε ο Στόλτενμπεργκ, δείχνει ότι οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι σημειώνουν «πραγματική πρόοδο».
Μετά από χρόνια υποεπενδύσεων ύστερα από τον Ψυχρό Πόλεμο, τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ έλαβαν πρόσφατα μέτρα για να αυξήσουν την ικανότητά τους στην άμυνα και τώρα συμφωνούν ότι -ιδιαίτερα μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία- απαιτούνται περισσότερες αμυντικές δαπάνες, ανεξάρτητα από το ποιος θα είναι ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ.
«Γίνεται πολλή συζήτηση για ένα έκτακτο σχέδιο αντιμετώπισης του Τραμπ στη Συμμαχία (…), για το πώς θα διασφαλιστεί ότι ένας πρόεδρος των ΗΠΑ θα επενδύσει στην ασφάλεια της διατλαντικής περιοχής», δήλωσε ένας ανώτερος διπλωμάτης του ΝΑΤΟ, ενώ και άλλοι ομόλογοι επανέλαβαν περίπου τα ίδια σε δηλώσεις τους.
Η κατανομή των βαρών στη δυτική στρατιωτική συμμαχία θα είναι επίσης στην κορυφή της ατζέντας της συνόδου κορυφής των ηγετών του ΝΑΤΟ τον Ιούλιο, δήλωσαν δύο άτομα με γνώση των προετοιμασιών στο Euractiv.
Όμως οι ειδικοί σε θέματα ασφάλειας λένε ότι παρά την γενική αίσθηση του επείγοντος χαρακτήρα της κατάστασης, οι προσπάθειες εξακολουθούν να μην προχωράνε γρήγορα.
Οι Ευρωπαίοι μπορεί τώρα να επενδύουν σημαντικά περισσότερο απ’ ό,τι στην εποχή του Τραμπ, «αλλά όχι αρκετά γρήγορα», δήλωσε στο Euractiv ο Μπρούνο Λετέ, επισκέπτης καθηγητής στις διατλαντικές σχέσεις στο College of Europe.
Το πρόβλημα είναι ότι «όλοι το κάνουν στον δικό τους χρόνο [παρά] την επείγουσα φύση του προβλήματος, καθώς ακούμε ότι μπορεί να υπάρξει σύγκρουση ή πόλεμος με τη Ρωσία τα επόμενα χρόνια», δήλωσε ο Λετέ, αναφερόμενος στις προειδοποιήσεις για έναν επερχόμενο πόλεμο από την Πολωνία, τη Γερμανία, τη Σουηδία, τη Δανία και τον επικεφαλής της στρατιωτικής επιτροπής του ΝΑΤΟ.
Βήμα 2: Καθησυχάστε
Ένα άλλο βήμα για να μπλοκαριστεί ο εγωισμός του Τραμπ θα ήταν «να αφιερώσουμε περισσότερο χρόνο στην ατζέντα συζητώντας την αύξηση των αμυντικών δαπανών και άλλα θέματα που ο πρόεδρος θα θεωρήσει σημαντικά, όπως οι προκλήσεις που θέτει η Κίνα», δήλωσε ο πρώτος διπλωμάτης.
Τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ λένε ότι θα συνεχίσουν να επενδύουν στην άμυνα του μπλοκ όχι για να ευχαριστήσουν τον Τραμπ ή όποιον εγκατασταθεί στον Λευκό Οίκο μετά τον Νοέμβριο, αλλά επειδή η ασφάλειά τους βρίσκεται σε κίνδυνο.
«Είτε υπάρξει Τραμπ είτε όχι Τραμπ, θα πρέπει να γίνουμε ισχυρότεροι», δήλωσε η υπουργός Άμυνας του Βελγίου Λουντιβίν Ντεντόντερ σε συνέντευξή της στο Euractiv την περασμένη εβδομάδα.
Πέραν αυτού, η επιλογή του νέου επικεφαλής του ΝΑΤΟ θα διαδραματίσει επίσης σημαντικό ρόλο, δήλωσαν πηγές του ΝΑΤΟ.
Ο Ολλανδός πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε, ο οποίος βρίσκεται στην εξουσία για περισσότερο από μια δεκαετία και είχε μια παραγωγική σχέση με τον Τραμπ, λέγεται ότι έχει καλές προοπτικές να αναλάβει την κορυφαία θέση.
Σύμφωνα με διπλωμάτες του ΝΑΤΟ, θα μπορούσε να είναι ο επόμενος «γητευτής του Τραμπ», όρος που χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τον νυν Γενικό Γραμματέα Στόλτενμπεργκ.
Ο Νορβηγός Στόλτενμπεργκ είχε χρησιμοποιήσει στρατηγικά τα μηνύματα των μέσων ενημέρωσης, ιδίως με την εμφάνισή του σε αμερικανικά μέσα ενημέρωσης, για να υποστηρίξει την αξία του ΝΑΤΟ και να κατευνάσει την αμερικανική ηγεσία.
Δυνατότητα ζημίας του Τραμπ
Οι πρόσφατες δηλώσεις του Τραμπ έχουν ωστόσο θέσει υπό αμφισβήτηση την αρχή της συμμαχικής αλληλεγγύης, δήλωσαν αρκετοί διπλωμάτες του ΝΑΤΟ στο Euractiv.
«Συμφωνούμε ότι οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι πρέπει να ξοδεύουν περισσότερα για την άμυνα, αλλά η παραδοχή αυτή [από τον Τραμπ] έγινε με αρκετά φρικτό τρόπο αυτή τη φορά», δήλωσε ο πρώτος διπλωμάτης του ΝΑΤΟ, προσθέτοντας ότι «το να αμφισβητείται η δέσμευση [της αμοιβαίας άμυνας] είναι επιζήμιο».
Αν ο Τραμπ μιλούσε σοβαρά, «θα ήταν το τέλος του ΝΑΤΟ και της αποτροπής, διότι (…) η αποτροπή είναι αυτή που μας καθιστά ενωμένους, ότι έχουμε 80.000 Αμερικανούς στρατιώτες στην Ευρώπη και έχουμε αμερικανικά πυρηνικά όπλα», προειδοποίησε ο διπλωμάτης.
Μπροστά σε αυτό το ζήτημα, όλοι «θα πρέπει να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε για να παραμείνουμε ενωμένοι αντιμετωπίζοντας την πιο επικίνδυνη κατάσταση ασφαλείας για τη συλλογική Δύση από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο», δήλωσε ένας δεύτερος διπλωμάτης του ΝΑΤΟ.
Ο Λετέ, επίσης, προειδοποίησε ότι «η μεγαλύτερη απειλή για το ΝΑΤΟ δεν είναι η Ρωσία ή η Κίνα, αλλά οι εσωτερικές προκλήσεις και η διατήρηση της ενότητας».
Η ρήτρα αμοιβαίας άμυνας του ΝΑΤΟ είναι ο λόγος για τον οποίο χώρες όπως η Φινλανδία και η Σουηδία επεδίωξαν την ένταξη μετά την επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία πριν από δύο χρόνια, ενώ η υποστήριξη των ΗΠΑ προς τους Ευρωπαίους θεωρείται μη προαιρετική.