Τα οικονομικά προβλήματα της Ευρώπης οφείλονται κυρίως στις ανεπαρκείς ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις και όχι στους υπερβολικά επαχθείς κανονισμούς, δήλωσε ο επικεφαλής υποψήφιος για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από το Κόμμα των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών (PES) Nicolas Schmit σε συνέντευξή του στο Euractiv.
Ο Schmit είναι τώρα είναι Επίτροπος για την απασχόληση και τα κοινωνικά δικαιώματα. Αν και συμφώνησε ότι η Ευρώπη χρειάζεται όντως να «απογραφειοκρατικοποιηθεί», τόνισε ότι είναι ωστόσο έντονα μη ρεαλιστικό να πιστεύει κανείς ότι η μείωση των κανονισμών από μόνη της θα δώσει ώθηση στην παραπαίουσα οικονομία του μπλοκ.
«[Υπάρχουν] εκείνοι που μας λένε ότι η Ευρώπη είναι αδύναμη επειδή έχουμε υπερρύθμιση. Αν ήταν τόσο εύκολο, λοιπόν, θα μπορούσαμε να παραλείψουμε το 30% των κανονισμών μας και η οικονομία [θα] ανθούσε. Αυτό είναι πραγματικά τρελό», δήλωσε.
«Συμφωνώ απολύτως ότι υπάρχει υπερβολική γραφειοκρατία. [Αλλά] οι επενδύσεις είναι το κλειδί».
Τα σχόλια του Λουξεμβούργιου αξιωματούχου είναι εκ διαμέτρου αντίθετα με την πρόσφατη αυξανόμενη δυναμική μεταξύ των ηγετών της ΕΕ σχετικά με την κρίσιμη σημασία της μείωσης των κανονισμών για την αναστροφή της βιομηχανικής παρακμής και της παραπαίουσας ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης.
Τον Μάρτιο του περασμένου έτους, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ursula von der Leyen υποσχέθηκε να μειώσει τις υποχρεώσεις των εταιρειών για υποβολή εκθέσεων κατά 25%. Σημειώνεται βέβαια ότι η von der Leyen είναι και η μέχρι στιγμής επικρατέστερη για την προεδρία της Κομισιόν.
Την περασμένη εβδομάδα, ο Γάλλος πρόεδρος Emmanuel Macron και ο Γερμανός καγκελάριος Olaf Scholz προέτρεψαν ομοίως τους συναδέλφους τους Ευρωπαίους ηγέτες να υιοθετήσουν «μια φιλόδοξη ατζέντα μείωσης της γραφειοκρατίας» και ζήτησαν να «εφαρμοστεί η πρόταση της von der Leyen με συγκεκριμένη νομοθεσία».
Ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας Enrico Letta ανέφερε επίσης την «υπερρύθμιση» ως ένα από τα κύρια εμπόδια για την απελευθέρωση του «δυναμισμού και της αποτελεσματικότητας» της ενιαίας αγοράς του μπλοκ, σε πρόσφατη έκθεση που του ανέθεσαν οι ηγέτες της ΕΕ.
Στις εαρινές προβλέψεις της Επιτροπής, φάνηκε ότι η συνολική αύξηση των επενδύσεων στην ΕΕ θα επιβραδυνθεί από 1,5% το 2023 σε μόλις 0,3% φέτος – σημαντικά κάτω από τον προ της πανδημίας μέσο όρο του μπλοκ που ήταν 4,5%.
«Μεγάλο ερωτηματικό» για το φρένο χρέους της Γερμανίας
Ο Schmit τόνισε ότι η έλλειψη επενδύσεων και η γενική οικονομική δυσπραγία της Ευρώπης επιδεινώθηκαν από πολλούς άλλους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των υψηλών επιτοκίων, της αδύναμης εσωτερικής ζήτησης, της έλλειψης δεξιοτήτων, της αργής αύξησης της παραγωγικότητας και των συνεχιζόμενων επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης που προκλήθηκε από την εισβολή της Ρωσίας.
Τόνισε επίσης ότι η έλλειψη επενδύσεων στην Ευρώπη οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην απροθυμία αρκετών κρατών μελών να εγκρίνουν σημαντικές αυξήσεις των κρατικών δαπανών.
Συγκεκριμένα, εξέφρασε σοβαρές επιφυλάξεις για τη συνέχιση της βιωσιμότητας του φρένου χρέους της Γερμανίας, το οποίο περιορίζει το διαρθρωτικό ομοσπονδιακό έλλειμμα της χώρας σε μόλις 0,35% του ετήσιου ΑΕΠ.
«Πρέπει πραγματικά να επανεκκινήσουμε τις επενδύσεις. Και όμως τώρα έχουμε ένα πρόβλημα: μια από τις μεγαλύτερες οικονομίες της ευρωζώνης και της Ευρώπης έχει επιβάλει κάποια πολύ αυστηρά όρια», δήλωσε ο Schmit.
Όταν ρωτήθηκε ευθέως αν η Γερμανία πρέπει να εγκαταλείψει το φρένο του χρέους της, ο Schmit απάντησε: «Θα έλεγα ότι αυτό είναι ένα μεγάλο ερωτηματικό όσον αφορά την οικονομική πολιτική, αλλά αυτό είναι κάτι που πρέπει να λύσουν οι Γερμανοί».
«Το θέμα είναι ότι η Γερμανία λειτουργεί σαν βαρίδι στην ευρωπαϊκή οικονομία. Επομένως, ό,τι αποφασίσουν οι Γερμανοί για τον εαυτό τους έχει αντίκτυπο για τους υπόλοιπους».
Διαφαινόμενος εμπορικός πόλεμος με την Κίνα;
Ο Schmit μίλησε επίσης εκτενώς για τους κινδύνους που εγκυμονεί η κλιμάκωση των σημερινών εντάσεων μεταξύ της Κίνας και των ΗΠΑ σε έναν εμπορικό πόλεμο πλήρους κλίμακας – και για τον δυνητικά σεισμικό αντίκτυπο που θα μπορούσε να έχει αυτό στην ΕΕ.
«Συμβαίνει κάτι σκληρό μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας. Και αυτό έχει τεράστιες συνέπειες για την Ευρώπη», δήλωσε.
Ένας πιθανός κίνδυνος που περιέγραψε θα προέλθει από την αύξηση των δασμών της Ουάσινγκτον στις κινεζικές εξαγωγές.
Αυτό, εξήγησε, θα μπορούσε να οδηγήσει σε επαναπροσανατολισμό τεράστιων ποσοτήτων κινεζικών προϊόντων και ουσιαστικά σε ντάμπινγκ στην ευρωπαϊκή αγορά, αναγκάζοντας έτσι τους ηγέτες της ΕΕ να επιβάλουν δικούς τους δασμούς.
«Είναι σαφές ότι αν κλείσουν τα σύνορα από την πλευρά των ΗΠΑ, η Κίνα – καθώς έχει δημιουργήσει σε πολλούς τομείς πλεονάζουσα δυναμικότητα που δεν μπορεί να απορροφηθεί από την εσωτερική ζήτηση – θα κατευθύνει ή θα προσπαθήσει να κατευθύνει πράγματα προς την Ευρώπη, μεταξύ άλλων… Και αυτό θα μπορούσε στη συνέχεια να κλιμακωθεί σε έναν γενικότερο εμπορικό πόλεμο», εξήγησε ο Schmit.
Πρόσθεσε ότι η αποφυγή ενός εμπορικού πολέμου θα απαιτήσει σημαντικά μεγαλύτερη «ενότητα» μεταξύ των κρατών μελών της Ευρώπης από ό,τι εμφανίζεται σήμερα, καθώς και μεγαλύτερη πολιτική υποστήριξη από την Ουάσινγκτον.
«Πρέπει να έχετε κάποια υποστήριξη από τις ΗΠΑ. Διαφορετικά δεν θα λειτουργήσει».