Μια δεύτερη προεδρία Τραμπ θα ανάγκαζε πιθανότατα την Ευρώπη να αυξήσει τις δαπάνες για την ασφάλειά της. Ωστόσο, αυτό θα έκανε την γερμανική κυβέρνηση, η οποία θέλει να αναλάβει περισσότερες ευθύνες στην ΕΕ εν μέσω ενός διαφαινόμενου κενού ισχύος, να παραλύσει σημαντικά την οικονομία της για να αυξήσει την αμυντική συνεισφορά της.
Η πιθανότητα νίκης του Τραμπ στις εκλογές του Νοεμβρίου έχει τις τελευταίες εβδομάδες πυροδοτήσει μια συζήτηση σχετικά με το πόσο η κορυφαία οικονομία της Ευρώπης θα μπορούσε να αντισταθμίσει την υποχώρηση της Αμερικής από την παγκόσμια σκηνή.
Με βάση την πρώτη προεδρική θητεία του Τραμπ, μια δεύτερη θα μπορούσε να φέρει το οτιδήποτε: από επανειλημμένες εκκλήσεις προς την ΕΕ να δαπανήσει περισσότερα για την άμυνα μέχρι προσπάθειες να αποσυρθεί η Αμερική εξ ολοκλήρου από το ΝΑΤΟ. Η αμερικανική βοήθεια για την Ουκρανία φυσικά έχει ήδη πολυσυζητηθεί από τον Ρεπουμπλικανό υποψήφιο και είναι πολύ πιθανό να τεθεί σε κίνδυνο μετά την εκλογή του.
Γερμανοί αξιωματούχοι, και ο καγκελάριος Σολτς, έχουν τονίσει ότι η Γερμανία είναι έτοιμη να αναλάβει μεγαλύτερη ευθύνη για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας της ΕΕ ως απάντηση στην προεδρία Τραμπ και το πολιτικό χάος στη Γαλλία.
Όμως έχουν κρατήσει επτασφράγιστο μυστικό προς το παρόν το αν η Γερμανία θα αυξήσει τις δαπάνες της για την ασφάλεια, κάτι που αποτελεί μία από τις βασικές προκλήσεις για την Ευρώπη σε περίπτωση επιστροφής του Τραμπ.
Δημόσια, οι κυβερνητικοί εκπρόσωποι αρνήθηκαν απλώς να «κάνουν εικασίες σχετικά με τα αποτελέσματα των εκλογών». Μια πηγή προσκείμενη στο SPD του Σολτς (S&D) δήλωσε στο Euractiv ότι «είναι πολύ νωρίς για να συζητήσουμε αν η Γερμανία θα αυξήσει τις δαπάνες της για την ασφάλεια σε περίπτωση μιας δεύτερης θητείας του Τραμπ».
Ωστόσο, οι εξελίξεις γύρω από τον προϋπολογισμό του επόμενου έτους υποδηλώνουν ότι ο κυβερνητικός συνασπισμός της Γερμανίας είναι σχεδόν αδιέξοδος όσον αφορά το ζήτημα της υψηλότερης χρηματοδότησης της ασφάλειας.
Συνολικά, η χώρα είναι καλύτερα προετοιμασμένη για μια δεύτερη προεδρία Τραμπ από αυτή την άποψη, δήλωσε ο Τζέικομπ Ρος, εμπειρογνώμονας εξωτερικής πολιτικής στο think tank DGAP. Επισήμανε μάλιστα την αλλαγή στρατηγικής της Γερμανίας μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022, η οποία ονομάστηκε «Zeitenwende» (σημείο καμπής).
Η Γερμανία φτάνει τώρα το στόχο του ΝΑΤΟ για δαπάνες 2% και έχει αναπτύξει στρατεύματα στη Λιθουανία. Είναι επίσης ο δεύτερος μεγαλύτερος δωρητής στην Ουκρανία, συνεισφέροντας τέσσερις φορές περισσότερο από τη Γαλλία, σύμφωνα με το Ινστιτούτο του Κιέλου.
Αμυντικό αδιέξοδο
Και όμως, «οι Ηνωμένες Πολιτείες θα περιμένουν από τους Ευρωπαίους να επενδύσουν ακόμη περισσότερο στην άμυνά τους», σημείωσε ο Νιλς Σμιντ, επικεφαλής βουλευτής του SPD σε θέματα εξωτερικής πολιτικής.
Στην κυβέρνηση συνασπισμού του SPD, του FDP (Renew) και των Πρασίνων υπάρχει επίγνωση ότι αυτό απαιτεί την οικονομική δύναμη πυρός του Βερολίνου.
«Η Γερμανία αναλαμβάνει κεντρικό ρόλο στην αρχιτεκτονική ασφαλείας της Ευρώπης [διότι] η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία δεν είναι πλέον τόσο ισχυρές όσο ήταν παλαιότερα, ιδίως όσον αφορά τους προϋπολογισμούς τους. Αλλά η Γερμανία παραμένει οικονομικά ισχυρή (…)», δήλωσε ο ομόλογός του Σμιντ από το FDP, Ούλριχ Λέχτε, στο Euractiv.
Καθώς η κυβέρνηση προετοιμάζεται για μια δεύτερη θητεία Τραμπ εδώ και περίπου ένα χρόνο, σύμφωνα με τον Λέχτε, είναι πιθανό να συζητούνται τουλάχιστον υψηλότερες δαπάνες. Τα μέλη του συνασπισμού έχουν επίσης δηλώσει την προθημεία τους να φτάσουν σε αυτό το σημείο.
Σε ταξίδι στις Ηνωμένες Πολιτείες την Τετάρτη, ο Γερμανό; υπουργός Άμυνας Μπόρις Πιστόριους δήλωσε ότι το ΝΑΤΟ πρέπει «να υπερβεί τον στόχο του 2%».
«Αυτή είναι μια ξεκάθαρη έκκληση – και προς τη δική μου κυβέρνηση», πρόσθεσε.
Ο συνασπισμός βρίσκεται τώρα σε αδιέξοδο σχετικά με το πώς θα ωθήσει τις δαπάνες πέρα από τα σημερινά επίπεδα, τα οποία έχουν σχεδόν εξαντλήσει το συνταγματικό όριο δανεισμού της Γερμανίας.
Αξιωματούχοι των Πρασίνων, όπως η υπουργός Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ, πρότειναν την αναστολή του φρένου χρέους, ενώ το FDP επιμένει να το τηρήσει, υποστηρίζοντας περικοπές για την άντληση χρημάτων. Αυτές με τη σειρά τους είναι απίθανο να υποστηριχθούν από το SPD και τους Πράσινους.
Το σχέδιο προϋπολογισμού του περασμένου μήνα για το επόμενο έτος υποδήλωνε τον μέγιστο συμβιβασμό, χωρίς προφανείς περικοπές, αλλά με αύξηση των αμυντικών δαπανών κάτω από τα επίπεδα του πληθωρισμού.
Ως εκ τούτου, μια σημαντική αύξηση των δαπανών για την ασφάλεια σε περίπτωση προεδρίας Τραμπ δεν είναι πιθανή, δήλωσε άλλη πηγή από το FDP στο Euractiv, επισημαίνοντας μόνο ότι το φρένο χρέους επιτρέπει εξαιρέσεις σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης.
Είναι λιγότερο, περισσότερο;
Οι επιπτώσεις της γερμανικής εγκράτειας γίνονται ήδη αισθητές σε επίπεδο ΕΕ. Στη σύνοδο κορυφής της ΕΕ τον Ιούνιο, ο Γερμανός καγκελάριος φρέναρε την πρόταση της Πολωνίας να χρηματοδοτηθεί από κοινού ένας συνοριακός φράχτης της ΕΕ και τάχθηκε κατά των κοινών επενδύσεων της ΕΕ στην ασφάλεια μέσω κοινού χρέους της ΕΕ.
Τα συγκεκριμένα διορθωτικά μέτρα για την επιστροφή του Τραμπ που συζητούνται δημοσίως είναι, ωστόσο, φθηνότερα και περιορίζονται στην παροχή σταθερότητας και στην ενίσχυση του παλαιού διπλωματικού ηγετικού ρόλου της Γερμανίας στην Ευρώπη – ενός ρόλου «ηγέτη του ελεύθερου κόσμου» που ανέλαβε η τότε καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ κατά την πρώτη θητεία του Τραμπ.
Ομοίως, ο Σμιντ είδε την «εμπειρία και την ικανότητα» του Σολτς στην οργάνωση πλειοψηφιών εντός της ΕΕ ως κλειδί για την παρουσίαση ενός ενιαίου ευρωπαϊκού μετώπου στην παγκόσμια σκηνή. Η Γερμανία θα υπογράψει επίσης μια μεγάλης κλίμακας συνθήκη ασφαλείας με το Ηνωμένο Βασίλειο και οικοδομεί σχέσεις με Ρεπουμπλικάνους βουλευτές και κυβερνήτες, είπε.
Ο Λέχτε επισήμανε τη βελτίωση του συντονισμού με την Πολωνία και το τρίγωνο της Βαϊμάρης, ενώ η επικεφαλής των Εξωτερικών Υποθέσεων των Πρασίνων, βουλευτής Ντέμπορα Ντύρινγκ, έδωσε έμφαση στην ενίσχυση της πρόληψης κρίσεων και των πολυμερών οργανισμών, τους οποίους «ο Τραμπ [πιθανότατα] θα αποδυναμώσει μαζικά».
Ωστόσο, παραμένει αμφίβολο αν αυτό είναι αρκετό για να αντιμετωπιστεί μια πιθανή απώλεια της αμερικανικής σκληρής και οικονομικής ισχύος.
Ακόμη και η απεικόνιση της Μέρκελ «ως ‘ηγέτη του ελεύθερου κόσμου’ στην εποχή του Τραμπ βασίστηκε περισσότερο στην εμφάνιση παρά στην πραγματικότητα», σημείωσε ο Ρος από το DGAP, προσθέτοντας ότι η Ευρώπη εξακολουθεί να εξαρτάται από τη στρατιωτική υποδομή και την αποτροπή της Αμερικής.