«Θα συμμετάσχουμε στη σύσκεψη γιατί δεν έχουν γίνει αυτά που περιμέναμε», σημειώνουν κυβερνητικά στελέχη αναφορικά με τη συμμετοχή στην ευρεία σύσκεψη στη Λευκωσία, που θα γίνει με κυπριακή πρωτοβουλία την Τρίτη, 10 Σεπτεμβρίου. Ανυποχώρητη εμφανίζεται η Αθήνα για την τήρηση όσων συμφωνήθηκαν την προηγούμενη Δευτέρα ανάμεσα σε όλες τις πλευρές.
Άπρακτη θα περάσει τελικά η σημερινή προθεσμία για την έκδοση δύο αποφάσεων από την κυπριακή ρυθμιστική ενέργειας (ΡΑΕΚ) για την ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας – Κύπρου, με τις οποίες θα απαλείφονταν σημαντικά ρυθμιστικά «αγκάθια» για το έργο και, με αυτό τον τρόπο, θα άνοιγε ο δρόμος για την «είσοδο» νέων επενδυτών, αλλά και την οριστικοποίηση της φόρμουλας για τη χρηματοδότησή του.
Αντί για την τήρηση όσων είχαν συμφωνηθεί από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη μέσω τηλεδιάσκεψης την προηγούμενη Δευτέρα, 2 Σεπτεμβρίου, (μεταξύ των οποίων και η κυπριακή κυβέρνηση) η Λευκωσία επέλεξε να τινάξει στον αέρα τόσο όσα είχαν συνομολογηθεί από όλους όσοι συμμετείχαν σε εκείνη τη συνάντηση, όσο και το χρονοδιάγραμμα υλοποίησής τους. Έτσι, αντί να διευθετηθούν οι ρυθμιστικές εκκρεμότητες στους προβλεπόμενους χρόνους, παρατείνεται η αβεβαιότητα για την «τύχη» του έργου, η οποία πλέον παραπέμπεται σε νέα σύσκεψη που θα πραγματοποιηθεί στην Κύπρο έπειτα από πρωτοβουλία της Λευκωσίας, την Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου.
Σύμφωνα με τη σχετική γραπτή δήλωση από τον Κυβερνητικό Εκπρόσωπο της Κυπριακής Δημοκρατίας, Κωνσταντίνου Λετυμπιώτη, στη σύσκεψη θα συμμετάσχουν οι Υπουργοί Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας, Οικονομικών και η Υφυπουργός παρά τω Προέδρω εκ μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο Υπουργός Ενέργειας εκ μέρους της Ελληνικής Κυβέρνησης, εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπρόσωποι του Ανεξάρτητου Διαχειριστή Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΑΔΜΗΕ), της εταιρείας Nexans και η Νομική Υπηρεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η στάση της Αθήνας
Το προφανές ερώτημα που προκύπτει είναι ποιο είναι το διακύβευμα των νέων επαφών την επόμενη Τρίτη, από τη στιγμή που στις 2 Σεπτεμβρίου υποτίθεται ότι είχε συμφωνηθεί τόσο ο «οδικός χάρτης» για την άρση του υφιστάμενου αδιεξόδου, όσο και τα χρονικά ορόσημα αυτών των κινήσεων. Οι εμπλεκόμενες πλευρές στην Ελλάδα είναι φειδωλές στις απαντήσεις τους. «Θα συμμετάσχουμε στη σύσκεψη, γιατί δεν έχουν γίνει αυτά που περιμέναμε», αρκούνται να σημειώσουν κυβερνητικά στελέχη στο -.
Αν και λακωνική, η δήλωση αυτή συνάδει με την εικόνα που απορρέει για την πολιτική κατεύθυνση με την οποία θα προσέλθει η Αθήνα στον νέο αυτό γύρο διαβουλεύσεων – οι οποίες εδώ και καιρό γίνονται επί της ουσίας κατεξοχήν σε πολιτικό επίπεδο, και όχι σε τεχνοκρατικό. Θέση της ελληνικής κυβέρνησης είναι πως πρέπει να τηρηθούν όσα συμφωνήθηκαν την προηγούμενη Δευτέρα. Κι αυτό γιατί η ανάκτηση εσόδου (και) από την Κύπρο κατά την κατασκευαστική περίοδο του έργου -την οποία θα διασφάλιζε με τη μία απόφασή της εντός της εβδομάδας η ΡΑΕΚ- αποτελεί «κόκκινη γραμμή» που δεν πρόκειται να απεμπολήσει.
Η ανάκτηση εσόδου κατά την κατασκευή
Ένας βασικός λόγος είναι ότι, σε αντίθετη περίπτωση, το έργο δεν θα μπορεί να προσελκύσει ούτε επενδυτές, αλλά ούτε χρηματοδότηση. Επίσης, ένας εξίσου σημαντικός πολιτικός λόγος είναι πως οι Έλληνες καταναλωτές -για το 37% των εσόδων του έργου που τους αναλογεί- έχουν ήδη αναλάβει αυτό το βάρος. Όταν, μάλιστα, το μεγαλύτερο όφελος από την ηλεκτρική διασύνδεση αφορά την Κύπρο, με τη δραστική μείωση του ενεργειακού της κόστους.
Εξάλλου, ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Θόδωρος Σκυλακάκης, έχει φροντίσει εδώ και μήνες να ξεκαθαρίσει πως η Ελλάδα βάζει κι εκείνη όρους στο τραπέζι, για την υλοποίηση της διασύνδεσης. «Έχουμε δείξει πλεόνασμα καλής θέλησης σε αυτό το θέμα για να βοηθήσουμε να μην χαθεί το έργο, αλλά σε τελική ανάλυση η ευθύνη μας είναι απέναντι στον Έλληνα καταναλωτή και φορολογούμενο», είχε σημειώσει χαρακτηριστικά σε συνέντευξή του την προηγούμενη άνοιξη, αναφερόμενος στις από τότε καθυστερήσεις της κυπριακής πλευράς.
Επομένως, από αυτή την άποψη το επίδικο της σύσκεψης της επόμενης Τρίτης μπορεί να είναι κάποια αλλαγή στη φόρμουλα άντλησης εσόδων από το κυπριακό κράτος, και όχι αν θα υπάρξει ή όχι ανάκτηση. Υπενθυμίζεται ότι η φόρμουλα που αποφασίστηκε την προηγούμενη Δευτέρα ήταν η άντληση 25 εκατ. ετησίως από το κυπριακό ταμείο εμπορίας δικαιωμάτων ρύπων, δηλαδή συνολικά 125 εκατ. ευρώ.
Η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση
Η συμμετοχή της Nexans στη σύσκεψη της επόμενης Τρίτης υποδηλώνει πως τουλάχιστον έως τότε το έργο δεν θα έχει μπει «στον πάγο» επ΄ αόριστον, παρά το γεγονός ότι τυπικά είναι στη διακριτική ευχέρεια της γαλλικής εταιρείας το αν θα αναστείλει ή όχι τις εργασίες κατασκευής του καλωδίου – με δεδομένο ότι σήμερα θα εκπνεύσει άκαρπη η σχετική προθεσμία.
Για ποιον όμως λόγο η κυπριακή πλευρά υπαναχώρησε μέσα σε λίγα 24ωρα από όσα είχε συμφωνήσει; Αναλυτές του κλάδου επισημαίνουν ότι βασικός λόγος είναι το «αγκάθι» που έπεται να επιλυθεί και το οποίο αφορά την ανάληψη του γεωπολιτικού ρίσκου (δηλαδή την αποζημίωση των έως τότε δαπανών), στην περίπτωση που τουρκικές αντιδράσεις καθυστερήσουν επί μακρόν την κατασκευή του έργου. Για μία μικρή ενεργειακή αγορά, όπως η κυπριακή, η αποζημίωση θα «μεταφραζόταν» σε σημαντική επιβάρυνση για τους καταναλωτές.
Από λόγους τακτικής, σύμφωνα με τους ίδιους αναλυτές, προτιμά να «παίζει καθυστερήσεις» στο ζήτημα της ανάκτησης εσόδου, χωρίς από την άλλη πλευρά να εμφανίζεται δημόσια διατεθειμένη να «βγάλει από την πρίζα» το έργο. Επίσης, όπως συμπληρώνουν, ούτε η ελληνική κυβέρνηση δείχνει διατεθειμένη να αναλάβει την πολιτική ευθύνη να οδηγήσει το πρότζεκτ σε ναυάγιο – εξ ου και η συναίνεση για τη νέα σύσκεψη της επόμενης Τρίτης.
Ποιος θα μπορούσε να κηρύξει επίσημα τους «τίτλους τέλους»; Κατ’ αρχάς η Nexans, καθώς αν και η διασύνδεση αποτελεί σημαντικό ποσοστό στο ανεκτέλεστό της, δεν μπορεί να αφήνει την κατασκευή της να σέρνεται επί μακρόν. Επίσης, η Κομισιόν αποσύροντας την ευρωπαϊκή χρηματοδότηση ύψους 657 εκατ. ευρώ. Η απώλεια της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης αποτελεί τη δεύτερη «κόκκινη γραμμή» της ελληνικής κυβέρνησης, καθώς χωρίς τους κοινοτικούς πόρους το πρότζεκτ είναι απίθανο να υλοποιηθεί.