Τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν, ώστε τόσο η οικονομία, όσο και οι τράπεζες, να ανέβουν επιπλέον “σκαλοπάτια” μέσα στην επενδυτική βαθμίδα, περιγράφει η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ).
Μπορεί η DBRS στη χθεσινή της “ετυμηγορία” να μην προχώρησε σε αλλαγή της βαθμολογικής κλίμακας, αναβαθμίζοντας, ωστόσο, σε θετικές από σταθερές τις προοπτικές της χώρας και τη Moody’s να παραμένει ο μοναδικός οίκος μεταξύ αυτών που αναγνωρίζει το Ευρωσύστημα που δεν έχει δώσει την επενδυτική βαθμίδα (σ.σ. οι σχετικές αποφάσεις της αναμένονται στις 13 Σεπτεμβρίου, εντούτοις η χώρα μπορεί να διεκδικήσει περισσότερα. Ειδικότερα, όπως σημειώνει η κεντρική τράπεζα στο τελευταίο ενημερωτικό της σημείωμα για την ελληνική οικονομία, οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας που έχουν αποδοθεί στην Ελλάδα ακολούθησαν ανοδική πορεία για μεγάλο χρονικό διάστημα, σχεδόν αδιάκοπα από το 2015, με αποτέλεσμα την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας το 2023.
“Μετά από μία σειρά αναβαθμίσεων, όλοι οι οίκοι αξιολόγησης που είναι επιλέξιμοι από το Ευρωσύστημα έχουν βαθμολογήσει την Ελλάδα με BBB-/BBB-low (εξαίρεση αποτελεί η Moody’s που εξακολουθεί να αξιολογεί την Ελλάδα κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, στο Ba1), S&P και Scope βλέπουν θετικές προοπτικές, ενώ Fitch και Morningstar-DBRS σταθερές (σ.σ. η τελευταία αναθεώρησε μόλις προχθές)”, αναφέρει χαρακτηριστικά.
Επικαλούμενη, μάλιστα, τις εκθέσεις των οίκων αξιολόγησης, η ΤτΕ τονίζει πως περαιτέρω αναβαθμίσεις της χώρας ενδέχεται να προκύψουν εφόσον “συνεχιστούν οι βιώσιμες οικονομικές επιδόσεις, η συνετή δημοσιονομική πολιτική, η συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και τέλος, η περαιτέρω μείωση του αποθέματος των “κόκκινων” δανείων των τραπεζών, πλησιάζοντας έτσι, τον μέσο όρο της ΕΕ”.
Ειδικά στο σκέλος των “κόκκινων” δανείων, σύμφωνα με την ΤτΕ, ο δείκτης NPE μειώθηκε στο 3,6% τον περασμένο Ιούνιο από 4% τον Δεκέμβριο του 2023 και 5,9% στα τέλη του α’ εξαμήνου του 2023. Συμπεριλαμβανομένων και των λιγότερο σημαντικών τραπεζών, ο επίμαχος δείκτης διαμορφώνεται σε 7,5% τον Ιούνιο του 2024 έναντι 8,8% τον ίδιο μήνα του 2023. Σημαντικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση έπαιξε ο μηχανισμός του “Ηρακλή” που, σύμφωνα με την DBRS, μέσα από 17 συναλλαγές, οι οποίες έλαβαν κρατικές εγγυήσεις, ύψους 19,2 δισ. ευρώ, οι συστημικές τράπεζες μπόρεσαν να μειώσουν τους δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων σε μονοψήφια ποσοστά από τα ιστορικά υψηλά επίπεδα που είχαν φτάσει το 2017. “Τον Ιούνιο του 2024 το υπόλοιπο των εγγυημένων ομολόγων υψηλής εξασφάλισης ανέρχεται σε περίπου 17 δισ. ευρώ, μια απόσβεση περίπου 11,5%, γεγονός που υποδηλώνει ότι η πλειονότητα των επιχειρηματικών σχεδίων δεν έχει ακόμη εκπονηθεί. Το πρόγραμμα έχει παραταθεί πολλές φορές, η τρίτη ανανέωση του HAPS θα μπορούσε να είναι η τελευταία δόση του προγράμματος”, εξηγεί.
Αναβαθμίσεις στις τράπεζες
Όσον αφορά στις τράπεζες, η κεντρική τράπεζα στο σημείωμά της αναφέρει ότι οι αξιολογήσεις συνεχίζουν να έχουν ανοδική τάση. “Την υπό εξέταση περίοδο η S&P αναβάθμισε την αξιολόγηση της Alpha Bank κατά μία βαθμίδα, σε BB+ και η Fitch Ratings αναβάθμισε τις αξιολογήσεις που αποδίδει και στις τέσσερις μεγάλες ελληνικές τράπεζες (Eurobank και Εθνική πλέον βαθμολογούνται με BB+ από BB, ενώ Alpha Bank και Τράπεζα Πειραιώς με BB από BB-), με τις προοπτικές να είναι θετικές για αμφότερες”, τονίζει.
Πιο αναλυτικά, η S&P προχώρησε στη συγκεκριμένη κίνηση αμέσως μετά την έκδοση ομολόγου ΑΤ1 που είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της κεφαλαιακής της επάρκειας, η οποία, σύμφωνα με τον οίκο, βρισκόταν ήδη σε θετική τάση χάρη στη βελτιωμένη λειτουργική της απόδοση.
Όσον αφορά στη Fitch, ο οίκος αποφάσισε την αναβάθμιση, εκτιμώντας ότι αφενός, η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να υπεραποδίδει έναντι του μέσου όρου της Ευρωζώνης και αφετέρου, το πιστωτικό προφίλ των τραπεζών βελτιώνεται συνεχώς, “συμπεριλαμβανομένης της περαιτέρω μείωσης του αποθέματος προβληματικών περιουσιακών στοιχείων (που περιλαμβάνουν μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα) και της υγιούς κερδοφορίας που έχει ως αποτέλεσμα τη συσσώρευση κεφαλαίου”.