Σε μια αναλυτική τεκμηρίωση της θέσης της για τις ελληνικές τράπεζες και την οικονομία προχωρά ο οίκος Moody’s, αναλύοντας τα δυνατά σημεία αλλά και την αχίλλειο πτέρνα αυτών.
Σε μια αναλυτική τεκμηρίωση της θέσης της για τις ελληνικές τράπεζες και την οικονομία προχωρά ο οίκος Moody’s, αναλύοντας τα δυνατά σημεία αλλά και τα τρωτά σημεία αυτών που θα κρίνουν τις επόμενες αξιολογήσεις.
Σύμφωνα με τη Moody’s, το μακροοικονομικό προφίλ της Ελλάδας που αξιολογείται ως «Μέτρια +» εξισορροπεί το σχετικά υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα της οικονομίας σε σύγκριση με αυτό των ομοτίμων που αξιολογεί ο οίκος και ενισχύει την αναπτυξιακή δυναμική έναντι του μέτριου μεγέθους της.
Η εκτίμηση των αναλυτών για τη θεσμική ισχύ της χώρας ενσωματώνει την ισχυρή δυναμική στην εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ενώ η ευαισθησία στον πολιτικό κίνδυνο αντανακλά την έκθεση της χώρας σε γεωπολιτικούς κινδύνους ως μέλος του ΝΑΤΟ, σε σχέση με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 2023 που εξασφάλισαν μια δεύτερη θητεία για μια μονοκομματική κυβέρνηση, οι αναλυτές θεωρούν πως το πολιτικό ρίσκο στην Ελλάδα είναι χαμηλό.
Παράλληλα, το μακροοικονομικό προφίλ αντικατοπτρίζει επίσης τις βελτιωμένες πιστωτικές συνθήκες της χώρας, οι οποίες, ωστόσο, χαρακτηρίζονται από ακόμη από τα υψηλά επίπεδα προβληματικών δανείων σε σύγκριση με τις ευρωπαϊκές οικονομίες. Μέσω των σχεδίων μετασχηματισμού τους, οι ελληνικές τράπεζες έχουν μειώσει τους δείκτες NPEs σε μεσαία μονοψήφια επίπεδα, εστιάζοντας στην ενίσχυση της οργανικής τους κερδοφορίας.
«Θεωρούμε ότι τα πρόσφατα χορηγηθέντα δάνεια δεν έχουν ακόμη δοκιμαστεί κατά τη διάρκεια του οικονομικού κύκλου, ενώ υπάρχει σημαντικός αριθμός NPEs εκτός τραπεζικού συστήματος που εξακολουθεί να επιβαρύνει τους πιστωτικούς όρους και συνθήκες», αναφέρει ο Ν. Νικολαΐδης, αρμόδιος αναλυτής της Moody’s για τις ελληνικές τράπεζες.
Η χρηματοδότηση και η ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών επωφελούνται από την αύξηση των καταθέσεων, ενώ οι διευκολύνσεις χρηματοδότησης από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) μειώνονται. Οι ελληνικές τράπεζες αξιοποιούν επίσης τις αγορές μέσω της έκδοσης ομολογιακών τίτλων για να καλύψουν τις ελάχιστες απαιτήσεις για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις (MREL) μέχρι τα τέλη του 2025. Η τρέχουσα δομή του κλάδου δεν θέτει σημαντικές προκλήσεις για τις οικονομικές επιδόσεις των τραπεζών, σύμφωνα με τη Moody’s.
Ως προς την οικονομική δυναμική της Ελλάδας η Moody’s επισημαίνει πέραν των αρχικών, τη σχετικά χαμηλότερη οικονομική διαφοροποίηση και πολυπλοκότητα σε σχέση με εκείνες αντίστοιχων αξιολογήσεων, καθώς και έναν ακόμη χαμηλό – αν και αυξανόμενο – δείκτη επενδύσεων. Επιπλέον, αντικατοπτρίζει τις μακροπρόθεσμες προκλήσεις για τη δυνητική ανάπτυξη από δυσμενή δημογραφικά στοιχεία.
Σύμφωνα με τον Stefen Dyck, αρμόδιο αναλυτή της Moody’s για την ελληνική οικονομία, «η σημερινή κυβέρνηση έχει αρχίσει να αντιμετωπίζει ορισμένες από τις διαρθρωτικές προκλήσεις, ιδιαίτερα αυτές που συνδέονται με τις χαμηλές επενδύσεις, μειώνοντας τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, χαλαρώνοντας το κανονιστικό πλαίσιο για τις επιχειρήσεις, βελτιώνοντας το πλαίσιο αδειοδότησης επενδύσεων και προωθώντας τις ιδιωτικοποιήσεις. Η αποτελεσματική απορρόφηση των κεφαλαίων από το RRF στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης θα είναι επίσης κρίσιμη για την ενίσχυση των επενδύσεων και της μεσοπρόθεσμης ανάπτυξης.
Ο ίδιος εκτιμά ότι τα κεφάλαια του RRF θα ενισχύσουν το δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης της Ελλάδας κατά περίπου 0,4 ποσοστιαίες μονάδες ετησίως έως το 2030. Επίσης, το ποσοστό ανεργίας έχει βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία δέκα χρόνια και πλέον βρίσκεται χαμηλότερα του 10%, σε σύγκριση με το υψηλό του 28% κατά το μεγαλύτερο μέρος του 2013. Ωστόσο, εξακολουθεί να είναι το δεύτερο υψηλότερο στην ΕΕ. Ειδικότερα, η υψηλή ανεργία παραμένει ένα ζήτημα για τους νέους και τις γυναίκες. Η εισοδηματική ανισότητα είναι πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ και παρά τις βελτιώσεις από το 2015, το ποσοστό των ατόμων που κινδυνεύουν από φτώχεια είναι συγκριτικά υψηλό.
Η Ελλάδα αντιμετωπίζει επίσης ένα εξαιρετικά δυσμενές δημογραφικό προφίλ λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, που επιδεινώθηκε από τη μετανάστευση μεγάλου τμήματος νέων και καλά μορφωμένων ατόμων κατά τα χρόνια της κρίσης. Το μερίδιο του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας στο σύνολο του πληθυσμού θα συρρικνωθεί κατά σχεδόν δέκα ποσοστιαίες μονάδες έως το 2050, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Eurostat, και αυτός είναι και ο βασικός λόγος πίσω από τη συγκριτικά αδύναμη μακροπρόθεσμη δυνητική ανάπτυξη της Ελλάδας κατά 1,1% για την περίοδο 2022 – 2070. που προβλέπει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην έκθεσή της για τη γήρανση του 2024.
Η αξιολόγηση της δυναμικής των θεσμών και του πλαισίου διακυβέρνησης ενσωματώνει την εκτίμηση των αναλυτών για την αποτελεσματικότητα της δημοσιονομικής, νομισματικής και μακροοικονομικής πολιτικής της («a3»).
Η εκτίμηση του οίκου αντανακλά την ισχυρή δυναμική της κυβέρνησης στην εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες έχουν ήδη οδηγήσει σε απτή πρόοδο σε τομείς όπως η φορολογική διοίκηση και η συμμόρφωση. Η Ελλάδα είναι επίσης μεταξύ των πρωτοπόρων στην εφαρμογή ορόσημων και στόχων μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Η συνειδητοποίηση των πλήρους οφελών από τις θεσμικές αλλαγές που στοχεύουν στη δημιουργία μιας σύγχρονης και αποτελεσματικής δημόσιας διοίκησης θα απαιτήσει μια ισχυρή δέσμευση πολλών ετών.
Ωστόσο, αυτές οι βελτιώσεις αρχίζουν να αντικατοπτρίζονται σταδιακά στους δείκτες διακυβέρνησης. Η αξιολόγηση αντικατοπτρίζει επίσης την πρόοδο στον εκσυγχρονισμό του δικαστικού συστήματος και τις τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που πέρασαν τον Νοέμβριο του 2021 σχετικά με τη δωροδοκία και διαφθορά των δημοσίων υπαλλήλων. Ωστόσο, ο έλεγχος της διαφθοράς και η βελτίωση της ποιότητας και της αποτελεσματικότητας του δικαστικού συστήματος θα παραμείνουν δύσκολοι, με δυνητικά αρνητικές επιπτώσεις στο επιχειρηματικό και επενδυτικό περιβάλλον σε περίπτωση επιβράδυνσης της μεταρρυθμιστικής δυναμικής ή ανατροπής των αποφάσεων.
Το πλαίσιο αξιολόγησης του οίκου λαμβάνει υπόψη την έντονη έμφαση που δίνει η κυβέρνηση στη διατήρηση συνετών δημοσιονομικών πολιτικών, που χαρακτηρίζονται από αύξηση των πρωτογενών πλεονασμάτων και μείωση του όγκου χρέους. «Θεωρούμε τη δέσμευση για την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων και τις συνετές δημοσιονομικές πολιτικές ως αξιόπιστη και ισχυρή, που υποστηρίζεται από τη σταθερή κοινοβουλευτική πλειοψηφία της κυβέρνησης και την ευρεία κοινωνική συναίνεση υπέρ αυτών των πολιτικών», αναφέρει η Moody’s.
Αν και ο πληθωρισμός στην Ελλάδα υπερβαίνει τον στόχο της ΕΚΤ, έχει μειωθεί ταχύτερα από – και είναι τώρα λιγότερο από – το μέσο όρο της Ευρωζώνης. Οι προκλήσεις για την αποτελεσματικότητα της μακροοικονομικής πολιτικής σχετίζονται με τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας κόστους, την περαιτέρω αντιμετώπιση των διαρθρωτικών προκλήσεων στην αγορά εργασίας και τη διαχείριση των εξωτερικών ανισορροπιών και των εξελίξεων στην αγορά ακινήτων.
Ως προς τις πιστωτικές συνθήκες στην Ελλάδα που αξιολογούνται με «-2», ο οίκος επισημαίνει πως αν και έχουν βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια παραμένουν αδύναμες καθώς παρά τη μείωση των NPEs, αυτά παραμένουν υψηλότερα έναντι των ευρωπαϊκών τραπεζών. Επιπλέον, ο νέος δανεισμός στην πραγματική οικονομία, ο οποίος αποτελείται κυρίως από εταιρικά δάνεια ενώ τα νοικοκυριά συνεχίζουν την απομόχλευση, δεν έχει ακόμη δοκιμαστεί σε έναν πλήρη οικονομικό κύκλο. Αυτός ο παράγοντας οδηγεί τις αρνητικές προσαρμογές στην εκτίμηση της Moody’s για τις πιστωτικές συνθήκες στην Ελλάδα.
Το εγχώριο χρέος του ιδιωτικού τομέα ως προς το ΑΕΠ ήταν περίπου στο 54% στα τέλη του 2023, από 113% το 2015. Αυτή η πτώση αντανακλά τη συνεχιζόμενη μείωση των NPEs από τις τράπεζες και την περαιτέρω αύξηση του ΑΕΠ καθώς οι οικονομικές συνθήκες ομαλοποιούνταν σταδιακά, όπως επισημαίνει η Moody’s. Ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ της χώρας είναι πιθανό να είναι κατά μέσο όρο περίπου 2,2% τα επόμενα δύο έως τρία χρόνια (2,3% αύξηση του ΑΕΠ σε ετήσια βάση το δεύτερο τρίμηνο του 2024), υπερβαίνοντας το μέσο ευρωπαϊκό όρο. Η σημαντική μείωση της συνολικής πίστωσης αντανακλά το offloading μη βασικών περιουσιακών στοιχείων από τους ισολογισμούς των τραπεζών, την τιτλοποίηση – πώληση χαρτοφυλακίων NPEs και τις διαγραφές.
Ωστόσο, οι ελληνικές τράπεζες άρχισαν να χορηγούν νέα δάνεια, με στόχο να κεφαλαιοποιήσουν την οικονομική ανάκαμψη και τις θετικές επιπτώσεις του RRF που θα οδηγήσει στην πιστωτική επέκταση. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, η καθαρή πιστωτική επέκταση μεταξύ Ιουνίου 2023 και Ιουνίου 2024 ήταν σημαντική, περίπου στα 8,7 δισ. ευρώ.
Παράλληλα, τυχόν δυνητικοί κίνδυνοι για τους ευάλωτους δανειολήπτες είναι πιθανό να αντισταθμιστούν από την ανθεκτικότητα των επιχειρήσεων και των εταιρειών και τα νέα δάνεια που συνδέονται με το RRF, τα οποία θα συνεχίσουν να συμβάλλουν στην επέκταση του χαρτοφυλακίου δανείων των τραπεζών. Επιπλέον, η βελτίωση των μακροοικονομικών συνθηκών θα στηρίξει περαιτέρω την ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών.
Οι καλύτερες πιστωτικές συνθήκες για τις ελληνικές τράπεζες τα τελευταία χρόνια φαίνονται και από το χαμηλότερο επίπεδο των NPEs στο σύστημα, μετά την ολοκλήρωση των σχεδίων μετασχηματισμού τους. Τα NPEs στο σύνολο του εγχώριου κλάδου μειώθηκαν σε 11,1 δισ. ευρώ (ή 7,5% των ακαθάριστων δανείων) τον Μάρτιο του 2024 από 47,2 δισ. ευρώ (ή 30% των ακαθάριστων δανείων) τον Δεκέμβριο του 2020. Ωστόσο, μέρος του χρέους ορισμένων νοικοκυριών και επιχειρήσεων, που εκτιμάται σε περίπου 74 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2023, παραμένει στους servicers που δραστηριοποιούνται επί του παρόντος στην Ελλάδα και συνεπώς επηρεάζει την εκτίμηση της Moody’s για τις πιστωτικές συνθήκες της χώρας.