Η διαφορά της ταβέρνας της γειτονιάς μας με την ταβέρνα του Βερολίνου, είναι ότι αυτοί εκεί στα ξένα, είναι οι γαστρονομικοί μας πρεσβευτές. Σκεφτείτε, όμως, μια χώρα με εξαθλιωμένους πρεσβευτές ή ακόμη χειρότερα χωρίς καν πρεσβευτές…
Η Ελληνική εταιρεία της Deutsche Welle σε πρόσφατη ανταπόκριση από το Βερολίνο, μας μεταφέρει ένα βαρύ έως πολύ βαρύ κλίμα των εκεί εγκατεστημένων ελληνικών εστιατορίων, καφέ και σούπερ μάρκετ. Τα πάντα έχουν ακριβύνει μας λένε οι εστιάτορες και σε συνδυασμό με την ακριβή ενέργεια, την έλλειψη εργατικού δυναμικού και την γερμανική γραφειοκρατία, η κατάσταση έχει γίνει σχεδόν αφόρητη. Και ήταν ανάγκη άραγε να πάμε στο Βερολίνο να μάθουμε τι συμβαίνει, δεν πεταγόμαστε μέχρι… τη γειτονιά μας; Μία από τα ίδια…
Η διαφορά της ταβέρνας της γειτονιάς μας με την ταβέρνα του Βερολίνου, είναι ότι αυτοί εκεί στα ξένα, είναι οι γαστρονομικοί μας πρεσβευτές. Σκεφτείτε, όμως, μια χώρα με εξαθλιωμένους πρεσβευτές ή ακόμη χειρότερα χωρίς καν πρεσβευτές…
Η προσφορά των χιλιάδων ελληνικών εστιατορίων ανά τον κόσμο στην μητέρα πατρίδα, είναι προφανής. Αυτό που δεν είναι προφανές, είναι τι έχει προσφέρει η μητέρα πατρίδα σε όλους αυτούς τους μικρούς πρεσβευτές, που στριμωγμένοι σε μια μικρή κουζίνα προσπαθούν ταυτόχρονα για τον επιούσιο, την προσωπική και κοινωνική τους καταξίωση αλλά.. και για την Ελλάδα ρε γαμώτο!
Στη συνέχεια, θα δανειστούμε ιδέες και παραδείγματα πως τα εθνικά εστιατόρια ανά τον κόσμο ανδρώθηκαν και προσέφεραν τις πολύτιμες υπηρεσίες στις χώρες καταγωγής του από το εξαίρετο βιβλίο του Pierre Raffard: «Γεωπολιτική των τροφίμων και της γαστρονομίας. Από το δίκρανο στη τεχνολογία τροφίμων». Οι Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης και η μεταφράστρια Μαρία Παπαηλιάδη, μας έδωσαν σε όλους όσους ενδιαφέρονται για τα αγροτικά προϊόντα, τα τρόφιμα, την κουζίνα, την γαστρονομική απόλαυση αλλά και την πολιτιστική διπλωματία ένα πολύτιμο βοήθημα.
Από το βιβλίο αυτό, αντιγράφουμε κάτι ιδιαίτερα εντυπωσιακό: «Στην περίπτωση του σούσι, εμβληματικού πιάτου που η επιτυχία του, παραδόξως, χτίστηκε χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το Αρχιπέλαγος της Ιαπωνίας. Το σούσι αρχικά διαδίδεται από με τους δεκάδες χιλιάδες Ιάπωνες οι οποίοι φεύγουν για την αναζήτηση της τύχης τους στις ΗΠΑ στις αρχές του 20ου αιώνα: από τα εστιατόρια στη συνοικία του Little Tokyo στο Λος Άντζελες παρελαύνουν Ιάπωνες μετανάστες που αγωνιούν να διατηρήσουν τους γαστρονομικούς και συμβολικούς δεσμούς με τη χώρα καταγωγής τους. Αυτή η ταυτοτική διάσταση χάνεται από την δεκαετία του 1970, οπότε η Ιαπωνία πραγματοποιεί ένα οικονομικό άλμα που την αναγάγει εφεξής στην κατηγορία του ευυπόληπτου εταίρου. Η αστική τάξη των πόλεων της Βόρειας Αμερικής, μέχρι τότε ελάχιστα ενθουσιώδης απέναντι στην ιαπωνική κουζίνα, καταλαμβάνεται πλέον από μεγάλη συμπάθεια για την εκλεπτυσμένη ιαπωνική γαστρονομία και κυρίως για το λεπτοφτιαγμένο και ανάλαφρο σούσι. Η αρχή έγινε, και στα χρόνια που ακολουθούν ο ενθουσιασμός αυτός θα ενισχυθεί. Σιγά σιγά, στα ράφια των μεγάλων Σούπερ Μάρκετ θα βρουν ξεχωριστή θέση τα σούσι, τα μάκι και άλλες δημιουργίες όπως τα California rolls».
«Η Ιαπωνία, στο μεταξύ, έχει κατορθώσει να απελευθερωθεί από την τροχοπέδη της γαστρονομίας και να προάγει μια ορισμένη εικόνα για τον πολιτισμό της, τα ήθη και τις αξίες της. Η κίνηση αυτή, ξεκινάει από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 με την τεράστια επιτυχία της ιαπωνικής γαστρονομίας, που γίνεται μέσα σε λίγα χρόνια η νέα λατρεία σεφ, κριτικών και καλοφαγάδων όλου του κόσμου. Μπροστά σε αυτόν τον παγκόσμιο ενθουσιασμό και τον κίνδυνο κατάχρησης, το Υπουργείο γεωργίας, Δασών και Αλιείας αναλαμβάνει να εγγυηθεί την ποιότητα και την αυθεντικότητα της Ιαπωνικής κουζίνας. Από το Λος Άντζελες μέχρι το Γιοχάνεσμπουρκ, από το Βερολίνο έως τη Σαγκάη, πραγματοποιούνται επιθεωρήσεις εστιατορίων, απονέμονται πιστοποιητικά βέλτιστων πρακτικών και εκδίδονται προειδοποιήσεις για την απόκλιση από την παράδοση. Αν και με περιορισμένα μέσα στη διάθεσή της αυτή η “αστυνομία του σούσι” και τα κυβερνητικά μέτρα, επέτρεψαν πάντως την πολύ μεγάλη ανάπτυξη του τομέα, την διατήρηση του κανονιστικού και ιδεολογικού φορτίου που κουβαλά η ιαπωνική κουζίνα και συνέβαλαν έτσι στην επέκταση της ιαπωνικής επιρροής σε όλο τον κόσμο;».
Αυτά και άλλα πολλά μπορούν να ακούσουν όσοι ενδιαφέρονται, την Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου στις 19.00, στο Γαλλικό Ινστιτούτο στην Αθήνα. Θα υπάρξει και διαδικτυακή σύνδεση μέσω του www.ifg.gr, για όσους δεν μπορέσουν να παρευρεθούν με φυσική παρουσία. Ο Συγγραφέας και ένα πάνελ Ελλήνων ειδημόνων του χώρου θα αναφερθούν στις σύγχρονες τάσεις και εξελίξεις στην πολύπαθη από κάθε άποψη σχέση γεωπολιτικής και γαστρονομίας.
Όλα αυτά θα είναι ιδιαίτερα ενδιαφέροντα στο ελληνικό κοινό το οποίο είναι υπερήφανο για την εθνική μας κουζίνα αλλά και την καλή ποιότητα των πρώτων υλών που παράγονται στην χώρα μας αλλά και για τους επαγγελματίες του κλάδου της φιλοξενίας, τώρα που τα πάσης φύσεως γαστρονομικά ταξίδια και προορισμοί αναπτύσσονται ραγδαία.