Καλύτερες επιδόσεις σε όλους τους βασικούς δείκτες απόδοσης, σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, συνέχισαν να παρουσιάζουν οι ελληνικές τράπεζες και το β’ τρίμηνο του 2024, γεγονός που αποτυπώνει την αλλαγή σελίδας που έχουν επιτύχει με την εξυγίανση και την επιστροφή τους σε διατηρήσιμη κερδοφορία και αιτιολογεί την προτίμηση των ξένων επενδυτών σε αυτές. Τι προκύπτει από τα στατιστικά στοιχεία της ΕΚΤ.
Καλύτερες επιδόσεις σε όλους τους βασικούς δείκτες απόδοσης, σε σχέση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, συνέχισαν να παρουσιάζουν οι ελληνικές τράπεζες και το β’ τρίμηνο του 2024, γεγονός που αποτυπώνει την αλλαγή σελίδας που έχουν επιτύχει με την εξυγίανση και την επιστροφή τους σε διατηρήσιμη κερδοφορία και αιτιολογεί την προτίμηση των ξένων επενδυτών σε αυτές.
Τα στατιστικά στοιχεία του SSM (EKT) για τους δείκτες ευρωστίας των 110 συστημικών τραπεζών στα 19 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που συμμετέχουν στον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό της ΕΚΤ δείχνουν ότι τα κέρδη (μετά φόρων) το β’ τρίμηνο του 2024 ανήλθαν σε 90,61 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 2,27 δισ. ευρώ για τα 4 συστημικά πιστωτικά ιδρύματα της Ελλάδας. Οι ελληνικές τράπεζες παρουσιάζουν υψηλά έσοδα από τόκους, καθώς διατηρούν υψηλό επιτοκιακό περιθώριο (3,32% στο β’ τρίμηνο), με τα έσοδα από τόκους (Net interest income) ως ποσοστό στα συνολικά λειτουργικά έσοδά τους (Operating income) να ανέρχονται σε 78,6%, έναντι 59,8% για τα 110 συστημικά πιστωτικά ιδρύματα της ΕΕ. Πάντως, οι ελληνικές τράπεζες υστερούν στα έσοδα από προμήθειες (κάτι που είναι καλό για τους Έλληνες καταναλωτές που πληρώνουν πολύ χαμηλότερες προμήθειες για τις τραπεζικές υπηρεσίες). Τα έσοδα από προμήθειες (Net fee and commission income) ως ποσοστό στα συνολικά λειτουργικά έσοδα (Operating income) ανέρχονται σε ποσοστό 28,8% για τα 110 συστημικά πιστωτικά ιδρύματα και μόλις 17,3% για τα 4 συστημικά πιστωτικά ιδρύματα της Ελλάδας.
Καταγράφοντας τις επιδόσεις τους στους βασικούς δείκτες απόδοσης, οι τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες υπερτερούν σε απόδοση ιδίων κεφαλαίων, απόδοση ενεργητικού, δείκτες κάλυψης ρευστότητας, (χαμηλότερο) δείκτη κόστους προς έσοδα, δείκτες κάλυψης επισφαλειών από προβλέψεις και δείκτες ρευστότητας.
Ειδικότερα:
• Η Απόδοση Ιδίων Κεφαλαίων (Return on equity – RoE) ανήλθε σε 14,08% για τις ελληνικές τράπεζες, έναντι 10,11% μ.ο. ΕΕ.
• Η Απόδοση Ενεργητικού (Return on assets – RoA) είναι επίσης υψηλότερη στις ελληνικές τράπεζες (1,49% έναντι μ.ο. ΕΕ 0,68%).
• Ο Δείκτης κόστους προς έσοδα (Cost-to-income ratio – CIR) είναι πολύ χαμηλότερος στις 4 ελληνικές συστημικές τράπεζες, συγκεκριμένα ανέρχεται σε 32,44%, έναντι μ.ο. 54,24% των ευρωπαϊκών συστημικών τραπεζών
• Το Κόστος Κινδύνου (Cost of risk-CoR) για τις ελληνικές τράπεζες κινείται σε 0,46%, με μέσο ευρωπαϊκό όρο 0,47%.
Σε επίπεδο κεφαλαιακής επάρκειας, ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital ratio) των ελληνικών τραπεζών απέχει ελάχιστα από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο (19,07% έναντι 19,90%), με τον δείκτη Tier 1 να βρίσκεται στο 16,22% για τις ελληνικές τράπεζες, έναντι 17,21% για τις ευρωπαϊκές, και τον δείκτη CET1 (Common Equity Tier 1) στο 15,56% για τις ελληνικές, έναντι 15,81% των ευρωπαϊκών.
Το άλλοτε ισχυρό μειονέκτημα των ελληνικών τραπεζών, τα κόκκινα δάνεια, έχουν καταγράψει μεγάλη υποχώρηση και το πλέον σημαντικό είναι ότι το ποσοστό των δανείων με σημαντική αύξηση του πιστωτικού κινδύνου (δάνεια στο stage 2) στην Ελλάδα είναι χαμηλότερο κατά 57 μονάδες βάσης του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Ειδικότερα, για τα 110 συστημικά πιστωτικά ιδρύματα παρατηρείται αύξηση του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο σύνολο του δανειακού τους χαρτοφυλακίου σε σχέση με το β’ τρίμηνο 2023 (2,30% έναντι 2,26% και 1,92% έναντι 1,85%, αντίστοιχα).
Για τα 4 συστημικά πιστωτικά ιδρύματα της Ελλάδας παρατηρείται σημαντική, άνω των 100 μονάδων βάσης, μείωση του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο σύνολο του δανειακού τους χαρτοφυλακίου σε σχέση με το β’ τρίμηνο 2023 (4,10% έναντι 5,70% και 3,42% έναντι 4,63%, αντίστοιχα).
Τα δάνεια με σημαντική αύξηση του πιστωτικού κινδύνου (stage 2) ως ποσοστό του συνόλου των δανείων υποχώρησαν σε 8,88% για τις ελληνικές τράπεζες το β’ τρίμηνο 2024 (από 10,75% το β΄ τρίμηνο 2023), ενώ για τις ευρωπαϊκές τράπεζες το ποσοστό αυτό αυξήθηκε από 9,19% το β’ τρίμηνο 2023 σε 9,45% το β’ τρίμηνο 2024. Σημειώνεται ότι το ποσοστό κάλυψης από προβλέψεις των ελληνικών συστημικών τραπεζών είναι 13,6% υψηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου (στο 45,67% έναντι 40,20% μ.ο. ΕΕ).
Οι ελληνικές συστημικές τράπεζες έχουν μεγάλο προβάδισμα έναντι των ευρωπαϊκών σε επίπεδο ρευστότητας. Ο Δείκτης Καθαρής Σταθερής Χρηματοδότησης (Net stable funding ratio – NSFR) αυξήθηκε στο 133,70% το β΄ τρίμηνο 2024 (από 134,60% το β’ τρίμηνο 2023), έναντι δείκτη 127,51% για τις ευρωπαϊκές τράπεζες (126,34% το β’ τρίμηνο 2023). Ακόμη μεγαλύτερη είναι η διαφορά υπέρ των ελληνικών τραπεζών στον Δείκτη Κάλυψης Ρευστότητας (LCR). Στο β’ τρίμηνο 2024 ανήλθε σε 206,48% για τις τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες, έναντι 159,39% για τις ευρωπαϊκές.
Η υπερβάλλουσα ρευστότητα που διαθέτουν οι ελληνικές τράπεζες δίνει μεγάλα περιθώρια αύξησης των χορηγήσεων (εξυπακούεται ότι γίνεται λόγος για νέα, υγιή δάνεια, χωρίς εκπτώσεις στα πιστοδοτικά κριτήρια), όπως αποδεικνύει το Ποσοστό Δανείων προς Καταθέσεις. Το ποσοστό αυτό βρίσκεται στο 102,15% για τις ευρωπαϊκές τράπεζες και σε μόλις 60,32% για τις ελληνικές.