Σήμα ενίσχυσης της εμπιστοσύνης των ξένων θεσμικών και funds προς τις ελληνικές τράπεζες στέλνει ο ισχυρός επενδυτικός οίκος της JP Morgan, μέσω της απομυθοποίησης των επιπέδων DTCs στους ισολογισμούς τους, στο δρόμο για υψηλότερα payouts.
Σήμα ενίσχυσης της εμπιστοσύνης των ξένων θεσμικών και funds προς τις ελληνικές τράπεζες στέλνει ο επενδυτικός οίκος της JP Morgan, μέσω της απομυθοποίησης των επιπέδων DTCs (οριστικών και εκκαθαρισμένων αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων) στους ισολογισμούς τους και στη σύνδεση αυτών με τα υψηλότερα payouts.
Σύμφωνα με τους αναλυτές, οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTAs) καλύπτουν το 6% των ισολογισμών των ελληνικών τραπεζών. Ακόμα πιο σημαντικό, είναι ότι περίπου 15 δισ. ευρώ αναγνωρίζονται ως κεφάλαια σύμφωνα με τους κανόνες Basel ΙΙΙ, αποτελώντας πάνω από το 70% των εποπτικών κεφαλαίων.
- «Κλειδί» ο Πυλώνας ΙΙ για υψηλότερα payouts από τις ελληνικές τράπεζες
Το γεγονός αυτό εγείρει κάποιες βάσιμες ανησυχίες σχετικά με την ποιότητα των κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών και κατά πόσον θα μπορούσε να επηρεάσει την ικανότητά τους να προσεγγίσουν τα επίπεδα payouts των ευρωπαϊκών τραπεζών τα επόμενα δύο έως τρία χρόνια. Ο επενδυτικός οίκος δε θεωρεί τα παραπάνω ως εμπόδιο στο δρόμο για σταδιακά υψηλότερες χρηματικές διανομές από τις ελληνικές τράπεζες.
Ως κατηγορία περιουσιακών στοιχείων, τα DTAs συνοδεύονται ωστόσο από σημαντικά μειονεκτήματα. Δεν παράγουν έσοδα (δηλαδή το 6% του ισολογισμού αποτελείται από περιουσιακά στοιχεία με 0% αποδοτικότητα ROA). Φέρουν επίσης υψηλό συντελεστή στάθμισης κινδύνου στον υπολογισμό των εποπτικών κεφαλαίων, που κυμαίνεται από 100% έως 250%, αντιπροσωπεύοντας το 14% των σταθμισμένων ως προς κίνδυνο περιουσιακών στοιχείων (RWAs).
Ωστόσο, ένα σημαντικό μέρος των DTAs των ελληνικών τραπεζών απολαμβάνει κρατικής εγγύησης, που τα χαρακτηρίζει ως κεφάλαιο CET1. Ενώ, τα DTCs αντιμετωπίζονται όπως κάθε άλλος τύπος CET1 από εποπτική σκοπιά, το ασυνήθιστα υψηλό ποσοστό τους στην κεφαλαιακή δομή των ελληνικών τραπεζών μπορεί να επηρεάσει τη λήψη ρυθμιστικών αποφάσεων ως προς τις χρηματικές διανομές. Ωστόσο, οι αναλυτές εντοπίζουν αρκετούς λόγους για τους οποίους τα DTCs δεν θα εμποδίσουν σε σταδιακά υψηλότερες διανομές μερισμάτων (για παράδειγμα στο 60% από την Εθνική το 2025 από 30% το 2023).
Η υγιής προοπτικής κερδοφορίας των ελληνικών τραπεζών σημαίνει ότι τα κεφαλαιακά αποθέματα θα συνεχίσουν να ενισχύονται, ενώ η ποσόστωση των DTCs στο CET1 θα υποχωρήσει σημαντικά τα επόμενα χρόνια. Επιπλέον, τα επίπεδα payouts από μόνα τους δεν αλλάζουν σημαντικά την τροχιά των DTCs, ενώ οι τράπεζες θα μπορούσαν να επιταχύνουν τα χρονοδιαγράμματα απόσβεσης για να επιδείξουν μια κεφαλαιακή άνεση. Παράλληλα, τα DTCs δεν εμπόδισαν άλλες τράπεζες της Νότιας Ευρώπης να κινηθούν προς υψηλότερες διανομές.
- JP Morgan: «Overweight» και υψηλές τιμές στόχοι για τις ελληνικές τράπεζες
Η JP Morgan εκτιμά 1 ευρώ DTC αξίζει 0,77 – 0,85 ευρώ σε μετρητά, το οποίο εφαρμόζει στο μοντέλο αποτίμησή της. Συνεπώς, ο καλύτερος τρόπος αποτίμησης των DTCs είναι μέσω της εκτίμησης της οικονομικής αξίας και του αν οι τράπεζες είχαν τη δυνατότητα να αντικαταστήσουν όλα τα DTCs τους με μετρητά σήμερα, ποιο discount θα ήταν διατεθειμένες να δεχθούν. Οι αναλυτές υπολογίζουν ότι η απάντηση βρίσκεται μεταξύ 15% – 23%, που προκύπτει από το κόστος κεφαλαίου της διακράτησης DTCs και την καθαρά παρούσα αξία των διαφυγόντων εσόδων σε σύγκριση με τα μετρητά. Στα μοντέλα της, εφαρμόζει αυτό το discount στο ποσό των DTC και στην ενσώματη λογιστική αξίας για να καταλήγει στις δίκαιες αξίες και τις τιμές στόχους.
Ο οίκος επισημαίνει πως εκτός από την εθελοντική μείωση των DTCs, δεν υπάρχουν βιώσιμοι τρόποι για μια ταχύτερη απόσβεση. Οι ελληνικές τράπεζες ακολουθούν ένα γραμμικό πρόγραμμα αποσβέσεων βάσει νόμου, με πραγματική υπολειπόμενη διάρκεια ζωής 17 ετών, που λήγει το 2041. Πολλοί ενδιαφερόμενοι, συμπεριλαμβανομένων των ρυθμιστικών αρχών, των διοικήσεων τραπεζών και των μετόχων, ενδέχεται να προτιμούν μια ταχύτερη απόσβεση για να μειώσουν πιο γρήγορα τα υπόλοιπα DTCs. Με τα χρόνια, έχουν τεθεί πολυάριθμες προτάσεις για την αντιμετώπιση του σχετικού ζητήματος. Ωστόσο, οι περισσότερες απαιτούν υψηλό επίπεδο προθυμίας και συντονισμού μεταξύ των διαφόρων εμπλεκόμενων αρχών, γεγονός που τις καθιστά απίθανες.
Η πιο βιώσιμη επιλογή, σύμφωνα με τη JP Morgan, είναι οι τράπεζες να επιταχύνουν οικειοθελώς τις αποσβέσεις των DTCs, με μια εμπροσθοβαρή αξιοποίηση των κεφαλαίων τους κάθε χρόνο, εάν αυτό συνοδεύεται από έγκριση της ΕΚΤ για υψηλότερα payouts.
Οι αναλυτές υπολογίζουν πως ο διπλασιασμός της ετήσιας απόσβεσης από τα τρέχοντα 160 – 200 εκατ. ευρώ σε 300 – 350 εκατ. ευρώ περίπου (ανά τράπεζα) θα μηδένιζε τα υπόλοιπα DTCs στα κεφάλαια CET1 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2030, αντί για τη δεκαετία του 2040.
Οι τράπεζες θα μπορούσαν να το αντέξουν οικονομικά, λαμβάνοντας υπόψη τα ισχυρά κεφαλαιακά τους αποθέματα, την υγιή οργανική παραγωγή κεφαλαίου και τη σχετικά περιορισμένη αξιοποίηση κεφαλαίων τους – είτε μέσω οργανικής είτε ανόργανης ανάπτυξης. Αποδεικνύοντας στην ΕΚΤ ότι δεν εξαρτώνται υπερβολικά από τα DTCs, οι τράπεζες ενδέχεται να πάρουν την έγκριση της ρυθμιστικής αρχής για υψηλότερες χρηματικές διανομές.
Η JP Morgan κατανοεί ότι οι διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών ενστερνίζονται αυτήν την ιδέα και οι όποιοι σχεδιασμοί θα υπόκεινται στη συναίνεση της ΕΚΤ. Εξελίξεις αναμένονται τους επόμενους μήνες, σύμφωνα με τους αναλυτές.