Με τα σημερινά δεδομένα η τιμή έναρξης του πετρελαίου θέρμανσης θα ήταν στα 1,10-1,11 ευρώ το λίτρο. Ωστόσο, η αγορά παραμένει συγκρατημένη λόγω της έκρυθμης κατάστασης στη Μέση Ανατολή, η οποία θα μπορούσε να εκτοξεύσει τις διεθνείς τιμές.
Η έναρξη της περιόδου διάθεσης του πετρελαίου θέρμανσης πλησιάζει και ήδη αγορά και κυβέρνηση προετοιμάζονται για να αντεπεξέλθουν σε μια δύσκολη συγκυρία όπου οι τιμές των βασικών αγαθών (και της ενέργειας) επιβαρύνουν σημαντικά τον οικογενειακό προϋπολογισμό. Και μπορεί πέρυσι, όπου η τιμή εκκίνησης ήταν στα 1,35 ευρώ το λίτρο, η παρατεταμένη καλοκαιρία να λειτούργησε προς όφελος των νοικοκυριών, φέτος όμως, εάν επιβεβαιωθούν τα σενάρια για έναν δύσκολο και βαρύ χειμώνα, οι καταναλωτές θα χρειαστεί να βάλουν βαθειά το χέρι στην τσέπη για να προμηθευτούν επαρκείς ποσότητες.
Όπως εκτιμούν πηγές της αγοράς, με τα σημερινά δεδομένα η τιμή έναρξης του πετρελαίου θέρμανσης θα ήταν στα 1,10-1,11 ευρώ το λίτρο (συνυπολογίζοντας ένα λογικό περιθώριο κέρδους για την εταιρεία εμπορίας, την μεταφορά και τον πρατηριούχο), μια τιμή αισθητά χαμηλότερη σε σχέση με πέρυσι. Αυτό θα ήταν αναμενόμενο, εάν αναλογιστεί κανείς ότι πέρυσι, για το διάστημα που ξεκίνησε τον Αύγουστο και μέχρι το φθινόπωρο, η τιμή του Brent είχε κινηθεί σε ένα εύρος μεταξύ 80-95 δολαρίων το λίτρο ενώ αυτή την στιγμή κινείται κοντά στα 75 δολάρια το βαρέλι. Ωστόσο, όπως σημειώνει παράγοντας της αγοράς μιλώντας στο -, «η περίοδος διάθεσης του πετρελαίου θέρμανσης ξεκινά σε τρεις εβδομάδες από τώρα. Η κατάσταση στη Μέση Ανατολή είναι έκρυθμη. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε από τη μια μέρα στην άλλη, εάν θα εμπλακεί κάποια άλλη χώρα ή εάν θα προκύψει κάποιο ξαφνικό γεγονός το οποίο θα εκτοξεύσει τις διεθνείς τιμές».
Το επίδομα θέρμανσης και το αίτημα για απευθείας επιδότηση στην αντλία
Παρά τη χαμηλότερη τιμή εκκίνησης που θα είχε το πετρέλαιο θέρμανσης με τα σημερινά δεδομένα, αγορά και καταναλωτές εξακολουθούν να ζητούν μέτρα ανακούφισης, τα οποία παραδοσιακά εφαρμόζονται όλα αυτά τα χρόνια. Πέρυσι, ενεργοποιήθηκαν διευκολύνσεις από την πλευρά της αγοράς, με τα διυλιστήρια να εφαρμόζουν εκπτώσεις της τάξεως του 5% ενώ χορηγήθηκε και κρατική στήριξη μέσω του επιδόματος για αγορά πετρελαίου θέρμανσης. Το συγκεκριμένο μέτρο θα ισχύσει και φέτος με τα ποσά να κυμαίνονται σε επίπεδα από 100 έως 800 ευρώ ή και λίγο περισσότερο ανάλογα με την περιοχή και για να χορηγηθεί θα συνεκτιμηθούν κοινωνικά και εισοδηματικά κριτήρια.
Όπως είναι γνωστό, η κυβέρνηση αποφεύγει τις οριζόντιες επιδοτήσεις, κάτι, το οποίο, από την άλλη πλευρά, δεν απορρίπτει η αγορά. Η ΠΟΠΕΚ με επιστολή που απέστειλε και φέτος στο υπουργείο Οικονομικών, ζητά το ποσό της επιδότησης του πετρελαίου θέρμανσης να δοθεί απευθείας στην αντλία. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι την επιδότηση θα την λάμβαναν όλοι ανεξαιρέτως οι καταναλωτές που θα προέβαιναν σε αγορά πετρελαίου θέρμανσης.
Πρόκειται για ένα πάγιο αίτημα του κλάδου, το οποίο εδράζεται στο επιχείρημα ότι με τον τρόπο αυτό θα ανακουφιστούν άμεσα οι καταναλωτές που το έχουν πραγματικά ανάγκη. «Κατά την προηγούμενη περίοδο διακίνησης, η Κυβέρνηση διέθεσε για το επίδομα πετρελαίου θέρμανσης 73.400.000 ευρώ λιγότερα από τα προϋπολογισθέντα 237 εκατομμύρια ευρώ, με λογική συνέπεια να υπάρχει πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος, ώστε να ελαφρυνθούν οι ταλαιπωρημένοι και υπερφορολογημένοι (ιδιώτες και επιχειρήσεις) καταναλωτές του πετρελαίου θέρμανσης», σημειώνει η ΠΟΠΕΚ. Μεταξύ άλλων αναφέρει ότι η έκπτωση του πετρελαίου θέρμανσης απευθείας στην αντλία, «συγκεντρώνει σημαντικά πλεονεκτήματα όπως το ότι ελαφρύνει άμεσα τους καταναλωτές πετρελαίου θέρμανσης, που έχουν πραγματικά ανάγκη και αδυνατούν να καταβάλλουν ακέραιο εκ προοιμίου το συνολικό ποσό αγοράς θέρμανσης και όχι εκείνους (αρκετούς) που αυτοβαφτίζονται «οικονομικά αδύναμοι» προκειμένου να εκμεταλλευτούν την λήψη επιδόματος. Επίσης εξαλείφει άλλα παράνομα και διόλου αμελητέα παρελκόμενα στην διακίνηση του πετρελαίου θέρμανσης, όπως είναι το εμπόριο επιδόματος. Οι καταναλωτές, πληρώνοντας άμεσα φτηνότερα το καύσιμο μπορούν να προμηθευτούν μεγαλύτερη ποσότητα, ώστε να πετύχουν καλύτερη τιμή, χωρίς να δεινοπαθούν υπολογίζοντας το στενό οικονομικό περιθώριο, που τους περιορίζει να αγοράζουν πετρέλαιο με το σταγονόμετρο».