Η βασικότερη εξήγηση για τη διαχρονική υστέρηση είναι τα διαφορετικά επίπεδα έρευνας και ανάπτυξης (Ε&Α).
Οι παγκόσμιες κρίσεις των τελευταίων ετών που επηρέασαν σημαντικά την ευρωπαϊκή οικονομία ήταν κατά κύριο λόγο βραχυχρόνιες διαταραχές και αντιμετωπίστηκαν με σχετική επάρκεια από τη δημοσιονομική πολιτική των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, όπως προκύπτει από το Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Alpha Bank για την παγκόσμια οικονομία.
Οι διαταραχές στις εφοδιαστικές αλυσίδες λόγω της πανδημίας έχουν σε μεγάλο βαθμό εξομαλυνθεί, ενώ ο υψηλός πληθωρισμός λόγω της ενεργειακής κρίσης βρίσκεται πλέον υπό έλεγχο από τις νομισματικές αρχές. Ωστόσο, η Ευρώπη αντιμετωπίζει και άλλες προκλήσεις, που, όμως, είναι μακροχρόνιες και διαρθρωτικές, όπως είναι η χαμηλή παραγωγικότητα εργασίας και η διαχρονική υστέρησή της σε σχέση με τις αντίστοιχες άλλων μεγάλων οικονομιών, κυρίως των ΗΠΑ και της Κίνας. Ήδη από τη δεκαετία του 1990, η αύξηση της παραγωγικότητας της Ευρώπης υστερεί, αφού οι ευρωπαϊκές εταιρείες δεν κατάφεραν να προσεγγίσουν το επίπεδο των ανταγωνιστών τους. Ο στόχος αυτός καθίσταται πιο δύσκολος, καθώς οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να αξιοποιήσουν τις οικονομίες κλίμακας, χωρίς μια πραγματικά ολοκληρωμένη αγορά αγαθών, υπηρεσιών, εργασίας και κεφαλαίου. Τούτο ισχύει, ιδιαίτερα, για τις νεοφυείς επιχειρήσεις που επενδύουν στην καινοτομία.
Η βασικότερη εξήγηση για τη διαχρονική υστέρηση είναι τα διαφορετικά επίπεδα έρευνας και ανάπτυξης (Ε&Α) που είναι οι κύριοι μοχλοί της παραγωγικότητας («The future of European competitiveness», Σεπτέμβριος 2024). Η Ε&Α δημιουργεί θετικές εξωτερικές επιδράσεις, με τις νέες τεχνολογίες να οδηγούν πολλαπλασιαστικά σε περαιτέρω καινοτομία. Η αύξηση των επενδύσεων σε Ε&Α είναι επιτακτική ανάγκη, ειδικότερα σήμερα που η Ευρώπη αντιμετωπίζει δημογραφικά προβλήματα, απεικονίζεται η θετική συσχέτιση μεταξύ των επενδύσεων σε Ε&Α και της παραγωγικότητας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ευρώπη υστερεί σε σχέση με τις ΗΠΑ, ενώ υπάρχουν και σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ των κρατών της. Δύο βασικοί λόγοι που εξηγούν το χάσμα στην καινοτομία της Ευρώπης σε σχέση με άλλες αναπτυγμένες χώρες είναι οι εξής:
–Το έλλειμμα επενδύσεων σε Ε&Α. Η ΕΕ επενδύει λιγότερο στην Ε&Α σε σύγκριση με τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία και την Κίνα, η οποία σημειώνει εντυπωσιακή πρόοδο. Το 2022, η ΕΕ δαπάνησε 2,24% του ΑΕΠ της για Ε&Α, με αποτέλεσμα ένα επενδυτικό έλλειμμα περίπου 123 δισ. ευρώ, σε σχέση με τον στόχο της για επίτευξη 3% του ΑΕΠ. Συγκριτικά, οι ΗΠΑ δαπανούν το 3,5% του ΑΕΠ τους σε Ε&Α, η Ιαπωνία το 3,3% και η Κίνα το 2,4%.
–Το λιγότερο αναπτυγμένο χρηματοπιστωτικό σύστημα αποτελεί εμπόδιο για την επέκταση περισσότερων καινοτόμων εταιρειών. Οι εταιρείες στην ΕΕ είναι πιο πιθανό να αντιμετωπίζουν ανεπαρκή χρηματοδότηση σε σύγκριση με τις αντίστοιχες επιχειρήσεις στις ΗΠΑ. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην ΕΕ η κύρια μορφή χρηματοδότησης των εταιρειών εξακολουθεί να είναι ο δανεισμός, ο οποίος, όμως, θεωρείται ότι δεν είναι κατάλληλος για τη χρηματοδότηση καινοτόμων έργων στα αρχικά τους στάδια και είναι ανεπαρκής για επενδυτικά έργα μεγάλης κλίμακας. Η περιορισμένη ανάπτυξη των εταιρειών διαχείρισης κεφαλαίων επιχειρηματικών συμμετοχών (venture capital) που επενδύουν σε νεοφυείς επιχειρήσεις (start-ups) είναι χαρακτηριστικό του χρηματοοικονομικού κενού των καινοτόμων νεοφυών επιχειρήσεων στην ΕΕ.
Σήμερα, στην Ευρώπη υφίσταται ένας σημαντικός αριθμός start-ups, αλλά αυτές οι εταιρείες συχνά αποτυγχάνουν να αναπτυχθούν περαιτέρω εξαιτίας διαφόρων εμποδίων και έλλειψης κινήτρων, με αποτέλεσμα να μετεγκαθίστανται σε πιο «φιλικές» επιχειρηματικές περιοχές, όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα. Ως αποτέλεσμα, η ΕΕ έχει χαμηλότερο μερίδιο εταιρειών «μονόκερων» (unicorns), δηλαδή νεοφυών επιχειρήσεων με αποτίμηση που υπερβαίνει το 1 δισ. δολάρια ΗΠΑ (Γράφημα 2α). Παρόλα αυτά, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αξιοσημείωτη βελτίωση της Ευρώπης στον Δείκτη Καινοτομίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ειδικά σε πλούσιες χώρες όπως η Δανία και η Σουηδία.
Στο Γράφημα 2β παρατηρούμε ότι ο Δείκτης στην ΕΕ ανήλθε στο 110, το 2024, από 100, το 2017, ενώ ο αντίστοιχος δείκτης των ΗΠΑ διαμορφώθηκε στο 117,4, το 2024, από 111,3, το 2017, και αντίστοιχα της Κίνας στο 104,2 από 76. Πριν από μία δεκαετία, ο ανταγωνισμός για την παγκόσμια πρωτοπορία στην καινοτομία ήταν κυρίως μεταξύ των ΗΠΑ και της Ευρώπης. Σήμερα, περιλαμβάνει περισσότερες οικονομίες, με την Κίνα να σημειώνει την ταχύτερη αύξηση σε σύγκριση με τις υπόλοιπες.